Του Μιχάλη Ψύλου
psilosm@naftemporiki.gr
Θα μπορούσε να ήταν μια ιστορία επιτυχίας: Περισσότερες από επτά δισεκατομμύρια δόσεις εμβολίων έχουν χορηγηθεί παγκοσμίως. Από τότε που ξεκίνησε η εκστρατεία εμβολιασμού πριν από σχεδόν ένα χρόνο, περίπου το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού έχει εμβολιαστεί πλήρως κατά του Covid-19.
Ποτέ στο παρελθόν, τόσοι πολλοί άνθρωποι δεν εμβολιάστηκαν για να προστατευθούν από έναν επικίνδυνο ιό σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Και όμως! Ο αριθμός των νέων κρουσμάτων στην Ευρώπη έχει φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ αυτές τις μέρες, όπως και ο αριθμός των ασθενών με Covid-19 στα νοσοκομεία!
Την ίδια ώρα, κάτι άλλο θα μπορούσε επίσης να αποτελούσε ορόσημο στην ιστορία: Οι φαρμακευτικές εταιρείες παγκοσμίως είναι σε θέση να παράγουν τόσα πολλά εμβόλια, για να εμβολιαστεί τουλάχιστον το 40% του πληθυσμού σε κάθε χώρα μέχρι το τέλος του χρόνου, όπως ήταν ο στόχος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ).
Μόνο που η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική: Τα εμβόλια είναι εξαιρετικά άνισα κατανεμημένα στον πλανήτη: Ενώ το ποσοστό εμβολιασμού στις πιο πλούσιες χώρες είναι περίπου 73%, στις φτωχότερες είναι λίγο κάτω από το 5%! «Πρόκειται για «τρομακτική αδικία»,όπως λέει ο επικεφαλής του ΠΟΥ Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους. Ακόμη και μέσω της πρωτοβουλίας Covax, με την οποία οι περισσότερες χώρες υποσχέθηκαν να συνεισφέρουν οικονομικά και επίσης με δωρεά εμβολίων στις φτωχότερες, οι υποσχέσεις δεν τηρήθηκαν. Η Unicef λέει ότι από τις 1,3 δισεκατομμύρια δόσεις που συμφωνήθηκαν, μόνο 476 εκατομμύρια έχουν δοθεί μέχρι στιγμής σε φτωχότερες χώρες από την Covax. Ειδικά, οι αφρικανικές χώρες δεν έχουν λάβει σχεδόν τίποτα. Άλλες χώρες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να δεχτούν τα εμβόλια από την Κίνα ή τη Ρωσία, τα οποία, ωστόσο, είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματικά.
«Ζήτημα βλακείας»
«Δεν μιλάμε απλώς για ανηθικότητα, είναι επίσης και ζήτημα βλακείας», λέει ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες και εξηγεί: Αν ο ιός εξαπλωθεί σε περιοχές με χαμηλό ποσοστό εμβολιασμού, υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος να αναπτυχθούν μεταλλάξεις,για τις οποίες τα εμβόλια δεν θα βοηθήσουν πλέον. «Όλες οι προσπάθειες εμβολιασμού στις ανεπτυγμένες χώρες θα πάνε στον κάλαθο των αχρήστων», λέει ο επικεφαλής του ΠΟΥ. Αλλά ακόμη κι αν δοθούν τώρα εμβόλια στις φτωχές χώρες, τα προβλήματα δεν θα εκλείψουν, καθώς στις πλουσιότερες χώρες η αποτελεσματικότητα των εμβολίων έχει αρχίσει να μειώνεται έξι μήνες μετά τον δεύτερο εμβολιασμό, ειδικά στους ηλικιωμένους. Γι αυτό καθίσταται επιτακτική η τρίτη, ενισχυτική δόση!
Η Βαϊόλα Πρίζεμαν, ειδικός στο γερμανικό ινστιτούτο Max Planck συνιστά ιδιαίτερα γρήγορους ενισχυτικούς εμβολιασμούς για το μισό πληθυσμό. Αυτό θα μπορούσε «εν μέρει» να αντισταθμίσει τις αρνητικές επιδημιολογικές επιπτώσεις που προκαλούνται από το σχετικά υψηλό ποσοστό των μη εμβολιασμένων ατόμων. Ωστόσο, η ενισχυτική εμβολιαστική εκστρατεία θα πρέπει να προχωρήσει πολύ πιο γρήγορα, σε σχέση με τον πρώτο και τον δεύτερο εμβολιασμό. «Με την ενισχυτική δόση δεν χρειάζεται να περιμένουμε έξι ή οκτώ εβδομάδες για δεύτερο εμβολιασμό και αν γίνει γρήγορα, μπορούμε να γεφυρώσουμε το χρόνο μέχρι τότε με ορισμένα μέτρα», λέει η δρ Πριζεμαν στο περιοδικό Current Research. Προτείνει περιορισμούς επαφών, μαζικά τεστ, μέτρα 2G, 3G και πιθανώς, έναν «διακόπτη έκτακτης ανάγκης» στην περίπτωση υπερφόρτωσης του συστήματος υγείας και των μονάδων εντατικής θεραπείας». Τονίζει μάλιστα ότι όλα αυτά «θα πρέπει να συζητηθούν από τους πολιτικούς τώρα και όχι όταν είναι πολύ αργά…Είναι κακό να μπαίνουμε σε μια νέα κατάσταση εντελώς απροετοίμαστοι», λέει η Γερμανίδα ειδικός.
«Δυστυχώς, σε παγκόσμιες κρίσεις, οι άνθρωποι συχνά ενεργούν μόνο όταν …το παιδί έχει σχεδόν πέσει στο πηγάδι», λέει ο Ολλανδός καθηγητής της Εξελικτικής Ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο του Αμστερνταμ, Μαρκ φαν Φούχτ. «Όπως και με την υπερθέρμανση του πλανήτη: Οι ειδικοί προειδοποιούν για τις επιπτώσεις της εδώ και 30 χρόνια, χωρίς να έχουν γίνει πολλά πράγματα από τότε για να αναχαιτιστεί. Το ίδιο συμβαίνει αυτή τη στιγμή με την πανδημία του κορονοϊού: Αν και οι ειδικοί προέβλεπαν την άφιξη του τέταρτου κύματος εδώ και εβδομάδες, οι πολιτικοί παρακολουθούσαν τον αριθμό των κρουσμάτων να εκτοξεύεται στα ύψη», λέει ο Ολλανδός καθηγητής.
Και οι πολίτες; Γιατί δεν αντιδρούν; «Η απελπισία σε κάνει απαθή, και πολιτικά αδιάφορο» εξηγεί ο Αμερικανός συγγραφέας , Μάικλ Μαν και διευθυντής στο Κέντρο Επιστημών της Πενσυλβάνια και προσθέτει: «Όποιος έχει την αίσθηση ότι έτσι και αλλιώς δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα, δεν δραστηριοποιείται»
Η Τζέσικα Μπέμε , ερευνήτρια της Βιωσιμότητας στο πανεπιστήμιο του Πότσνταμ εξηγεί ότι «αλλάζουμε τη συμπεριφορά μας κάτω από δύο συνθήκες: όταν έχουμε κίνητρο και όταν είναι εύκολο. Επομένως, το κίνητρο είναι καθοριστικός παράγοντας. Όταν το νερό φτάσει όμως μέχρι το λαιμό, μερικές φορές είναι πολύ αργά»…