Του Βασίλη Γαλούπη
Μια απλή επίσκεψη σε οποιοδήποτε συνοικιακό σούπερ μάρκετ αρκεί για να διαπιστώσει ο κάθε πολίτης ότι η τιμή του ελαιολάδου έχει εκτοξευθεί στα 11-13,5 ευρώ ανά λίτρο. Η αναζήτηση σε γνωστή πλατφόρμα για μια από τις πιο δημοφιλείς μάρκες συσκευασμένου ελαιολάδου στην χώρα μας αποδεικνύει εύκολα το ράλι ανόδου. Αυτή η ξέφρενη κούρσα ακρίβειας θεωρείται πρωτοφανής ακόμα και για επαγγελματίες που ασχολούνται με τον κλάδο 30-40 χρόνια.
Στις 18 Οκτωβρίου 2021 μια συσκευασία 4 λίτρων εξαιρετικού παρθένου ελαιόλαδου κόστιζε 19,83 ευρώ. Η ίδια ποσότητα της ίδιας μάρκας πωλείτο στις 18 Οκτωβρίου 2022 στα 26,99 ευρώ. Σήμερα στοιχίζει 53,8 ευρώ. Ανάλογες αυξήσεις διαπιστώνονται σε όλες τις μάρκες.
Το ράλι φαίνεται να έχει αφετηρία τον Φεβρουάριο 2023, όταν ξαφνικά εκτινάχθηκε από τα 27 στα 35 ευρώ η 4λιτρη συσκευασία. Έκτοτε οι τιμές συνεχίζουν διαρκώς αυξανόμενες.
Η έρευνα των Data Journalists είχε δυο στοχεύσεις. Την εξήγηση για τα αίτια της ακρίβειας στο ελαιόλαδο αλλά και την απάντηση σε ένα εύλογο ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν το ίδιο λάδι της περσινής παραγωγής να εξακολουθεί να έχει μέχρι σήμερα τέτοιες διακυμάνσεις;
Στην αρχή του χρόνου το ελαιόλαδο έφευγε από τον παραγωγό με 4 ευρώ το λίτρο και ο καταναλωτής το αγόραζε στο σούπερ μάρκετ με 8 ευρώ. Είναι, όμως, το λάδι της ίδιας – περσινής – παραγωγής που φεύγει σήμερα με 8 ευρώ από τον παραγωγό για να φτάσει στην λιανική στα 11-13,5 ευρώ.
Συνομιλώντας με ανθρώπους όλης της αλυσίδας του ελληνικού ελαιολάδου προκύπτει το κοινό συμπέρασμα πως το σπιράλ ξεκίνησε από τις κακές προβλέψεις, λίγο πριν την άνοιξη, για το ισπανικό ελαιόλαδο. Οι αρνητικές εκτιμήσεις για την φετινή παραγωγή της κορυφαίας ελαιοπαραγωγικής δύναμης της Ευρώπης και η ταυτόχρονη μείωση των περσινών αποθεμάτων, προκάλεσε διάχυση του φόβου και στις άλλες χώρες της Μεσογείου.
Η αύξηση των τιμών, αρχικά από την «υπερδύναμη» του ελαιολάδου Ισπανία, ταρακούνησε όλο το άτυπο «χρηματιστήριο» λαδιού. Έκτοτε φαίνεται πως ο έλεγχος χάθηκε. Η ανησυχία χτύπησε άμεσα τον πρώτο κρίκο, τους παραγωγούς. Ακολούθησαν και οι υπόλοιποι κρίκοι της αλυσίδας, με τελευταίο τον αποδέκτη του προϊόντος, καταναλωτή.
Ο Νίκος Κουτσούκος είναι Χημικός Msc, Σύμβουλος Ποιότητας Επιχειρήσεων Ελαιοκομικού Τομέα και Πρόεδρος του Σχολείου Ελιάς & Ελαιολάδου Καλαμάτας, που φιλοξενείται σε χώρο του Επιμελητηρίου Μεσσηνίας, με συνδρομή και της Περιφέρειας Πελοποννήσου. «Η τιμή παραγωγού πέρυσι τέτοια εποχή ήταν, χοντρικά, 4 ευρώ και αυτή τη στιγμή είναι κοντά στα 8. Έχουμε μια αύξηση του κόστους στον παραγωγό, της τάξεως του 100%. Όλοι παίρνουν κομμάτια από αυτή την αύξηση. Για παράδειγμα, ο εργάτης που έπαιρνε 45-50, θα πάρει 60-65 ευρώ. Οι γεωργικές ασχολίες είναι πλέον με τα καινούργια κοστολόγια. Ανεβαίνουν, δηλαδή, τα κόστη και του παραγωγού, διότι όλο το σύστημα προσπαθεί να εκμεταλλευτεί αυτή τη συγκυρία», μας λέει και προσθέτει:
«Υπάρχει ένας κύκλος μετά την παραγωγή του ελαιολάδου, κι αναφερόμαστε πάντα στο εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο. Ένα μεγάλο μέρος μένει για ιδία κατανάλωση. Ένα μέρος του ελαιολάδου που θα είναι διαθέσιμο περνάει σε έναν κύκλο του εμπόρου και του τυποποιητή. Ο έμπορος είτε θα το δώσει στο εσωτερικό για τυποποίηση, είτε στο εξωτερικό. Ανάλογα με το τι τον συμφέρει. Ο παραγωγός πουλάει στην αρχή ένα μέρος της παραγωγής για να μπορέσει να καλύψει τα έξοδά του. Δεν γίνεται να τα έχει όλα στοκαρισμένα».
Γιώργος Οικονόμου: Κάποιοι φρόντισαν ή πρόβλεψαν ή σπεκουλάρισαν και κράτησαν ποσότητες
Για την έρευνά μας επικοινωνήσαμε και με τον Γενικό Διευθυντή του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιήσεως Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ), Γιώργο Οικονόμου:
«Όσοι είχαν ελαιόλαδα μήνα Φεβρουάριο – Μάρτιο – Απρίλιο σίγουρα δεν είναι οι τυποποιητές. Είναι οι έμποροι, κάποιοι μεγάλοι παραγωγοί, οι συνεταιρισμοί, τα ελαιοτριβεία. Όταν διαμορφώθηκε η κατάσταση και είδαν την έλλειψη προσφοράς από τις άλλες χώρες κι ότι άρχισαν να τελειώνουν τα αποθέματα στην Ισπανία και την Ιταλία κάποιοι φρόντισαν ή πρόβλεψαν ή σπεκουλάρισαν και κράτησαν ποσότητες. Εφόσον δεν τις πούλησαν προσέβλεπαν στην προοπτική της αύξησης της τιμής. Θα μπορούσαν, βέβαια, και να την πατήσουν. Θα μπορούσαν ακόμα και τώρα αν η παραγωγή της Ισπανίας βελτιωνόταν και ξεχειλίζαμε σε λάδι, η τιμή να έπεφτε ξανά στα 4 ευρώ».
Ο κ. Οικονόμου κάνει λόγο και για πληροφορίες που έχει συλλέξει το τελευταίο διάστημα: «Σύμφωνα με πληροφορίες υπάρχουν κάποιοι μεγαλοπαραγωγοί που λένε έχω 20 τόνους στην αποθήκη, όποιος μού δώσει 10 ευρώ, αύριο το φορτώνει. Όταν κάποιος έχει το προϊόν και δεν έχει ανάγκη να ρευστοποιήσει, θα το ψάξει. Θα το πιέσει. Ανάλογα πάντα με το πόσο το χρειάζεται ο άλλος. Και ποιος είναι ο άλλος; Κάποια μεγάλη εταιρεία η οποία έχει υπογράψει συμβόλαια σε τρίτες χώρες κι αν δεν τα ικανοποιήσει, έχει ρήτρες».
Η συνέντευξη του Γιώργου Οικονόμου στους Data Journalists
Οι τρέχουσες τιμές, οι εισαγωγές και οι εξαγωγές
Η Ελλάδα είναι σταθερά μέσα στην 5άδα της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου. Οι άλλες «δυνατές» χώρες είναι Ιταλία, Ισπανία, Μαρόκο και Τυνησία, ενώ ακολουθεί η Πορτογαλία. Ανερχόμενη θεωρείται πλέον και η Τουρκία. Όλες οι ελαιοπαραγωγικές χώρες φαίνεται να αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα.
Στην Ισπανία το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο πλέον φεύγει από τον παραγωγό με τιμή στα 8,15 ευρώ, στην Ιταλία έχει φτάσει στα 8,70 ευρώ, στην Τυνησία στα 7,90, ενώ στην χώρα μας βρίσκεται κοντά ή λίγο πάνω από τα 8 ευρώ.
«Είναι κρίμα που έχει αποτελέσει αντικείμενο πολιτικών αντιπαραθέσεων αυτό το θέμα. Είναι ένας τομέας που δεν είναι ολιγοπωλιακός. Αν ήταν ολιγοπωλιακός θα έλεγα ότι κάποιο κύκλωμα θα δούλεψε», μας λέει ο Γενικός Διευθυντής του ΣΕΒΙΤΕΛ: «Το σίγουρο είναι ότι αυτό που έχει συμβεί είναι πρωτοφανές. Είναι μια συγκυρία ξεκινώντας από την Ισπανία, την χώρα με τη μεγαλύτερη παραγωγή. Μόλις το 3% της παγκόσμιας παραγωγής λιπαρών αφορά το ελαιόλαδο. Δεν είναι τόσο μεγάλη η ποσότητα. Όταν αυτή μικραίνει περισσότερο και τυγχάνει να μην υπάρχουν αποθέματα, τότε θα δημιουργηθεί μια τέτοια κατάσταση. Αργά ή γρήγορα θα εξομαλυνθεί η κατάσταση».
Ο κ. Οικονόμου κάνει λόγο για τρία σενάρια πιθανών λύσεων που, όμως, έχουν έτσι κι αλλιώς δυσκολίες: «Θα μπορούσαν να επιτραπούν οι εισαγωγές από τρίτες χώρες. Εκεί, όμως, χρειάζεται μια διαδικασία. Και το υπουργείο θα το δυσκολέψει πάντα. Δεύτερον, η απαγόρευση εξαγωγών. Ούτε αυτό μπορεί να γίνει. Το έχει κάνει η Τουρκία, το ανακοίνωσε αυτές τις ημέρες η Τυνησία και ακολουθεί και το Μαρόκο για να προστατεύσουν την εγχώρια κατανάλωση. Εντός ΕΕ, όμως, δεν είναι εύκολο να βάλεις τέτοιους φραγμούς στο ελεύθερο εμπόριο. Το τρίτο που ακούστηκε, που είναι να έχουμε να λέμε, είναι να μπει διατίμηση. Πώς να κάνεις διατίμηση; Και σε ποιο επίπεδο; Στην τελική φάση; Ποιος θα απαγορεύσει στον παραγωγό να το πουλάει στην τάδε ή δείνα τιμή;».
Νίκος Κουτσούκος: Μύθος ότι επανεισάγουμε το ελαιόλαδο
Συχνά κυκλοφορούν στα ΜΜΕ ειδήσεις ή σενάρια περί επανεισαγωγής του ελληνικού ελαιολάδου από την Ιταλία. Ο Νίκος Κουτσούκος κάνει λόγο για έναν μύθο:
«Είναι μύθος ότι στην Ελλάδα επανεισάγουμε ελαιόλαδο από την Ιταλία, που έχει αρχικά δοθεί από δική μας παραγωγή. Δεν έχουμε λόγο να εισάγουμε ελαιόλαδο. Αν θα γίνει θα είναι μεμονωμένα και στιγμιαία εφόσον υπάρχει έλλειμμα. Πάντα έχουμε πλεόνασμα, όμως. Ακόμα και σε μια κακή χρονιά, δεν αγοράζουμε απ’ έξω. Τα ελληνικά ελαιόλαδα πάνε στην Ιταλία κι ένα μέρος στην Ισπανία. Αλλά δεν ξαναγυρίζει εδώ το λάδι».
Όπως εξηγεί «το ελαιόλαδο στην Ιταλία είναι πιο ακριβό απ’ ό,τι είναι στην Ελλάδα. Δεν μας συμφέρει να αγοράσουμε ένα ακριβότερο ελαιόλαδο. Δεν έχει νόημα. Αυτοί τι κάνουνε; Επειδή τα λάδια μας έχουν συγκεκριμένο προφίλ και είναι πολύ καλά για να κινηθούν είτε αυτόνομα, είτε με άλλα λάδια δικά τους, έχουν τις αγορές και τα διοχετεύουν. Λειτουργούν περισσότερο εμπορικά οι Ιταλοί. Και από Ισπανούς παίρνουν κι από Τυνήσιους κι από Πορτογάλους. Στα πλαίσια του εμπορίου είναι αυτά».
Η συνέντευξη του Νίκου Κουτσούκου στους Data Journalists
Σχετικά με την φετινή σοδειά τονίζει: «Δεν έχουμε έλλειψη ελαιολάδου στην Ελλάδα. Και τώρα που ξέρουμε ότι έχουμε δύσκολη χρονιά, υπάρχουν κάποια ελαιόλαδα πίσω. Τώρα θα είμαστε τυχεροί αν έχουμε φέτος την μισή παραγωγή από πέρυσι, δηλαδή γύρω στους 150.000 τόνους. Άρα με κάπως μικρότερη κατανάλωση, αφού έχει ακριβύνει το προϊόν, θα μείνει σχεδόν η μισή παραγωγή για εξαγωγή».
Στην χώρα μας παράγονται συνήθως 300-350.000 τόνους ετησίως. Στην εγχώρια κατανάλωση διοχετεύονται οι 100.000 εξ’ αυτών.
Τον ρωτήσαμε για την διακύμανση των τιμών: «Η χρονιά όπως ξεκινάει έχει πάντα μια πρόβλεψη. Όπως στο χρηματιστήριο. Κι ανάλογα κινείσαι. Φέτος το ελαιόλαδο κάθε εβδομάδα μπορεί να έχει και διαφορετική τιμή. Αυτό δεν είναι υγιές για το προϊόν. Οι αγορές θέλουν κάτι πιο σταθερό. Ξεκινήσαμε με τα 4 ευρώ χοντρά – χοντρά πέρυσι τον Σεπτέμβριο, τα Χριστούγεννα ήταν γύρω στα 4.80-5 ευρώ στα μέσα της ελαιοκομικής περιόδου.
… Στη συνέχεια, τον Ιανουάριο του 2023, αρχίσαμε να βλέπουμε τις προβλέψεις της καινούργιας περιόδου, κυρίως στην Ισπανία που είναι ο μεγάλος παίκτης. Την Άνοιξη αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω όλες οι προβλέψεις παραγωγής της νέας χρονιάς. Μάλιστα, μετά την προηγούμενη που ήταν ήδη κακή. Αυτό από μόνο του ανατροφοδοτεί μεγαλύτερες αυξήσεις. Γύρω στο Πάσχα ήμασταν ήδη στα 6 ευρώ. Όλοι φοβήθηκαν. Η Ισπανία θα έχει χαμηλότερη παραγωγή λόγω καιρού, κυρίως εξαιτίας της ξηρασίας και των συνθηκών όταν έδενε ο καρπός. Το καλοκαίρι ανέβηκε στα 7 ευρώ και τον Ιούλιο φτάσαμε να είμαστε κοντά στα 8 ευρώ στον παραγωγό».
Η απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα
Για το κρίσιμο ερώτημα αν μπορεί να έχει πάρει νωρίς κάποιος χονδρέμπορος ή κάποιο μεγάλο σούπερ μάρκετ το περσινό ελαιόλαδο με 5 ευρώ και να το πουλήσει τώρα σα να το αγόρασε με 8, μάς λέει ο πρόεδρος του Σχολείου Ελιάς και Ελαιολάδου στην Καλαμάτα:
«Θεωρητικά θα μπορούσε να γίνει, αλλά δεν νομίζω ότι συμβαίνει. Είναι πολύ υψηλό το κόστος του χρήματος. Διότι αν κάποιος αγόραζε 100 τόνους με 500.000 ευρώ, τώρα θέλει κεφάλαιο 1 εκατ. ευρώ. Έχουμε πολλές παραμέτρους που μπαίνουν. Δεν νομίζω ότι κάποιος θα ρίσκαρε έτσι. Στην λιανική είναι πολύ δύσκολο. Ένας έμπορος που ήδη έχει λάδια θα μπορούσε μεμονωμένα να κάνει κάτι τέτοιο, αλλά και πάλι είναι δύσκολο. Πέρυσι τέτοια εποχή δεν θα μπορούσε κάποιος να προβλέψει ότι θα ανέβει τόσο η τιμή φέτος για να ενεργήσει έτσι. Διότι έπρεπε να υπάρξει διπλή κακή συγκυρία για να συμβεί αυτό που βλέπουμε. Έχεις, δηλαδή, μια χρονιά που ήταν κακή, το 2022, και μια επίσης κακή πρόβλεψη για το 2023».
Το ίδιο ερώτημα θέσαμε και στον κ. Οικονόμου: «Χωρίς να θεωρηθεί ότι απλά προστατεύω τον κλάδο της τυποποίησης, οι τυποποιητικές επιχειρήσεις δεν έχουν την δυνατότητα να στοκάρουν. Δεν υπάρχουν οι αποθηκευτικοί χώροι και δεν είναι και ο ρόλος τους αυτός. Αγοράζουν σταδιακά για να καλύψουν τις υποχρεώσεις ενός, ενάμιση μήνα. Μιλάμε, άλλωστε, για μικρές ποσότητες. Οι μεγάλες ποσότητες έχουν πωληθεί τον Ιανουάριο – Φεβρουάριο, όταν βγαίνει το λάδι. Έχουν γίνει και οι εξαγωγές. Ισπανοί και Ιταλοί πήραν τα λάδια μας στην πρώτη φάση. Δεν μπορούσε τότε να προβλέψει κανείς τι θα γίνει. Ήταν η ανάγκη που τους οδηγούσε. Τώρα, όποιος έχει λάδι, δεν το δίνει εύκολα. Είναι η αβεβαιότητα που οδηγεί όλο αυτό που συμβαίνει. Είχε προβλέψει κανείς έναν κακό χειμώνα ή μετά τέτοιες πυρκαγιές στον Έβρο που κι εκεί είχαμε ελαιόδεντρα ή και τις πλημμύρες στην Λάρισα;».
Αυτοί που μεσολαβούν από την παραγωγή μέχρι να φτάσει το προϊόν να τυποποιηθεί ώστε να είναι έτοιμο για τον καταναλωτή στο σούπερ μάρκετ είναι: Ο παραγωγός, το ελαιοτριβείο που μπορεί να εμπορεύεται ή όχι το λάδι, ο μεσάζοντας και η τυποποίηση.