Η υιοθέτηση μίας διατροφής φιλικής για τον πλανήτη θα μπορούσε να μειώσει παγκοσμίως κατά τουλάχιστον 30% τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που σχετίζονται με την τροφή, την απώλεια της άγριας ζωής κατά 46%, τη χρήση γης για καλλιέργεια κατά 41% και τους πρόωρους θανάτους κατά τουλάχιστον 20%. Αυτό προκύπτει από τη νέα έκθεση του WWF με τίτλο “Bending the Curve: The Restorative Power of Planet-Based Diets”, στο πλαίσιο της οποίας αναλύθηκαν τα διατροφικά μοντέλα σε 147 χώρες και Εθνικοί Διατροφικοί Οδηγοί σε 75 χώρες.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, η έκθεση διαπιστώνει πως η διατροφή που ακολουθούμε επιδρά αρνητικά στην υγεία μας, αλλά και στον πλανήτη. Οι Έλληνες έχουμε απομακρυνθεί από το μοντέλο της μεσογειακής διατροφής, που είναι φιλικό προς το περιβάλλον. Μεταξύ άλλων, τα στοιχεία δείχνουν πως καταναλώνουμε κόκκινο κρέας σε οκταπλάσια ποσότητα από τις προβλεπόμενες μερίδες της μεσογειακής διατροφής και τις συστάσεις του Εθνικού μας Διατροφικού Οδηγού, γεγονός που εκτοξεύει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Παράλληλα, έχουμε μειώσει πολύ την κατανάλωση οσπρίων, καθώς τρώμε λιγότερο από τη μισή ποσότητα που προτείνει η μεσογειακή διατροφή και ο Εθνικός Διατροφικός Οδηγός.
Επίσης, η Ελλάδα έχει τη θλιβερή ευρωπαϊκή πρωτιά όσον αφορά στην κατά κεφαλήν συμβολή μας στη διεθνή απώλεια βιοποικιλότητας, δηλαδή τον αριθμό των ειδών που απειλούνται με εξαφάνιση κάθε χρόνο αν συνεχιστεί το τρέχον διατροφικό μοντέλο. Η χώρα μας βρίσκεται πρώτη στο σύνολο των 37 χωρών που εξετάστηκαν στην Ευρώπη, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο η Ελλάδα κατέχει την 31η θέση σε σύνολο 147 χωρών.
Ακόμη, η Ελλάδα είναι δεύτερη σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά κεφαλήν εξαιτίας της διατροφής που ακολουθούμε σήμερα, καθώς και στη χρήση νερού και καλλιεργήσιμης γης για την παραγωγή τροφής.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η παραγωγή, κατανάλωση και απόρριψη της τροφή μας ευθύνεται τα τελευταία 50 χρόνια για το 70% της απώλειας της χερσαίας βιοποικιλότητας, το 50% της απώλειας βιοποικιλότητας γλυκού νερού και το 26% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Παράλληλα, η μη βιώσιμη μετατροπή των χρήσεων γης για γεωργία, η εντατική κτηνοτροφία και το παράνομο εμπόριο άγριας ζωής με σκοπό την κατανάλωση, αυξάνουν τις πιθανότητες για την εμφάνιση μολυσματικών ασθενειών και το ξέσπασμα πανδημιών, όπως εκείνη του COVID -19.
Στον αντίποδα, σύμφωνα με την έκθεση, μια διατροφή φιλική για τον πλανήτη μπορεί να συμβάλει στη σταθεροποίηση του κλίματος και να περιορίσει την απώλεια άγριας ζωής, προσφέροντας την ίδια στιγμή υγεία και μακροζωία για τον άνθρωπο. Τι ακριβώς σημαίνει όμως μία «διατροφή φιλική για τον πλανήτη»; Εννοούμε την επιλογή υγιεινών τροφών που παράχθηκαν με σεβασμό προς το περιβάλλον, κατανάλωση περισσότερων φυτικών πρωτεϊνών συγκριτικά με ζωικών, καθώς και την αποφυγή υπερκατανάλωσης οποιουδήποτε φαγητού.
Στην Ελλάδα, με βάση τα συμπεράσματα των συντακτών της έκθεσης, η λύση βρίσκεται στους ισχυρούς δεσμούς με τη μεσογειακή διατροφή, οι οποίοι μπορούν να μας βοηθήσουν να μεταβούμε γρήγορα και εύκολα σε ένα διατροφικό μοντέλο που θα θωρακίζει την υγεία μας και τον πλανήτη. Τοπικά και εποχικά είδη, περισσότερα φρούτα, λαχανικά και δημητριακά ολικής άλεσης, λιγότερο κρέας, ζάχαρη, έλαια και λίπη είναι μόνο μερικά από τα μυστικά της μεσογειακής διατροφής που θα μας βοηθήσουν να κάνουμε την αρχή.
«Αν για κάποιες χώρες η βιώσιμη διατροφή φαίνεται να είναι μία δύσκολη εξίσωση, στην Ελλάδα το πρόβλημα είναι πιο απλό και έχει λύση: τη μεσογειακή διατροφή. Η στροφή σε ένα πιο πράσινο, υπεύθυνο και ισορροπημένο διατροφικό μενού είναι επιτακτική και, επανεκτιμώντας την αξίας της μεσογειακή διατροφής, μπορούμε να θωρακίσουμε την υγεία μας, προστατεύοντας ταυτόχρονα το περιβάλλον. Με άλλα λόγια, ό,τι είναι καλό για την υγεία μας είναι καλό και για τον πλανήτη», σχολιάζει η Βίκυ Μπαρμπόκα, υπεύθυνη προγραμμάτων βιώσιμης διατροφής του WWF Ελλάς.
Για να γίνουν ακόμα πιο κατανοητά τα οφέλη, επισημαίνεται ότι αν στην Ελλάδα ακολουθούσαμε τη μεσογειακή διατροφή και τις συστάσεις του Εθνικού Διατροφικού Οδηγού, η συμβολή της χώρας μας στη διεθνή απώλεια βιοποικιλότητας θα μειωνόταν κατά περίπου 50%, στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 35%, στη χρήση γης για καλλιέργειες κατά 20%, στη χρήση γης για βοσκοτόπους κατά 60%, στη χρήση νερού για την παραγωγή τροφής κατά 25% και στην πιθανότητα ευτροφισμού κατά 50%.
«Κοιτώντας το διατροφικό μας σύστημα και βλέποντας την πείνα, την ανισότητα και την περιβαλλοντική καταστροφή, μοιάζει να είναι αδύνατο να τραφούν 8 – 10 δισεκ. άνθρωποι χωρίς να καταστραφεί ο πλανήτης. Όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι – μάλιστα ισχύει το αντίθετο. Όχι μόνο μπορούμε να ταΐσουμε ολόκληρο τον πληθυσμό του πλανήτη, αλλά μπορούμε να το κάνουμε με τρόπο που θα βελτιώσει την ανθρώπινη υγεία παγκοσμίως και θα επιτρέψει στη φύση να ανακάμψει από τη ζημιά που της έχουμε προκαλέσει. Κάθε χώρα χρειάζεται να εξετάσει τοπικά τις απαραίτητες αλλαγές στο διατροφικό της σχήμα. Αν όμως παγκοσμίως εστιάσουμε στο να διασφαλίσουμε ότι η διατροφή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη βιωσιμότητα, υπάρχει η δυνατότητα να ανατρέψουμε την απώλεια βιοποικιλότητας, να καταπολεμηθεί η κλιματική κρίση και να σωθούν ανθρώπινες ζωές», τόνισε σε δηλώσεις του ο Brent Loken, ειδικός επιστήμονας σε θέματα διατροφής του WWF International και επικεφαλής συντάκτης της μελέτης.