Η κακή εξέλιξη της «εύκολης» δεύτερης αξιολόγησης έχει βάλει τον υπουργό Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτο ανάμεσα σε δύο διαφορετικές, αλλά το ίδιο δύσκολες διαπραγματεύσεις.
Η πρώτη είναι η γνωστή σε όλους διαπραγμάτευση με τους δανειστές με τα γνωστά προβλήματα. ΔΝΤ και Γερμανία διαφωνούν και στο χρέος και στους δημοσιονομικούς στόχους στέλνοντας τον λογαριασμό στην Ελλάδα. Το ποσό του λογαριασμού είναι 4,5 δισ. ευρώ και πρέπει να πληρωθεί με μέτρα όπως η μείωση του αφορολόγητου και της κατάργησης της προσωπικής διαφοράς των συντάξεων.
Όλα αυτά ενώ λιγότερο από ένα χρόνο πριν, το περασμένο Μάιο ψηφίστηκαν μέτρα 5,4 δισ. ευρώ.
Η δεύτερη είναι με το εσωτερικό του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ που δεν μπορεί να χειριστεί την ανατροπή που συμβαίνει και το νέο κύμα μέτρων που έρχεται αναζητώντας – όπως και σε κάθε ανάλογη περίπτωση στο πρόσφατο παρελθόν – το υπεύθυνο στο πρόσωπο του υπουργού Oικονομικών.
Η δυσαρέσκεια αυτή δεν φτάνει στο Μέγαρο Μαξίμου. Ο Πρωθυπουργός κ. Αλέξης Τσίπρας στηρίζει το υπουργό οικονομικών το οποίο χρειάστηκε κόπο για να τον πείσει να αναλάβει την δύσκολη αυτή θέση μετά την αποπομπή του Γιάννη Βαρουφάκη.
Μάλιστα ως μέλος της κίνησης των «53» και μετά το ξεκαθάρισμα του κόμματος τον Αύγουστο του 2015 ο Ευκλείδης Τσακαλώτος σκέφτονταν να μην κατέβει ούτε ως υποψήφιος στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 . Και τότε ο Πρωθυπουργός κατάφερε να τον μεταπείσει και μόνο εκτέθηκε αλλά έγινε ξανά υπουργός οικονομικών.
Το φυτίλι της τωρινών αντιδράσεων κορυφαίων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ από τις οποίες είδαμε ως τώρα μόνο την κορυφή του παγόβουνου άναψε το δημοσίευμα του Bloomberg με το σημείωμα του υπουργού οικονομικών στο οποίο έλεγε ότι από την δεύτερη αξιολόγηση έχει ολοκληρωθεί μόνο το ένα τρίτο των μέτρων.
Μέχρι και εκείνη την στιγμή κορυφαία και λιγότερο κορυφαία στελέχη είχα στοιχηθεί πίσω από την θέση ότι «εμείς έχουμε κάνει όλα όσα πρέπει αλλά αυτό που καθυστερεί την αξιολόγηση είναι οι παράλογες απαιτήσεις του ΔΝΤ».
Ακόμη και αυτό όμως θα μπορούσε να ξεπεραστεί αν δεν ερχόταν το Eurogroup της περασμένης Πέμπτης που ξεκαθάρισε τα πράγματα. Οι υπουργοί οικονομικών της Ευρωζώνης ζήτησαν από την Ελλάδα να ψηφίσει από την Ελλάδα εκ των προτέρων μέτρα για το 2018 ώστε να μπει και το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.
Διαφορετικά το ελληνικό πρόγραμμα θα γυρίσει στην κατάσταση του καλοκαιριού του 2015. Όλα αυτά ενώ η Ελλάδα έχει καταφέρει το 2016 πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ τρείς φορές μεγαλύτερο από το προγραμματισμένο 0,5% του ΑΕΠ.
Η ανακοίνωση των ενδεχόμενων νέων μέτρων χάλασε τελείως το ήδη τεταμένο κλίμα . Ειδικά λόγω του γεγονότος ότι χρονικά ακολούθησε την δήλωση του Πρωθυπουργού ότι δεν είναι διατεθειμένος να ψηφίσει ούτε ένα ευρώ νέα μέτρα.
Τα νεύρα του Ευκλείδη
Αυτόν το καιρό τα νεύρα του Ευκλείδη Τσακαλώτου έχουν την αιτία τους στην παράλογη στάση των « εταίρων» μας που ζητούν για πρώτη φορά νέα μέτρα και μάλιστα εκ των προτέρων ενώ έχουμε ξεπεράσει τους στόχους που μας έχουν θέσει.
Παράλληλα θεωρεί τον εαυτό του «σάκο του μποξ» και σε εσωκομματικό επίπεδο αφού κανείς δεν θέλει ή δεν μπορεί να δει τι ακριβώς συμβαίνει στην Ευρώπη και ειδικότερα στο ελληνικό πρόγραμμα και βρίσκουν το εύκολο θύμα στο πρόσωπό του ως βασικό διαπραγματευτή.
Η παγίδα του αφορολόγητου
Η τραγική ειρωνεία είναι ότι το πρώτο μέτρο που θα κληθεί να εφαρμόσει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι αυτό που έχει ξορκίσει περισσότερο από όλα : Την μείωση του αφορολογήτου ορίου για μισθωτούς και τους συνταξιούχους.
Τον περασμένο Απρίλιο ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είχε πει σε πανελλήνια μετάδοση ότι δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να υπογράψει την μείωση του αφορολόγητου όσο είναι υπουργός οικονομικών.
Τελικά την υπέγραψε μειώνοντας την έκπτωση φόρου από τα 2.100 στα 1.900 ευρώ χαμηλώνοντας το αφορολόγητο όριο από τα 9.505 ευρώ στα 8.686 ευρώ.
Στην συνέχεια ήρθε η πρόταση της Παγκόσμιας Τράπεζας για περαιτέρω μείωση του αφορολόγητου στα 5000 ευρώ τότε ο υπουργός οικονομικών είχε αποκλείσει κάθε σκέψη για περαιτέρω μείωση του αφορολόγητου παραπάνω από 20 φορές.
Τώρα υποχρεώνεται να προωθήσει την νέα μείωση ίσως στα 6000 ευρώ όχι για να καλύψει αποκλίσεις του προϋπολογισμού αλλά για να καλύψει ένα μέρος της διαφοράς των προβλέψεων του ΔΝΤ και της ΕΕ.