Η προσφυγή του ινδού πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι στον εθνικισμό θεωρείται ένα από τα όπλα για την επανεκλογή του – Η κίνησή του να αλλάξει το όνομα της χώρας και οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης
Oι ηγέτες των κρατών που συμμετέχουν στη σύνοδο των χωρών του G20, η οποία ολοκληρώνεται σήμερα στο Δελχί, βρέθηκαν προ εκπλήξεως όταν έλαβαν την επίσημη πρόσκληση για τη συμμετοχή τους από τον «πρόεδρο της Μπαράτ», Ντρουπάντι Μούρμου.
Μπαράτ είναι το όνομα της Ινδίας στα χίντι, επίσημη γλώσσα της χώρας όπως τα ουρντού και τα αγγλικά. Η απόφαση να χρησιμοποιηθεί η ονομασία Μπαράτ δεν ήταν φαεινή ιδέα του ινδού προέδρου. Ηταν πολιτική πρωτοβουλία του συντηρητικού πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι, ο οποίος βρίσκεται στην εξουσία της πολυπληθέστερης χώρας του πλανήτη (1,4 δισ. κάτοικοι) από το 2014.
Η χρονική στιγμή αυτής της πρωτοβουλίας του Μόντι, ηγέτη του κυβερνώντος εθνικιστικού κόμματος Μπαρατίγια Τζανάτα (BJP), δεν είναι τυχαία. Εν όψει των εκλογών της ερχόμενης άνοιξης και προσβλέποντας σε μια τρίτη θητεία, ο Μόντι προσπαθεί να κεφαλαιοποιήσει τα πρόσφατα επιτεύγματα της Ινδίας: την επιτυχή αποστολή, τον περασμένο Αύγουστο, για πρώτη φορά, μη επανδρωμένου ινδικού σκάφους στον νότιο πόλο της Σελήνης, τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη της ινδικής οικονομίας, που αναμένεται να φτάσει το 7%, και τη θετική στάση της Ουάσιγκτον, η οποία, εξαιτίας της αντιπαλότητάς της με το Πεκίνο, επιχειρεί να προσεγγίσει και να συσφίξει τις σχέσεις της με το Δελχί.
Προσφυγή στον εθνικισμό
Σύμφωνα με τους επικριτές του Μόντι, η προσφυγή στον εθνικισμό είναι ένα από τα όπλα για την επανεκλογή του. Για τον Μόντι, η ονομασία Ινδία είναι δοτή από τους Βρετανούς, που κυβερνούσαν τη χώρα επί 200 έτη, και αποτελεί σύμβολο του αποικιοκρατικού παρελθόντος από το οποίο πρέπει η χώρα να αποκοπεί διά παντός. Η κίνηση χαιρετίστηκε από τους υποστηρικτές του πρωθυπουργού ως τόνωση της εθνικής υπερηφάνειας, όμως οι αντίπαλοί του τη χαρακτηρίζουν προσωπικό σχέδιο, απότοκο της πολιτικής ματαιοδοξίας του Μόντι.
Μέχρι το 1947, όταν η Ινδία απέκτησε την ανεξαρτησία της από τους Βρετανούς, η χώρα είχε τρεις ονομασίες. Η πρώτη, η Ινδία, προέρχεται από τα σανσκριτικά και χρησιμοποιήθηκε από τους Πέρσες, τους Ελληνες και τους Ρωμαίους προ 2.000 ετών για να δηλώσει την περιοχή νοτίως του Ινδού ποταμού: την ονομασία αυτή υιοθέτησαν και οι Βρετανοί στους γεωγραφικούς χάρτες του 18ου αιώνα, όταν αποίκησαν την περιοχή. Η δεύτερη ήταν το Ινδουιστάν, ονομασία την οποία επίσης χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες, οι Ελληνες και οι μουσουλμάνοι σουλτάνοι του Δελχί (1206-1626 μ.Χ), όταν αναφέρονταν στο βόρειο και κεντρικό τμήμα της χώρας. Η τρίτη είναι η Μπαράτ, σανσκριτική ονομασία που απαντάται σε μια από τις Βέδες, τα ιερά κείμενα του ινδουισμού, περί το 1500 μ.Χ. και η οποία αναφέρει τη φυλή Μπαράτ ως μία εκ των βασικών φυλών που ζουν στη Βόρεια Ινδία.
«Η Ινδία, η Μπαράτ, είναι μια ένωση κρατών»
Για τον Νεχρού (1889-1964), τον ηγέτη του αγώνα κατά της αποικιοκρατίας και πρώτο πρωθυπουργό της ανεξάρτητης Ινδίας, η χώρα του περιέκλειε και τις τρεις αυτές ονομασίες. Η μάχη ωστόσο για το όνομα της Ινδίας έγινε αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης και πριν από τη σύνταξη, στα αγγλικά, του ινδικού συντάγματος το 1949, το οποίο αναγνωρίζει ως επίσημες και τις δύο ονομασίες. Και στη σημερινή του μορφή, το ινδικό σύνταγμα αναφέρει, στο πρώτο άρθρο, ότι «Η Ινδία, η Μπαράτ, είναι μια ένωση κρατών». Συνεπώς η πρωτοβουλία του Μόντι δεν μπορεί να θεωρηθεί αντισυνταγματική. Οι δύο κατοχυρωμένες από το σύνταγμα ονομασίες χρησιμοποιούνται ευρέως παντού στην Ινδία, όχι όμως και στον υπόλοιπο κόσμο.
Δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται στην Ινδία η μετονομασία τοπωνυμίων. Από το 1995, η Βομβάη έχει επισήμως μετονομαστεί σε Μουμπάι και ακολούθως το Μπεναρές σε Βαρανάσι, η Καλκούτα σε Κολκάτα κ.ο.κ. Είναι όμως η πρώτη φορά που επιχειρείται η μετονομασία της χώρας. Οι επικριτές του Μόντι επισημαίνουν ότι στην Ινδία συνήθως αλλάζουν τα τοπωνύμια που ηχούν μουσουλμανικά – ο Μόντι είναι γνωστός πολέμιος της μουσουλμανικής κοινότητας, η οποία αριθμεί 220 εκατ. ανθρώπους. Η καταστολή των μουσουλμάνων επί Μόντι είναι μια από τις σκοτεινές πλευρές της μεγαλύτερης δημοκρατίας του κόσμου, σημειώνει η Ράνα Αγιούμπ, αρθρογράφος της «Washington Post». Το 2002, ως κυβερνήτης του κρατιδίου Γκουτζαράτ στη Δυτική Ινδία, ο Μόντι κατηγορήθηκε ότι συνδαύλισε την έχθρα ινδουιστών εναντίον μουσουλμάνων με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν ταραχές στις οποίες σκοτώθηκαν περισσότεροι από χίλιοι άνθρωποι, στην πλειονότητά τους μουσουλμάνοι.
«Κανένας δεν θα μας στερήσει την Ινδία ή την Μπαράτ»
Οι ηγέτες της αντιπολίτευσης επικρίνουν επίσης τη χρήση του ονόματος Μπαράτ με το επιχείρημα ότι ο Μόντι το χρησιμοποιεί για να πλήξει τον νεοσύστατο συνασπισμό (στον οποίο μετέχει και το κεντροαριστερό κόμμα του Κογκρέσου, το κόμμα που ηγήθηκε του αγώνα κατά της αποικιοκρατίας υπό τον Μαχάτμα Γκάντι) που έχει το ακρωνύμιο INDIA (Συμμαχία για την Εθνική Ανάπτυξη και τη Συμπερίληψη). Ο INDIA είναι ο κυριότερος αντίπαλος του Μόντι στις εκλογές της άνοιξης του 2024. «Κανένας δεν θα μας στερήσει την Ινδία ή την Μπαράτ» δήλωσε ο Μανόζ Τζα, εκ των ηγετών του αντιπολιτευόμενου συνασπισμού, στους «Νew York Times».
Για να εγκριθεί πάντως η απάλειψη της ονομασίας Ινδία, θα πρέπει να ψηφιστεί από τα δύο τρίτα των βουλευτών του ινδικού κοινοβουλίου, γεγονός εξαιρετικά δύσκολο. Ο Σάσι Ταρόορ, βουλευτής του αντιπολιτευόμενου κόμματος του Κογκρέσου και πρώην υποψήφιος για το αξίωμα του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, εξέφρασε στον «Guardian» την ελπίδα ότι η κυβέρνηση δεν θα προχωρήσει στην πλήρη απάλειψη της ονομασίας Ινδία, ονομασίας ανυπολόγιστης αξίας για τη χώρα εδώ και αιώνες. «Θα πρέπει», τονίζει, «να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε και τις δύο ονομασίες, και όχι να απαλείψουμε μια ονομασία γεμάτη ιστορία και αναγνωρίσιμη σε όλον τον κόσμο».