Κόντρα έχει ξεσπάσει στη Γερμανία μεταξύ της Άνγκελα Μέρκελ και των κυβερνήσεων των ομόσπονδων κρατιδίων. Χαρακτηριστική ήταν η προειδοποίηση της Γερμανίδας Καγκελαρίου ότι εάν δεν εφαρμόσουν τα μέτρα που έχουν συμφωνηθεί για τον περιορισμό της διασποράς του κορονοϊού, τότε θα παρέμβει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση για να τα επιβάλει. Η “απειλή” αυτή ήταν αρκετή για να προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων.
Υπέρ ενός αυστηρότερου lockdown διάρκειας 2 ή 3 εβδομάδων τάχθηκαν τόσο ο υπουργός Υγείας Γενς Σπαν όσο οι γιατροί των ΜΕΘ που βλέπου το σύστημα υγείας της χώρας να πιέζεται. Και ο υπουργός Εσωτερικών Χορστ Ζεεχόφερ ζήτησε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο περιορισμό για τις επόμενες δύο εβδομάδες. Τόνισε ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πρέπει να πάρει τώρα το πηδάλιο, προτείνοντας μάλιστα να γίνει πιο συγκεκριμένος ο νόμος περί προστασίας από επιδημίες είτε να θεσπιστεί νέα νομοθεσία, με την οποία θα ρυθμίζεται με ακρίβεια τι πρέπει να συμβεί σε κάθε περίπτωση. “Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είχε πάντα τη νομοθετική αρμοδιότητα σε αυτόν τον τομέα. Πρέπει απλώς να την χρησιμοποιήσει”, δήλωσε ο κ. Ζεεχόφερ, ενώ χαρακτήρισε λανθασμένη τη διαχείριση της πανδημίας μέσω τηλεδιασκέψεων με τους Πρωθυπουργούς των κρατιδίων και είπε δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η διαδικασία.
“Τέλος οι τηλεδιασκέψεις”
Υπέρ της ενίσχυσης της εξουσίας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης τάσσεται και ο Πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Ζέντερ (CSU), επισημαίνοντας ότι στην περίπτωση της πανδημίας το κεντρικό κράτος θα πρέπει να υποχρεώνει τα κρατίδια να έχουν σαφείς κανόνες. Να γίνει με φυσική παρουσία και όχι μέσω τηλεδιάσκεψης η επόμενη σύσκεψη της Άνγκελα Μέρκελ και των Πρωθυπουργών των κρατιδίων ζήτησε ο Πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας και αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) ‘Αρμιν Λάσετ. Σημείωσε μάλιστα ότι το ίδιο επιθυμεί και το προεδρείο του CDU, προκειμένου να μην επαναληφθούν τα όσα συνέβησαν την προηγούμενη Δευτέρα. Αυτό που είχε συμβεί ήταν η τηλεδιάσκεψη να ξεκινήσει στις 15:30 και να διακοπεί στις 18:30 με την Μέρκελ να καταγγέλλει κάποιους από τους συνομιλητές της για “υπερβολική χαλαρότητα”. Η τηλεδιάσκεψη τελικά συνεχίστηκε τα μεσάνυχτα και ολοκληρώθηκε στις 3:00 τα ξημερώματα. Σημειώνεται ότι στον Λάσετ είχε αναφερθεί εμμέσως πλην σαφώς η Μέρκελ όταν καταδίκασε όσες τοπικές κυβερνήσεις σχεδιάζουν οποιαδήποτε χαλάρωση των μέτρων.
“Με ενοχλεί η απειλή”
Αιχμές κατά της Καγκελαρίου άφησε και ο Πρωθυπουργός της Θουριγγίας Μπόντο Ράμελο (Αριστερά), ο οποίος πάντως έχει ταχθεί υπέρ της αυστηροποίησης των περιορισμών. “Λυπάμαι πολύ όταν ακούω κάποιον να λέει τι θα μπορούσε να γίνει, αλλά ο ίδιος να μην κάνει τίποτα. Με ενοχλεί που στήνει (ενν. η Καγκελάριος) σκηνικό απειλής”, είπε χαρακτηριστικά στο RND ο κ. Ράμελο.
Ενδεικτικές του κλίματος που επικρατεί ήταν και οι δηλώσεις του επικεφαλής του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Ifo του Μονάχου Κλέμενς Φούστ. Ο γνωστός οικονομολόγος άσκησε κριτική στην Μέρκελ για τη “στάση αναμονής” που τηρεί και ζήτησε άμεση επιβολή “σκληρού πασχαλινού lockdown” διάρκειας δύο εβδομάδων. “Με τις πασχαλινές διακοπές έχουμε ένα “παράθυρο” χρόνου, κατά τη διάρκεια του οποίου τα παιδιά δεν πηγαίνουν ούτως ή άλλως στο σχολείο. Το γιατί λοιπόν δεν το αξιοποιεί κανείς αυτό αποφασιστικά, προκειμένου να περιορίσει τον αριθμό των κρουσμάτων, μου είναι ακατανόητο” είπε ο Φούστ και τόνισε ότι σε μια έκτακτη κατάσταση θα περίμενε κανείς από την αρχηγό της κυβέρνησης να προχωρούσε η ίδια μπροστά.
“Το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει θα ήταν να καλέσει ήδη σήμερα τους Πρωθυπουργούς και να λάβουν μαζί αποφάσεις, οι οποίες θα έχουν πραγματικό αποτέλεσμα. Η πορεία της κυβέρνησης απλώς παρατείνει την ανασφάλεια και αυξάνει τα προβλήματα” συμπλήρωσε.
Πάντως, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Ζάιμπερτ, παρά τις διαδοχικές ερωτήσεις που δέχθηκε από δημοσιογράφους, δεν σχολίασε τις δηλώσεις Μέρκελ. Αρνήθηκε “να ερμηνεύσει συνέντευξη 60′ λεπτών της Καγκελαρίου” και τόνισε ότι για την ώρα δεν υπάρχει σχέδιο για νέα διαβούλευση μεταξύ Καγκελαρίας και κρατιδίων. Ταυτόχρονα, έστειλε σαφές μήνυμα ότι προς τα κρατίδια, ότι πρέπει να εφαρμόσουν όσα έχουν υποσχεθεί.