Περνάει ο στρατός, της Ελλάδος φρουρός!

Αποτελεί πρώιμη παιδική ανάμνηση. Ο πατέρας με πηγαίνει στην παρέλαση για την εθνική επέτειο. Όταν δεν βρίσκουμε θέση μπροστά, για να βλέπω με σηκώνει και με κρατά στα χέρια, τόσο μικρός. Εγώ, σε ενστικτώδη ηλικιακή συνάφεια, χειροκροτώ “τα παιδάκια”. Εκείνος, παρακολουθεί ανέκφραστος έως αδιάφορος την μαθητιώσα νεολαία να παρελαύνει.

Όταν όμως εμφανίζονται τα πεζοπόρα τμήματα του στρατού, με τον στιβαρό, συγκριτικά με τα μαθητικά μειράκια, βηματισμό παρελάσεως, το πρόσωπό του φωτίζεται, με αφήνει κάτω προς μεγάλη μου δυσαρέσκεια και ξεσπά σε βροντερά χειροκροτήματα διαρκείας.

Ο συγχωρεμένος, όπως οι περισσότεροι τότε, ήταν το ανδρικό αρχέτυπο της εποχής όπου το φύλο δεν όφειλε για τα αυτονόητα χαρακτηριστικά του να δηλώσει επιπλέον “straight”: σοβαρός, ανεξίκακος, πολλά έργα – λίγα λόγια και σταράτα.

Αποτελούσε λοιπόν και παιδική μου απορία, γιατί αυτός ο φειδωλά εκδηλωτικός στα συναισθήματα άνθρωπος επεδείκνυε πάντοτε στην συγκεκριμένη περίσταση τόσον ενθουσιασμό.

Όταν μεγάλωσα, κατάλαβα.

Τι ειν’ η πατρίδα μας;

Μην ψάχνετε ούτε σε κάμπους ούτε σε άπαρτα, ψηλά βουνά.

Πατρίδα μας είναι ο Ελληνικός Στρατός.

Όποτε ήταν δυνατός και ψυχωμένος νικητής, υπήρχε πατρίδα ελεύθερη. Όποτε η παρακμή ή η διχόνοια υπερτερούσε, σκλάβα η γενέθλια γη κι οι Έλληνες “Ρωμιοί” ή ραγιάδες.

Σ’ αυτόν οφείλουμε το ότι μας λένε Κώστα, Βασίλη, Άγγελο και όχι Μεχμέτ, Χασάν, Αμπντούλ.

Το “Ίτε παίδες Ελλήνων!” θα αντηχεί αιώνια από την Σαλαμίνα, απέναντι απ’ το Πέραμα.

Γιατί ένα άθραυστο ιστορικό νήμα συνδέει τον Αχιλλέα και τους τρομερούς του Μυρμιδόνες με τον Κυβερνήτη Σαλιάρη που “επακούμβησε” την τουρκική φρεγάτα και τους πιλότους που προστατεύουν το Αιγαίο.

Αφού έχει περάσει από τον Λεωνίδα, τον Μιλτιάδη, τον Θεμιστοκλή, τον Αλέξανδρο, τον Περσέα, τον Βασίλειο Βουλγαροκτόνο, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τις 123 εξεγέρσεις εναντίον των Οθωμανών, τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη, τον Δαβάκη, τον Παπάγο, τον Γράμμο, τους αβοήθητους μαχητές απέναντι στον Αττίλα σε μια “μακράν κείμενη” Κύπρο.

Και εννοείται, ειδική αναφορά, από τον Ιωάννη Μεταξά, τον μέγιστο γεωστρατηγικό νου της Ελλάδος τον 20ο Αιώνα και οργανωτή του Έπους του 1940-41.

Όμως πέραν των δοξασμένων, φωτισμένων κεφαλών η πεμπτουσία της έννοιας “Ελληνικός Στρατός” έγκειται στο “Ανωνύμου του Έλληνος”. Στον Άγνωστο Στρατιώτη μαχόμενο ή πεσόντα υπέρ Πίστεως και Πατρίδος. Δηλαδή υπέρ φυλής.

Γι’ αυτό αποτελούσε γιορτάσι σε κάθε χωριό το με ευχές και συγκίνηση κατευόδιο των νεοσυλλέκτων προς το κέντρο εκπαιδεύσεως για να ντυθούν στο χακί. Τελετή ενηλικιώσεως ταυτόσημη σε κάθε φυλή, όπως για τους Αβορίγινες ήταν το νεαρό αγόρι να επιβιώσει μόνο στην έρημο επί έναν χρόνο.

Αλλά η γιορτή κυρίως απηχούσε το υπερήφανο αίσθημα ότι “μας φυλάνε τα παιδιά μας”. Αρχέγονο στο ανθρώπινο είδος από καταβολής του, όταν ως ηγέτη-αρχηγό επέλεγε τον πιο ρωμαλέο σωματικά, για να αντιμετωπίζει τους πάσης φύσεως εχθρούς.

Στην εξέλιξη του πολιτισμού μπορεί στην ηγεσία ο ρωμαλέος σωματικά να αντικαταστάθηκε από τον ρωμαλέο πνευματικά.

Η συνθήκη όμως ουδέποτε άλλαξε : Ελεύθερος σημαίνει δυνατός. Δηλαδή επιτυχώς οπλισμένος.

Ο φλογερός Ιταλός πατριώτης και κορυφαίος πολιτικός φιλόσοφος Νικολό Μακιαβέλλι στο 12ο Κεφάλαιο του “Ηγεμόνα” πραγματεύεται με λιτή σοφία την στρατιωτική προετοιμασία της Πολιτείας για επίθεση και άμυνα. Εκεί λέγει πως “ο Ηγεμών για να υπερασπίσει τη χώρα του θα έχει δικό του ή μισθοφορικό στρατό. Οι μισθοφόροι είναι άχρηστοι και επικίνδυνοι, γιατί κανείς δεν θέλει να πεθάνει για κάτι στο οποίο δεν πιστεύει”.

Έτσι ο Ηγεμών που βασίζεται σε τέτοιο άπιστο και απειθάρχητο συρφετό “στην ειρήνη θα ληστεύεται απ’ αυτούς και στον πόλεμο απ’ τους εχθρούς”.

Δεν σας διαφεύγει ότι τη στιγμή που πάμπολλοι νέοι μας ιδίως “μεταπτυχιακοί” ή μεταναστεύσαντες περιμένουν να πάνε 35 χρονών για να εξαγοράσουν νομίμως τη στρατιωτική θητεία, πολυάριθμο στρώμα νεαρών Αλβανών υπηρετούν στον ελληνικό στρατό, 9 μήνες μόνο είναι άλλωστε, για να πάρουν ελληνικό διαβατήριο, πάσσο για τον Κόσμο όλον.

Τι μπορούμε να περιμένουμε απ’ αυτούς, ή αύριο τυχόν από “προσφυγόπουλα”; Ο Μακιαβέλλι θυμίζει το παράδειγμα του Ιωάννη Κατακουζηνού, ο οποίος ζητώντας συνδρομή από τους εν Ασία Τούρκους σε μοιραίες δυναστικές διαμάχες, τους επέτρεψε να πατήσουν πόδι για πρώτη φορά στην Ελλάδα, με την περαιτέρω κατάληξη γνωστή.

“…μετ’ ολίγον νέαι έριδες νέον επήνεγκον εμφύλιον πόλεμον (1350-1354), καθ’ όν ο μεν Ιωάννης Παλαιολόγος εκάλεσεν εις βοήθειαν αυτού τους Βενετούς, Σέρβους και Βουλγάρους, ο δε Καντακουζηνός την του λεγομένου γαμβρού αυτού Οθωμανού άρχοντος Ουρχάν. Ο Ουρχάν έπεμψεν ασμένως τον υιόν αυτού Σουλεϊμάν μετά δυνάμεως στρατιωτικής εις Θράκην. Ο Σουλεϊμάν διαπεραιωθείς εις τον Ελλήσποντον (1353) κατέλαβεν οχυράν θέσιν κατά την Θρακικήν τούτου όχθην, μετ’ ολίγον δε και αυτήν την Καλλίπολιν (1354), ουχί ίνα δωση ταύτην τω Καντακουζηνώ, αλλ’ ίνα καταστήση αυτήν βάσιν και ορμητήριον του εν Ευρώπη Οθωμανικού κράτους. Ούτω τω έτει 1353-1354 οι Οθωμανοί Τούρκοι έθετον πόδα στερρόν εις την Ευρώπην.

Και ο μεν Καντακουζηνός αθυμήσας επί τοις γενομένοις απεχώρησεν εις μοναστήριον (1355), ένθα ετελεύτησε μετά μικρόν (1359), ο δε Ιωάννης Παλαιολόγος έμεινε μόνος κύριος του Ελληνικού κράτους άρξας μέχρι του 1391.

Κατά την δευτέραν ταύτην περίοδον της μοναρχίας του Ιωάννου Παλαιολόγου μεγίστη σύγχυσις και χάος πολιτικόν επεκράτει ου μόνον εν τω ελληνικώ κράτει, αλλά και εν πάση τη ελληνική χερσονήσω. Έλληνες άρχοντες εν Κωνσταντινουπόλει και τη νοτίω Θράκη και μέρει τινί της Μακεδονίας, σποραδικώς δε και εν άλλαις τισί γωνίαις της χερσονήσου, Βούλγαροι άρχοντες εν τη βορείω Θράκη, Σέρβοι κατέχοντες μέγα μέρος της Μακεδονίας, την Θεσσαλίαν, Αλβανίαν και Ήπειρον, Φράγκοι εν τη δυτική Ελλάδι (εν μέρει δε και εν Ηπείρω και εν Αλβανία) και εν τη Πελοποννήσω, Βενετοί εν τω Αιγαίω και οι νεήλυδες Οθωμανοί της Θράκης, απετέλουν το περίεργον εθνογραφικόν και πολιτικόν μωσαϊκόν της κατά τους χρόνους τούτους ιστορίας της χερσονήσου ταύτης.

Ουδέν των εν αυτή χριστιανικών κρατών εφαίνετο έχον την δύναμιν να ιδρύση μόνιμόν τι και στερρόν. Των Ελλήνων η δύναμις ήτο ότι κατείχον την Κωνσταντινούπολιν και την Θεσσαλονίκην, ήρξαντο δε θέτοντες αύθις πόδα στερρόν εις την Πελοπόννησον· και απετέλουν μεν ούτοι το πνευματικώς υπερέχον και αριθμητικώς ισχυρότερον στοιχείον, το στηρίζον τας αξιώσεις αυτού επί εθνικών και ιστορικών δικαίων, αλλά στρατιωτικώς ήσαν ασθενείς και πολιτικώς ασύντακτοι. Οι Σέρβοι εφάνησαν επί μίαν στιγμήν επί του Δουσσάν ως μέλλοντες να αντικαταστήσωσι το Ελληνικόν κράτος διά του Σερβικού, καταλαμβάνοντες την Κωνσταντινούπολιν, αλλά τα όνειρα ταύτα διελύθησαν ταχέως μετά τον θάνατον του Δουσσάν (1355). Οι Βούλγαροι ήσαν οι πάντοτε απλώς βάρβαροι επιδρομείς, κατέχοντες μεν βία χώρας τινάς ελληνικάς εντεύθεν του Αίμου, αλλ’ ουδέν δυνάμενοι να ιδρύσωσι πολιτικώς, μόνιμον και διαρκές. Οι Βενετοί απετέλουν απλώς κράτος αποικιακόν εμπορικόν, οι δε λοιποί Φράγκοι μικρά φεουδαλικά κράτη διεσπαρμένα άνευ εσωτερικής συνοχής και ενότητος. Το μόνον στρατιωτικώς και πολιτικώς ζωτικόν στοιχείον το δυνάμενον διά της υλικής βίας να ιδρύση τι μόνιμον ήτο το έναγχος τον πόδα εις την Ευρώπην θέσαν Τουρκικόν άμα δε και μωαμεθανικόν κράτος, το κράτος των Οθωμανών” [ Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) “Εγχειρίδιον βυζαντινής ιστορίας\”, 1908, εκδόσεις Νικ. Τζακας].

Πόσον ομοιάζει με τα σημερινά Βαλκάνια, την επιδίωξη της Τουρκίας να εδραιωθεί πάλι εν Ευρώπη κατ’ αρχήν αποσπώντας την Ελληνική Θράκη (όχι πως η Ανατολική είναι ιστορικά “τουρκική”) και τις προσπάθειες των υπολοίπων, Σλάβων, Αλβανών και Βουλγάρων, αδυνάμων μεν, αλλά διαρκώς αποθρασυνομένων από την ελληνική αβελτηρία, να μας αρπάξουν ό,τι δυνηθούν, και τους αποικιοκράτες Φράγκους να επιδιώκουν γεωπολιτικό έλεγχο της περιοχής;

Αλλά γιατί είμαστε πάλι “στρατιωτικώς ασθενείς και πολιτικώς ασύντακτοι”;

Η Γερμανική Κατοχή κατέστρεψε υλικά, κοινωνικά και βιολογικά την πλειοψηφία της εθνικής αστικής τάξεως που χαρακτηριζόταν από το στοιχείο του ευπατρίδη. Από την σκοτεινή περίοδο του δωσιλογισμού και μαυραγοριτισμού της Κατοχής ανεδύθη μια πολιτική τάξη κυρίως με ένστικτα ιδιοτελούς ωφελιμισμού – για την αντεθνική κομμουνιστική αριστερά δεν γίνεται συζήτηση περί υπερασπίσεως εθνικών συμφερόντων.

Οι ίδιες οικογένειες που κυβερνούν μεταδικτατορικά, υπήρξαν και προδικτατορικά μοιραίες. Οι διαμάχες οδήγησαν σε πολιτικό αδιέξοδο, το οποίο, σε μιαν εκδήλωση ταξικής συγκρούσεως, έφερε αντιμέτωπους για την νομή της εξουσίας τους, αντικειμενικώς ανίκανους να επιβάλουν τάξη, μεγαλοαστούς πολιτικούς με φιλόδοξους, λαϊκοδεξιούς και βενιζελικούς στρατιωτικούς.

Οι δεύτεροι επικράτησαν προσκαίρως με ένα καθεστώς εκτάκτου ανάγκης που άπαντες επιθυμούσαν, αλλά πολιτικοί και θρόνος αποποιούνταν το πολιτικό κόστος που συνεπαγόταν. Η αποστέρηση των προνομίων της εξουσίας επί επταετίαν κυριολεκτικά “σκύλιασε” την πολιτική τάξη, η οποία εκτός άλλων μετήλθε αντεθνικές συνωμοσίες για να την ανακτήσει. Και όταν μετά τον τρόπο τερματίσεως του εκτάκτου καθεστώτος επέστρεψε, κατασυκοφάντησε συλλήβδην και ουσιαστικά διέλυσε το στράτευμα, με όργανο κυρίως τους νομιμοποιηθέντες κομμουνιστές, οι όποιοι μισούσαν τον Ελληνικό Στρατό γιατί υπήρξε αυτός που κατέπνιξε με ποταμό ιδίου αίματος τις ταξικές εξεγέρσεις τους προς εγκαθίδρυση προλεταριακής δικτατορίας το 1943-49.

Η ελληνική κοινωνία αυτοκτονικά έμαθε να μισεί την σάρκα εκ της σαρκός της. Οι εξοπλισμοί έγιναν άθλημα μυθώδους πλουτισμού αθλίων πληβείων. Οι παραγωγικές σχολές των ενόπλων δυνάμεων έγιναν δέκτες και μειονεκτικού εμψύχου υλικού, λίγοι προικισμένοι νέοι ήθελαν να γίνουν “κατάπτυστοι καραβανάδες”, όταν το κλέος των “αγωνιστών” του “Πολυτεχνείου” θάμπωνε μια εξηλιθιωμένη κοινωνία.

Παρ’ όλα αυτά, οι δομές που είχαν τεθεί από την συντηρητική πολιτική ηγεμονία άντεξαν. Και οι Έλληνες παγίως στις δημοσκοπήσεις εμπιστευόντουσαν τον στρατό ως τον πιο σταθερό θεσμό.

Όμως έχει χαθεί μισός αιώνας.

Την ώρα που η Ελλάδα πρόδιδε την Κύπρο, όπου ο Κίμων καταναυμαχούσε τους Πέρσες – για τις τριήρεις δεν ήτο μακράν, την Βόρειο Ήπειρο και τα ιστορικά της δίκαια στην Μακεδονία, γιατί ήταν απασχολημένη να κάνει πλούσιους την ποταπή ανδρεοεαμοκρατία, με λεηλασία του δημοσίου ταμείου που οδήγησε στην χρεωκοπία και αυτή στον αφοπλισμό, ο υπαρξιακός εχθρός Τουρκία γιγαντωνόταν δημογραφικά, οικονομικά και στρατιωτικά.

Έτσι επιστρέφουμε στον Μακιαβέλλι : “Τα ισχυρά θεμέλια των κρατών είναι οι καλοί νόμοι και οι καλοί οπλισμοί”. Φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξο ότι οι καλοί εξοπλισμοί εγγυώνται καλούς νόμους. Αυτό όμως που λέει είναι ότι όπου υπάρχει πειθαρχία, υπάρχει τάξη, συνεπώς ανεξαρτησία. Όταν είσαι ισχυρός πολεμικά και διασφαλίζεις την ειρήνη δια της ισχύος, νομοθετείς με γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Έχεις έτσι ευνομία.

Όταν όμως πρώτα, έχοντας διαλύσει το στράτευμα για να μην ξαναπροκύψει Παπαδόπουλος με άλλοθι ότι θα σε φυλάνε οι Φράγκοι, στο υπερεθνικό διευθυντήριο των οποίων έχεις παραδώσει την εθνική κυριαρχία, και κατόπιν έχεις καταστεί από τους μεγαλύτερους χρεώστες παγκοσμίως, έχει εκλείψει η δυνατότητα να νομοθετείς δ’ ίδιον όφελος.

Θυμηθείτε ότι στο Πρώτο Μνημόνιο ένας ευρωλάγνος , λομπίστας του πολυεθνικού κεφαλαίου, ωρυόταν να καταργηθούν οι εξοπλισμοί μας γιατί “η Ελλάδα δεν κινδυνεύει απ’ την Τουρκία, είναι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ”. Και ότι στο Δεύτερο επέβαλαν την κατάργηση των επιδομάτων για τους Έλληνες πολυτέκνους (όχι όμως για τους ασύμβατους).

Πόσο κοντά στην εθνική πραγματικότητα και πόσο ωφέλιμες ήσαν οι διατάξεις αυτές για το εθνικό συμφέρον;

Έχω από αρχής καταθέσει ότι ουδέποτε λυπήθηκα τον Κυριάκο. Γιατί ακούω πολλούς, άδολους εθνικόφρονες, να λένε “μα πόσα τον βρήκαν…”

Τον βρήκαν τα απόνερα από το αντεθνικό τσουνάμι που δημιούργησε επί μισόν αιώνα η πολιτική τάξη επίλεκτο μέλος της οποίας αποτελεί.

Ο πατέρας του είναι ιστορικά υπεύθυνος για την θλιβερή στάση στο “Μακεδονικό” (και όχι μόνο), η οποία δημιούργησε την εκκρεμότητα δίνοντας έτσι ιστορικά την ευκαιρία στους μπολσεβίκους να ολοκληρώσουν την προδοσία που άρχισαν το 1924, παραδίδοντας την Μακεδονία στους Σλάβους.

Ο ιδρυτής του κόμματος στο οποίο ηγείται ιδεολογικώς παράσπονδα, απορρύθμισε τον αποτρεπτικό βραχίονα των κατά του έθνους επιβουλών.

Το εκσυγχρονιστικό κουμάσι, από το οποίο προέρχεται ο πυρήνας του κυβερνητικού του σχήματος, αποτελείωσε τις απόπειρες αναπτύξεως εγχωρίου πολεμικής βιομηχανίας και επεχείρησε βάναυσα την “απο-ορθοδοξοποίηση”.

Πολύς λόγος έγινε τα τελευταία πέντε χρόνια για το ότι “η Ελλάδα όφειλε να γίνει Ισραήλ”.

Όχι, η χώρα όφειλε να γίνει Ισραήλ, Ελβετία και Γιουγκοσλαβία. Αυτό όφειλε να είναι το δόγμα της εθνικής υπάρξεως μετά την “Μεταπολίτευση”.

Ισραήλ, για την αντίληψη ότι περιβαλλόμεθα μόνον από εχθρούς και την φυλετικοθρησκευτική συνοχή, συνεπώς τα συνακόλουθα αμυντικοστρατιωτικά μέτρα και μέριμνα για την καλλιέργεια προτύπων ηθών, όχι αυτών μιας νέας Σύβαρης.

Ελβετία, για την εξοπλιστική φροντίδα, την μόνιμη εκγύμναση των εφέδρων μέχρι προχωρημένης ηλικίας, την κουλτούρα αμυντικής μερίμνης που την διακατέχει, παρά την θεωρητικά ασφαλή γεωγραφική της θέση, αλλά και για την φροντίδα οικονομικής ανθηρότητος που υποστηρίζει όλα τα προηγούμενα.

Γιουγκοσλαβία, για την παλλαϊκή άμυνα, τον μαζικό εξοπλισμό των πολιτών. Οι κάτοικοι, αν όχι όλοι, επιλεγμένοι, των ακριτικών νησιών, του Έβρου και όλων των Βορείων συνόρων, όφειλαν να είναι οργανωμένοι και οπλισμένοι σε τάγματα εθνοφυλακής.

Σήμερα, πασχίζουμε να ανορθώσουμε την εξοπλιστική επάρκεια των ενόπλων δυνάμεων.

Και ακολουθούμε μόνο μιαν αρχή του Μακιαβέλλι. Ο οποίος δέχεται πως ένα μικρό και αδύναμο κράτος μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητο εφόσον συνάψει συμμαχίες με ισχυρούς.

Όμως θυμάμαι τον μπιζιμπόντυ πατέρα Μητσοτάκη. Ο οποίος, έχοντας αφήσει την εγχώρια διακυβέρνηση στην Ντόρα, από την οποία της γεννήθηκαν ονειρώξεις μεγαλείου να πρωθυπουργεύσει, ανεβοκατέβαινε διαρκώς σ’ ένα αεροπλάνο για ατελείωτες διεθνείς επαφές.

Οι οποίες όπως απεδείχθη στα τριάντα χρόνια που παρήλθαν δεν απέφεραν τίποτα.

Και στοιχειώνει η παροιμία “αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς, μην περιμένεις να σε ξύσει άλλος”.

Μέρες που είναι, δεν μου επιτρέπω ούτε νύξη απαισιοδοξίας. Βάζω εμβατήρια και Βέμπο στο yt, αναλογιζόμενος πως άντεξαν αιώνες οι σκλαβωμένοι πρόγονοι με την Κόκκινη Μηλιά και το “πάλι δικά μας θα’ ναι!”.

Κι ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται για να’ρθουν…

Αλλά ύστερα έρχονται στο νου οι ανύπαρκτες πρόνοιες για το δημογραφικό. Όλες οι γνωστές μου δημοσιοϋπαλληλικές κάργιες που με τη φτηνή λίρα έχουν σπεύσει για ψώνια στην Τουρκία, εξοπλίζοντας έτσι τον εχθρό. Τα 400 δις χρέους.

Και τα εφτά παλληκάρια, οι πολεμιστές μας να οδηγούνται σιδηροδέσμιοι στο δικαστήριο. Και το ξανασκέφτομαι…

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.