Οι κάλπες ελλοχεύουν κάτω από τον «πάγκο»

«Επειδή πολύς λόγος γίνεται για πιθανό επικείμενο ανασχηματισμό αξίζει μία –ίσως δυσάρεστη για πολλούς– επισήμανση. Η κυβερνώσα παράταξη δεν έχει και τον μεγαλύτερο δυνατό «πάγκο». Σ. Παπαντωνίου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 13/5/2020

Σύμφωνα με τον κύριο Παπαντωνίου, εντελώς ξαφνικά, η «κυβέρνηση των τεχνοκρατών», η κυβέρνηση που αντιμετώπισε με ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα την πανδημία, έμεινε από «πάγκο». Τι έγινε; Η κοινοβουλευτική ομάδα, με διπλάσιο αριθμό βουλευτών, –οι περισσότεροι νέοι επιλογής του Πρωθυπουργού-, αλλά και δοκιμασμένοι και επιτυχημένοι υπουργοί των κυβερνήσεων Σαμαρά και Καραμανλή που παραμένουν στο «ψυγείο», δεν επαρκούν; Τι οδηγεί στην διαπίστωση του πολιτικού «ελλείμματος» ώστε, εν κατακλείδι, να «υποδεικνύεται» ότι: «…ο Μητσοτάκης έχει δύο δεξαμενές να κοιτάζει. Αφενός την αξιοποίηση στελεχών από άλλους πολιτικούς χώρους, αφετέρου την ανάδειξη νέων δικών του κεντροδεξιών στελεχών»(Σ. Παπαντωνίου);

Η πρόθεση είναι προφανής, προετοιμασία της κοινής γνώμης –αλλά ενδεχομένως και πίεση στον Πρωθυπουργό- για την διεύρυνση από «άλλους πολιτικούς χώρους», και συγκεκριμένα, για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, από το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ. Είναι φανερό όμως, ότι ο ανασχηματισμός σε συνδυασμό με την επιχειρούμενη «διεύρυνση» ανοίγουν τον δρόμο για τις κάλπες.

Το πολιτικό κεφάλαιο που αποκόμισε ο Πρωθυπουργός και η κυβέρνηση από την αντιμετώπιση της πανδημίας κάθε άλλο παρά σταθερό είναι. Η επερχόμενη οικονομική κρίση και τα μεγάλα προβλήματα που θα δημιουργήσει στους πολίτες θα το εξανεμίσουν σύντομα. Ακόμα και αν η κυβέρνηση δεν προχωρήσει σε νέες περικοπές και φορολογικές επιβαρύνσεις, πράγμα μάλλον απίθανο, η ύφεση και η ανεργία θα πλήξουν την κοινωνία, οδηγώντας σε νέα υποβάθμιση το βιοτικό επίπεδο. Ήδη ο Υπουργός Οικονομικών με δηλώσεις του προδιαγράφει το άμεσο μέλλον: «Δυστυχώς η ανεργία θα αυξηθεί, η οικονομία θα βρεθεί σε βαθιά ύφεση, το χρέος θα αυξηθεί, το μέσο διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών θα συρρικνωθεί»(Χ. Σταϊκούρας, ΟΠΕΝ, 18/5).

Βεβαίως το πιθανότερο είναι ότι θα ληφθούν μέτρα που θα περιορίζουν ακόμα περισσότερο τους μισθούς και τις συντάξεις. Όμως αυτά ούτε εξαγγέλλονται –εξαίρεση αποτέλεσε ο Καραμανλής το 2009- ούτε λαμβάνονται πριν από τις εκλογές. Επομένως, μέσα από την πολιτική «ομίχλη», προβάλλουν όλο και πιο έντονα οι κάλπες.

Άλλωστε, ήδη από το περασμένο Φθινόπωρο, κυβερνητικά στελέχη μιλούσαν για διπλές εκλογές σε περίπτωση «αδιεξόδου» από την μη επίτευξη «λύσης πακέτο». Δηλαδή μιας συμφωνίας –προφανώς μεταξύ ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και Ν.Δ.- η οποία θα εξασφάλιζε άμεση κατάργηση της απλής αναλογικής, παρέχοντας προφανώς κάποια ανταλλάγματα μεταξύ των οποίων και η Προεδρία της Δημοκρατίας. Τελικά ο εκλογικός νόμος δεν ήταν δυνατόν να συγκεντρώσει τους, απαιτούμενους, 200 βουλευτές ακόμα και αν το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και η Ν.Δ. συμφωνούσαν στην μορφή της ενισχυμένης αναλογικής την οποία πρότειναν. Επομένως, στις προϋπάρχουσες προθέσεις και επιθυμίες ορισμένων κύκλων, ήρθαν να προστεθούν τα νέα δεδομένα τα οποία ενίσχυσαν την εικόνα του Πρωθυπουργού και της κυβέρνησης δημιουργώντας όμως, ταυτοχρόνως, δυσμενείς προοπτικές για το μέλλον.

Είναι λοιπόν προφανείς οι λόγοι, πέρα από τους κατά περίπτωση προσωπικούς, για τους οποίους το «λόμπυ» που τάσσεται υπέρ της διεξαγωγής νέων εκλογών έχει ενισχυθεί το τελευταίο διάστημα.

Ήδη διαμορφώνεται το «άλλοθι» που θα προβληθεί σύμφωνα με το οποίο είναι αναγκαίες οι νέες εκλογές επειδή η πανδημία δημιούργησε νέες συνθήκες οι οποίες καθιστούν ανεφάρμοστο το πρόγραμμα της κυβέρνησης που είχε εγκριθεί από τους πολίτες το 2019. Επομένως απαιτείται ένα νέο πρόγραμμα το οποίο θα τεθεί υπό την κρίση του εκλογικού σώματος. Βεβαίως πρόκειται για ευλογοφανές μεν πλην όμως άνευ ουσίας επιχείρημα γιατί και τα προεκλογικά κυβερνητικά προγράμματα είναι εν πολλοίς «εκθέσεις ιδεών» αλλά πολύ περισσότερο επειδή ελάχιστοι πολίτες ασχολούνται με αυτά. Με άλλα κριτήρια, η μεγάλη πλειοψηφία, προσέρχεται στις κάλπες. Αν δεν υπήρχε η απλή αναλογική είναι δεδομένο ότι η πιθανότητα διεξαγωγής εκλογών άμεσα θα είχε κερδίσει έδαφος. Όμως η διαδικασία των διπλών εκλογών αναγκάζει την πλειοψηφία αυτών που τις εισηγούνται να τις μεταθέτουν για τον Σεπτέμβριο, παρά το γεγονός ότι λόγω των συνθηκών θα έχουν μειωθεί τα κέρδη από την διαχείριση της πανδημίας.

Προκύπτει ένα ερώτημα: αν πρόκειται να γίνουν εκλογές τον Σεπτέμβριο τι θα προσφέρει ένας ανασχηματισμός τώρα, όταν είναι δεδομένο ότι οι νέοι υπουργοί δεν θα προλάβουν καν να καθίσουν στις καρέκλες τους; Επιπλέον ποίες σκοπιμότητες θα εξυπηρετούσε η επιχειρούμενη διεύρυνση; Γιατί να δημιουργηθεί ένταση στις σχέσεις της Ν.Δ. με το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ η οποία θα απομακρύνει ακόμα περισσότερο την προοπτική οποιασδήποτε μετεκλογικής συνεργασίας; Η απάντηση βρίσκεται ακριβώς σε αυτό το τελευταίο.

Η κυβέρνηση θέλει να αποκλείσει το ενδεχόμενο κυβέρνησης συνεργασίας η οποία θα αποτελούσε εμπόδιο για τη διεξαγωγή επαναληπτικών εκλογών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι εκλογές θα γίνουν με το σύστημα της απλής αναλογικής. Είναι δεδομένο ότι, ακόμα και τώρα να διεξάγονταν οι εκλογές, η Ν.Δ. δεν επρόκειτο να εκλέξει 151 βουλευτές. Αν τότε «προσφερόταν» η λύση της συγκυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ –κάτι ιδιαίτερα πιθανό αφού για το «κίνημα» ουσιαστικά αυτό θα αποτελούσε ανάσα ζωής- θα δυσκολευόταν να αιτιολογήσει τις επαναληπτικές εκλογές. Αν επέμενε στην πραγματοποίησή τους το πιο πιθανό είναι ότι θα είχε κόστος. Αν, από την άλλη, αποδεχόταν την πρόταση, πέραν του ότι θα περιερχόταν σε «ομηρία», θα βοηθούσε και στην δημιουργία των προϋποθέσεων για την επιβίωση ενός αντίπαλου πολιτικού φορέα που, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, είναι ουσιαστικά παροπλισμένος.

Η ένταξη λοιπόν στην κυβέρνηση μιας σειράς στελεχών από το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ θα δημιουργήσει την αναγκαία ένταση μεταξύ των δύο κομμάτων ώστε να καταστήσει ουσιαστικά ανέφικτο ένα ενδεχόμενο μετεκλογικής κυβερνητικής συνεργασίας. Η προσχώρηση ορισμένων στελεχών της «εκσυγχρονιστικής» πτέρυγας, αν και τα προς το παρόν αναφερόμενα ονόματα δεν ανήκουν στα πρωτοκλασάτα, ανοίγει τον δρόμο για τις προσχωρήσεις και των τελευταίων είτε με την συμμετοχή τους στους εκλογικούς συνδυασμούς της Ν.Δ. είτε με την «αξιοποίησή» τους στην συνέχεια. Γιατί είναι δεδομένο ότι η «εκσυγχρονιστική» πτέρυγα δεν έχει πολιτικό μέλλον στο ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ αφού μοιραία η «θητεία» στην αντιπολίτευση θα φέρνει όλο και περισσότερο το «Κίνημα» στην «αυλή» του ΣΥΡΙΖΑ. Από το άλλο μέρος και για τους εκσυγχρονιστές η «μετοικεσία» είναι μονόδρομος. Το κόμμα τους διαρκώς θα ολισθαίνει στις γνώριμες λεωφόρους του λαϊκισμού και της «προοδευτικής» αερολογίας ενώ το «βαθύ ΠΑΣΟΚ» όσο το κόμμα θα καρκινοβατεί εκλογικά θα ενισχύεται.

Χρήζει βέβαια αποσαφήνισης το τι εννοεί ο «ποιητής» με το δεύτερο σκέλος της πρότασης. Την ανάδειξη δηλαδή από τον Πρωθυπουργό «νέων δικών του κεντροδεξιών στελεχών». Τα στελέχη είναι «δικά του» ή της παράταξης; Όταν ο Έβερτ στην αρχή και μετά ο Καραμανλής έκανε Ευρωβουλευτή και στην συνέχεια Υπουργό τον έναν εκ των αντιπροέδρων της κυβέρνησης δημιούργησαν «δικό τους» στέλεχος ή της παράταξης; Όταν ο Σαμαράς έκανε Υπουργό τον έτερο εκ των αντιπροέδρων δημιούργησε «δικό του» στέλεχος ή του κόμματος; Όταν ο Καραμανλής το 2009 έκανε Ευρωβουλευτή σημερινό Υφυπουργό -γνωρίζοντας καλά ότι δεν ήταν «δικός του»- το έκανε προς όφελος της παράταξης ή όχι; Βεβαίως κάθε ηγέτης και κάθε Πρωθυπουργός προφανώς απαιτείται να χρησιμοποιεί τα στελέχη που πιστεύει ότι θα υλοποιήσουν το κυβερνητικό πρόγραμμα με τον καλύτερο τρόπο. Προς όφελος του Έθνους, του Δημοσίου Συμφέροντος και της κοινωνίας. Αυτό οφείλει να είναι το κριτήριο και όχι το ποιος είναι τίνος και με ποιόν. Αυτά τα δεύτερα κριτήρια μόνο μικρόνοια και ηγετική ανεπάρκεια μαρτυρούν.

Το 1958 μια ομάδα βουλευτών εναντιώθηκε στον Κωνσταντίνο Καραμανλή προκαλώντας την ανατροπή της κυβέρνησης. Πρωτοκλασάτα στελέχη μεταξύ των οποίων οι Π. Κανελλόπουλος, Γ. Ράλλης, Π. Παπαληγούρας συμμετείχαν. Αυτό δεν εμπόδισε τον Καραμανλή να τους χρησιμοποιήσει πάλι ως κορυφαίους συνεργάτες όχι επειδή ήταν «δικοί του» αλλά επειδή έκρινε ότι ήταν χρήσιμοι για τον τόπο.

Το 1998 κύκλοι της Ν.Δ. επιχειρούσαν να υπονομεύσουν την ηγεσία του Κώστα Καραμανλή αναγκάζοντάς τον να τους διαγράψει. Άνοιξε όμως πάλι την «αγκαλιά» της παράταξης επανεντάσσοντάς τους και δίνοντάς τους κεντρικό ρόλο κατ’ αρχήν στη λειτουργία του κόμματος και εν συνεχεία στις κυβερνήσεις του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε ο Γ. Σουφλιάς αναδεικνυόμενος ως ένας εκ των κορυφαίων υπουργών των κυβερνήσεων 2004-2009. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι κύριοι Κοντογιαννόπουλος και Μάνος, οι οποίοι δοκίμασαν την τύχη τους, ο πρώτος μετεωριζόμενος –με το νεοφιλελεύθερο αερόπλοιο του- μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., ο δεύτερος εντασσόμενος ολοκληρωτικά το ΠΑΣΟΚ των «εκσυγχρονιστών».

Στην «ίδια ρότα» με τους 6 βρισκόταν και ο Δ. Αβραμόπουλος το 2000, -όταν η Ν.Δ. έχασε της εκλογές για κλάσμα της μονάδας- αρνούμενος την συμμετοχή του στο κόμμα που τον είχε αναδείξει από το μηδέν. Αυτό δεν εμπόδισε τον Καραμανλή όχι απλά να τον επανεντάξει στο κόμμα –όταν προσωπικά είχε εξασφαλίσει την νίκη και την πρωθυπουργία- αλλά και να τον χρησιμοποιήσει σε ένα από τα κρισιμότερα υπουργεία. Δεν το έκανε επειδή ήταν «δικός του» -αφού αποδεδειγμένα δεν ήταν- αλλά επειδή θεωρούσε ότι εξυπηρετούσε το Δημόσιο Συμφέρον και την κοινωνία.

Προβλήθηκε, ιδιαίτερα τους πρώτους μήνες της σημερινής κυβέρνησης, το μοντέλο του «επιτελικού κράτους». Για πολλούς αποτελεί μια μορφή Προεδρικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας στην οποία όλος ο έλεγχος ασκείται από το εκτεταμένο δίκτυο των συνεργατών του Πρωθυπουργικού Γραφείου περιορίζοντας την αυτονομία δράσης, αλλά και τις ευθύνες των Υπουργών. Αποδίδεται στον Υπουργό Εργασίας ότι, «αμυνόμενος» για το φιάσκο των vouchers σχετικά με την διαδικτυακή «εκπαίδευση» των επιστημόνων, στους διαδρόμους της Βουλής «διακήρυσσε» ότι ψήφισε «ό,τι του έδωσαν».

Το «επιτελικό κράτος» δεν είναι μύθος ούτε του «κίτρινου» τύπου ούτε της αντιπολίτευσης. Είναι μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα προβεβλημένη από τον φιλικό τύπο και από την ίδια την κυβέρνηση. Σε αυτό, αλλά και στην κυβέρνηση, ο Πρωθυπουργός έχει αξιοποιήσει -έχοντας την τελική ευθύνη για το συνολικό κυβερνητικό έργο- πλήθος νέων στελεχών. Έχει ασφαλώς την δυνατότητα και την ευχέρεια να χρησιμοποιήσει και όσους άλλους νομίζει. Αλλά σε τελική ανάλυση οι ηγέτες κρίνονται από την προσφορά τους στον τόπο. Ούτε από τις εκλογικές νίκες, ούτε από τις «διευρύνσεις» ούτε από τον «πάγκο» της «ομάδας τους».

Ο Καραμανλής δεν χαρακτηρίζεται Εθνάρχης επειδή κέρδισε 5 εκλογικές νίκες κυβερνώντας 14 χρόνια. Ούτε γιατί αξιοποίησε διακεκριμένα στελέχη του Κέντρου(Κ. Μητσοτάκης, Α. Κανελλόπουλος, κ.λπ.) αλλά για την προσφορά του στην χώρα. Την σταθερότητα, την ανάπτυξη, την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, την ένταξη στην Ε.Ε.

Είναι λοιπόν προφανές ότι ο ανασχηματισμός, αλλά κυρίως η συνυφασμένη «διεύρυνση» -στο βαθμό που θα υλοποιηθούν προς την «υποδεικνυόμενη» κατεύθυνση- οδηγούν σε πρόωρες εκλογές. Γιατί κάτω από την ανεπάρκεια του «πάγκου» που εκτιμά ο δημοσιογράφος της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ελλοχεύουν οι κάλπες.

Αντωνάκος Αντώνης
21-05-2020
antonakosantonis@gmail.com
http://www.antonakos.edu.gr

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.