Αντί για την αναμενόμενη ανάκαμψη, οικονομική ύφεση: πέρυσι η γερμανική οικονομία είχε αναπτυχθεί παρά την ενεργειακή κρίση και τον υψηλό πληθωρισμό, όμως στις τελευταίες οικονομικές του προβλέψεις, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει ότι η εθνική οικονομία είναι η μόνη μεταξύ των 20 και πλέον χωρών και περιοχών που εξετάστηκαν, στην οποία η οικονομική παραγωγή θα παρουσιάσει φέτος μικρή μείωση. Ο χαρακτηρισμός «ο ασθενής της Ευρώπης», με τον οποίο περιέγραψε το βρετανικό περιοδικό «Economist» τη Γερμανία στην αλλαγή της χιλιετίας, κάνει τον γύρο του κόσμου. Η αναμενόμενη οικονομική ανάκαμψη την άνοιξη τελικά δεν συνέβη. Σύμφωνα με μια πρώτη εκτίμηση της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας, το Α.Ε.Π. παρέμεινε στάσιμο κατά το δεύτερο τρίμηνο.
Η βιομηχανία αποδυναμώνεται
Η βιομηχανία, η οποία αποτελεί στη Γερμανία περίπου το 30% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, πλήττεται εδώ και αρκετό καιρό από την αδύναμη ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Οι παραγγελίες τείνουν να περιορίζονται και ειδικότερα η ζήτηση από το εξωτερικό εξασθενεί, με αποτέλεσμα η γερμανική οικονομία, η οποία είναι προσανατολισμένη στις εξαγωγές, υφίσταται τις απορρέουσες επιπτώσεις.
Ο οικονομολόγος της Commerzbank Ραλφ Ζολβέεν ανέλυσε προσφάτως ότι η παραγωγή είναι πιθανό να υποστηριχθεί για μερικούς μήνες ακόμη από τις παραγγελίες που έχουν απομείνει από την πανδημία του κορωνοϊού. «Στο δεύτερο εξάμηνο του έτους ωστόσο υπάρχει η απειλή μιας σημαντικής πτώσης, η οποία είναι πιθανό να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα συρρίκνωσης της γερμανικής οικονομίας στο σύνολό της εκείνο το διάστημα».
Ιδιωτική κατανάλωση: αισιοδοξία παρά την ύφεση
Πολλοί άνθρωποι στη Γερμανία μπορούν να υποστηρίξουν οικονομικά λιγότερα αγαθά λόγω του επίμονα υψηλού πληθωρισμού και ως εκ τούτου η κατανάλωση περιορίζεται. Σύμφωνα με τους στατιστικολόγους, οι καταναλωτές ξόδεψαν λιγότερα χρήματα για τρόφιμα και ποτά, καθώς και για είδη ένδυσης και υπόδησης και για έπιπλα το πρώτο τρίμηνο σε σχέση με το τέλος του περασμένου έτους.
Ωστόσο η ιδιωτική κατανάλωση θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή ελπίδας: «Θετική ώθηση θα μπορούσε να προέλθει από την κατανάλωση ως συνέπεια της αύξησης των μισθών και της άμβλυνσης των πληθωριστικών πιέσεωνς», λέει η επικεφαλής οικονομολόγος της KfW Φρίτσι Κέλερ-Γκάιμπ. Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank, Γιεργκ Κρέμερ, εκτιμά ότι οι συλλογικοί μισθοί θα αυξηθούν περισσότερο από τις τιμές καταναλωτή μόνο κατά το τέταρτο τρίμηνο.
Τέλος της οικοδομικής έκρηξης
Αν και οι επενδύσεις σε κατασκευές αυξήθηκαν στις αρχές του έτους λόγω των ήπιων καιρικών συνθηκών, παρέμειναν παρ’ όλα αυτά σε χαμηλό επίπεδο. Η διαχρονικά έντονη οικοδομική δραστηριότητα έχει προς το παρόν τερματιστεί. Τα σημαντικά υψηλότερα επιτόκια στεγαστικών δανείων και το υψηλό κόστος κατασκευής μειώνουν τη ζήτηση. Τους πρώτους πέντε μήνες του 2023, οι νέες παραγγελίες στον κύριο τομέα των κατασκευών μειώθηκαν κατά 14,7% σε ετήσια βάση σε ημερολογιακούς και προσαρμοσμένους σε τιμές (πραγματικούς) όρους. Ο αριθμός των οικοδομικών αδειών μειώθηκε κατά 27% συγκριτικά με το προηγούμενο έτος.
Αυξημένα επιτόκια
Τα υψηλά επιτόκια με τα οποία οι κεντρικές τράπεζες επιδιώκουν να περιορίσουν τον πληθωρισμό καθιστούν τα δάνεια ακριβότερα για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές. Μεταξύ άλλων αυτό επηρεάζει και την αγορά ακινήτων, επιβραδύνοντας την οικονομία. Ωστόσο όπως τονίζει ο Μόριτς Σούλαρικ, πρόεδρος του Ινστιτούτου του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία (IfW), η σύνδεση της αδύναμης ανάπτυξης της Γερμανίας μονάχα με την πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι πολύ κοντόφθαλμη. «Αυτό αποδεικνύεται και από την πορεία άλλων ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες αναπτύσσουν μία μεγαλύτερη οικονομική δυναμική».
Σε μεγάλο βαθμό εύρωστη αγορά εργασίας
Εν αντιθέσει με το διάστημα 2002-2006, όταν οι άνεργοι ξεπερνούσαν κατά πολύ τα τέσσερα εκατομμύρια και τα ποσοστά ανεργίας έφταναν το 13%, η αγορά εργασίας είναι μέχρι στιγμής σε μεγάλο βαθμό εύρωστη. Ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε κατά 11.000 τον Ιούνιο συγκριτικά με τον Μάιο, φτάνοντας τα 2,555 εκατομμύρια. Ωστόσο το επιτόκιο παρέμεινε αμετάβλητο στο 5,5%. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ifo, σχεδόν όλοι οι τομείς γίνονται πιο επιφυλακτικοί όσον αφορά την πρόσληψη νέου προσωπικού.
Δομικά προβλήματα
Για πολλά χρόνια, το γερμανικό οικονομικό μοντέλο θεωρούνταν επιτυχημένο: εισαγωγή φθηνής (ρωσικής) ενέργειας και ενδιάμεσων προϊόντων, εξαγωγές προϊόντων υψηλής ποιότητας στον κόσμο. Ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι συνέπειές του αναδεικνύουν τώρα προβλήματα που ήδη επιβάρυναν τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης. Η γερμανική οικονομία, με το σχετικά υψηλό μερίδιο της ενεργοβόρας βιομηχανίας, ταλαιπωρείται από την ακριβή ενέργεια, την περιττή γραφειοκρατία, τους υψηλούς φόρους και την έλλειψη ειδικευμένων εργαζομένων.
«Μεγάλα τμήματα της οικονομίας μας δεν έχουν εμπιστοσύνη ότι οι επενδύσεις θα αποδώσουν λόγω του υψηλού κόστους και των ενίοτε αντιφατικών κανονισμών που ισχύουν στη Γερμανία ως τόπο εγκατάστασης επιχειρήσεων», δήλωσε προσφάτως ο πρόεδρος του Γερμανικού Βιομηχανικού και Εμπορικού Επιμελητηρίου, Πέτερ Άντριαν στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Διεθνής ανταγωνιστικότητα
Σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο της ING Κάρστεν Μπρζέσκι, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας είχε ήδη επιδεινωθεί πριν από την πανδημία. «Οι αναταράξεις στην αλυσίδα εφοδιασμού, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση έχουν αποκαλύψει τις διαρθρωτικές αδυναμίες του γερμανικού οικονομικού μοντέλου και έρχονται να προστεθούν στην ήδη αδύναμη ψηφιοποίηση, τις καταρρέουσες υποδομές και τις δημογραφικές αλλαγές».
Ο Κρίστιαν Ρούσε του Γερμανικού Ινστιτούτου Επιχειρήσεων, το οποίο πρόσκειται στους εργοδότες, έχει παρόμοια άποψη, τονίζοντας πως πολλά προβλήματα είναι εγχώρια, συμπεριλαμβανομένων των υψηλών εταιρικών φόρων, της ανεξέλεγκτης γραφειοκρατίας και των προβληματικών υποδομών.
Πηγή: Deutsche Welle