Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Νέα προβλήματα στην ελληνική ναυτιλία -ειδικά στις εταιρίες που πρωταγωνιστούν στη μεταφορά ρωσικού πετρελαίου προς τρίτες χώρες- θα προκαλέσει το 12ο «πακέτο» κυρώσεων της Ε.Ε. κατά της Μόσχας, το οποίο προγραμματίζεται να υιοθετηθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 14ης-15ης Δεκεμβρίου. Λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες εκκρεμότητες και την εμπειρία μακράς διαπραγμάτευσης των προηγούμενων «πακέτων» από τον Φεβρουάριο του 2022 (εισβολή στην Ουκρανία) ως τον Ιούνιο φέτος (υιοθέτηση 11ης δέσμης κυρώσεων), δεν αποκλείεται πάντως το ενδεχόμενο καθυστέρησης έως τα τέλη του Ιανουαρίου 2024.
Οι τρέχουσες συζητήσεις μεταξύ των «27» και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που βρίσκεται σε επαφή με την Ουάσινγκτον και το Λονδίνο (ως ναυτιλιακό κέντρο) για τον απαραίτητο συντονισμό της Δύσης, εστιάζονται στη βελτίωση των μέτρων εφαρμογής του λεγόμενου «Russian oil cap». Πρόκειται για τη συμβιβαστική λύση επιβολής ανώτατης τιμής-οροφής στη μεταφορά του ρωσικού πετρελαίου (60 δολάρια το βαρέλι), ώστε αφενός η Μόσχα να μην εξασφαλίζει υπερκέρδη και αφετέρου να μην αποδιαρθρωθούν η διεθνής αγορά ενέργειας και οι οικονομίες των μικρών χωρών.
Η κυβέρνηση επιδίωξε εξαιρέσεις για την ελληνική ναυτιλία τον Ιούλιο του 2022 (το 7ο πακέτο τότε) και φαινόταν να τις πετυχαίνει, αλλά οι ενδοευρωπαϊκές ισορροπίες ανατράπηκαν, με αποτέλεσμα την επιβολή οροφής τιμών στα τέλη του προηγούμενου έτους. Τα ελληνικά επιχειρήματα περί υπέρμετρης γραφειοκρατίας με τα φορτωτικά έγγραφα και περί αδυναμίας πιστοποίησης της προέλευσης του πετρελαίου είχαν συναντήσει από μειδιάματα ως την οργή των ξένων συνομιλητών της κυβέρνησης. Οι απαντήσεις προς την Αθήνα υπενθύμιζαν τη γνώση εφαρμογής κυρώσεων ήδη από το 1993 (μέτρα κατά Σερβίας και Μαυροβουνίου επί Κων. Μητσοτάκη) ως και το 2019 (εμπάργκο κατά Βενεζουέλας επί Αλ. Τσίπρα) μαζί με την επισήμανση ότι τα επιβληθέντα μέτρα δεν ήταν ακόμα τα αυστηρότερα δυνατά.
Ωστόσο, μετά τα -κατώτερα του αναμενόμενου- αποτελέσματα της ουκρανικής αντεπίθεσης και τον συνδυασμό (βάσιμων) πληροφοριών και (αβάσιμων) φημών για συναλλαγές της ελληνικής ναυτιλίας με τη Μόσχα η επικείμενη υιοθέτηση του 12ου «πακέτου» προκαλεί κυρίως τρεις ανατροπές:
- Πρώτη, την απαίτηση λεπτομερούς πιστοποίησης του πραγματικού κόστους αγοράς, μεταφορικών χρεώσεων και ασφαλιστικών-αντασφαλιστικών επιβαρύνσεων, που συχνά βρίσκονται πολύ χαμηλότερα των 60 δολαρίων ανά βαρέλι.
- Δεύτερη, την απαγόρευση πωλήσεων και μεσοπρόθεσμων συμβολαίων εκμίσθωσης πλοίων σε εταιρίες ρωσικών συμφερόντων οποιασδήποτε μορφής (π.χ. holding σε τρίτες χώρες).
- Τρίτη -και κυριότερη-, την καθιέρωση υποχρεωτικής και άμεσης (αντί της έως τώρα σχεδόν εθελοντικής και πάντα βραδείας) διαδικασίας ανταλλαγής πληροφοριών με την Κομισιόν για τις περιπτώσεις που υπάρχουν καταρχήν στοιχεία ή σοβαρές ενδείξεις παραβίασης του «Russian oil cap». Η ανάμειξη της Κομισιόν προδικάζει τη μεταβίβαση στοιχείων στους αρμοδίους παρακολούθησης των κυρώσεων στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Φόρεϊν Όφις. Άλλωστε, σε προ ημερών δηλώσεις του στους «Financial Times», ο βοηθός υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ για θέματα Ενεργειακών Πόρων Τζέφρεϊ Πάιατ (πρώην πρεσβευτής στο Κίεβο και στην Αθήνα) υπογράμμισε «προσέξτε αυτό το διάστημα» για την απαίτηση λήψης στοιχείων από ναυτιλιακές εταιρίες και την πραγματοποίηση του δέοντος νομικού και οικονομικού ελέγχου (due diligence) σε όλη την αλυσίδα διαμετακόμισης, στο πλαίσιο του «Russian oil cap». Πρόσθεσε ότι το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ εξετάζει μεθόδους αυξημένης αποτελεσματικότητας του μέτρου, καθώς πυκνώνουν τα δημοσιεύματα για τον λεγόμενο «σκιώδη στόλο» διεθνούς διευκόλυνσης των ρωσικών εξαγωγών.
Σε αυτό το πλαίσιο, αν και η κυβέρνηση δεν δείχνει την ίδια μαχητικότητα προάσπισης της ναυτιλιακής κοινότητας συγκριτικά με πέρυσι, υιοθετεί ένα επιχείρημα που μάλλον θα αποδειχθεί μειωμένης πειθούς και αποτελεσματικότητας. Υποστηρίζει ότι τα αυστηρότερα μέτρα είναι περιττά, αφού η διακίνηση ρωσικού πετρελαίου γίνεται εκτός Ε.Ε., λαμβάνοντας όμως την απάντηση ότι σημασία δεν έχουν οι γεωγραφικές περιοχές, αλλά οι πραγματικοί -Ευρωπαίοι- δικαιούχοι των εταιριών και των εσόδων.
* Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη