Στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα στο Βερολίνο, φοβούνται ότι η επερχόμενη Σύνοδος των G20 (7 – 8 Ιουλίου) μπορεί να καταλήξει σε απόλυτο φιάσκο. Ακόμη χειρότερα, κάποιοι αναλυτές θεωρούν πως είναι πιο πιθανό από ποτέ άλλοτε να ξεσπάσει ένας διατλαντικός εμπορικός πόλεμος, που εκτιμάται πως θα είναι καταστροφικός για την παγκόσμια οικονομία. Οι Ευρωπαίοι της G20 εμφανίζονται με κοινό μέτωπο απέναντι στον αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος για πρώτη φορά θα συναντηθεί με τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντιμίρ Πούτιν. Μια συνάντηση, με φόντο τις έρευνες για τις υπόγειες σχέσεις του επιτελείου του Τραμπ με τη Μόσχα, που όπως ανακοίνωσε το Κρεμλίνο “δεν θα είναι στο πόδι”.
Την Τρίτη, που είχε προηγηθεί, ο υπουργός Εμπορίου του Ντόναλντ Τράμπ, Γουίλμπουρ Ρος, μίλησε με τη βοήθεια ενός βίντεο στους εκπροσώπους του Εμπορικού Συμβουλίου της Γερμανίας και της ίδιας της καγκελαρίου, Άγκελα Μέρκελ. Ο Ρος ζήτησε από τη Γερμανία να αγοράζει ακατέργαστες ύλες από τις ΗΠΑ αντί από τη Ρωσία, να επιβάλλει χαμηλότερους δασμούς σε εισαγωγές αυτοκινήτων από τις ΗΠΑ και να βεβαιώσει ότι οι ΗΠΑ θα έχουν “μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας” στην ευρωπαϊκή αγορά. Διαφορετικά, όπως είπε, η Ουάσιγκτον θα βρει μόνη της βοήθεια για να τα πετύχει.
Η ομιλία του Αμερικανού υπουργού υποτίθεται ότι θα κρατούσε 10 λεπτά, αλλά μισή ώρα αργότερα, σύμφωνα με το Spiegel, αυτός συνέχιζε να μιλά. Οι παρευρισκόμενοι, κατά το γερμανικό περιοδικό, είχαν ακούσει αρκετά. Οι διοργανωτές έκλεισαν τον ήχο και τη μετάδοση. “Κάποιοι από το κοινό γέλασαν”, γράφει το περιοδικό. Ορισμένοι είδαν το γεγονός ως αδιάφορο – εξάλλου η εκδήλωση είχε σφιχτό πρόγραμμα. Κάποιοι άλλοι όμως είδαν σε αυτή την κίνηση μια ήπια προειδοποίηση στην κυβέρνηση του Τράμπ, πως εάν δεν συμμορφωθεί με τους κανόνες θα υπάρξουν συνέπειες. Καθώς, δε, είμαστε λίγες ημέρες μακριά από την Σύνοδο των G20 στο Αμβούργο, που θα έχει στην ατζέντα το περιβάλλον, την μετανάστευση και το εμπόριο, όλοι αγχώνονται στην ιδέα ενός απρόβλεπτου Αμερικανού Προέδρου. Σε πολλά ζητήματα οι ΗΠΑ του Τραμπ υπονομεύουν τις κοινές προσπάθειες για επίτευξη συμφωνιών μεταξύ των αναπτυσσόμενων και των αναπτυγμένων οικονομιών του πλανήτη.
Σύμφωνα με το Βερολίνο, οι ΗΠΑ, αφότου στις αρχές Ιουνίου αποχώρησαν από την Συμφωνία των Παρισίων για το Κλίμα, τώρα απειλούν μια ακόμη παγκόσμια συμφωνία. Εννέα χρόνια μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, οι 20 πιο δυνατές οικονομίες του κόσμου συμφώνησαν να ενεργοποιήσουν προγράμματα τόνωσης της οικονομίας, και να βρουν ένα κοινό τόπο για να θεσπιστούν κανόνες για να αποτραπεί μαι νέα τραπεζική κρίση και η φοροδιαφυγή.
Η συμφωνία αυτή ήταν πολύ μακριά από όσα ονειρεύονταν πολλοί. Για το Βερολίνο όμως, που αρέσκεται σε αυτούς τους ρυθμούς, ήταν ένα βήμα. Από την άλλη, η κυβέρνηση Τράμπ αντιμετωπίζει τον κόσμο σαν μια αρένα όπου τα κράτη παλεύουν μεταξύ τους για τα συμφέροντά τους, σύμφωνα με τα όσα έγραψε ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας και οικονομικός σύμβουλος του Τράμπ, X. Ρ. ΜακΜάστερ, σε άρθρο του στη Wall Street Journal. Το αξίωμα “φάε πριν φαγωθείς”, που φαίνεται ότι αποτελεί το κυρίαρχο σημερινό δόγμα στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, φαίνεται πως θα επισκιάσει τη Σύνοδο, ιδιαίτερα όταν αυτή πραγματοποιείται σε μια περίοδο που οι σχέσεις μεταξύ των χωρών διεθνώς είναι τεταμμένες.
Οι ΗΠΑ ζητούν από τις Βρυξέλλες να επιβάλλουν στη Γερμανία για παράδειγμα να λάβει μέτρα για να μειώσει το θετικό εμπορικό της ισοζύγιο, και δήλωσαν ότι σκέφτονται να εφαρμόσουν μια αναπροσαρμογή του φόρου στα τελωνεία, ώστε να είναι κάποια γερμανικά προϊόντα πολύ ακριβότερα στις ΗΠΑ, σύμφωνα με το Spiegel. Επίσης, η Ουάσιγκτον σκέφτεται να επιβάλλει νέες κυρώσεις στο Ιράν – γεγονός που βρίσκει αντίθετη την Ευρώπη, και απαιτεί από τις Βρυξέλλες να εισάγουν φυσικό αέριο από εκείνη και όχι από τη Μόσχα. Όμως η λίστα των απαιτήσεων δεν μένει εκεί: Η Ουάσιγκτον απαιτεί επίσης από την Ευρώπη να ανοίξει την αγορά της στα ορμονικά επεξεργασμένα κρέατα – μια απαγόρευση που ισχύει στην Ε.Ε. από το 1989. Οι ΗΠΑ απείλησαν ότι αν δεν ικανοποιηθεί το αίτημά τους θα επιβάλλουν φόρους σε ευρωπαϊκά προϊόντα που θα μπορούσαν να ξεπερνούν το 100%.
Ένα ακόμη ευαίσθητο προϊόν που μπορεί να τεθεί επί τάπητος της Συνόδου, είναι το ατσάλι. Ο Τράμπ εδώ και καιρό προσπαθεί να εμποδίσει τις εισαγωγές φτηνού ατσαλιού από την Κίνα καθώς χτυπά τους εγχώριους παραγωγούς. Μάλιστα, είχε ζητήσει από τον υπουργό Εμπορίου να διενεργήσει μια μελέτη για το εάν οι φθηνές εισαγωγές πλήττουν την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Οι G20 τώρα ανησυχούν ότι λίγο πριν ή κατά τη διάρκεια της Συνόδου, ο Τράμπ θα μπορούσε να ανακοινώσει επιβολή φόρων σε τέτοιου είδους εμπόριο. Ένα τέτοιο μέτρο φυσικά θα έπληττε όσους εξάγουν ατσάλι προς τις ΗΠΑ και όχι μόνο την Κίνα. Η Ευρώπη, όμως, έχει ήδη δηλώσει μέσω της αρμόδιας Επιτρόπου, Σεσίλια Μαλμστρομ, ότι “εάν ο Τράμπ επιβάλλει δασμούς που θα πλήξουν τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, τότε η ΕΕ θα απαντήσει με αντίποινα”. Κάποια από αυτά θα μπορούσε να είναι η αύξηση των δασμών σε αγροτικά προϊόντα, όπως το καλαμπόκι, το ρύζι και η σόγια. Ο σκοπός θα είναι να στραφούν οι αμερικανοί αγρότες, που στήριξαν τον Τράμπ, εναντίον του. Επίσης, ήδη προετοιμάζεται ο δρόμος για μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την Ιαπωνία.
Οι αναλυτές, πάντως, διαπιστώνουν ότι σταδιακά οι ΗΠΑ αποσύρονται από όλα τα διεθνή σώματα: Μετά τη Συμφωνία για το Κλίμα και τις αντιδράσεις για τις εμπορικές συμφωνίες, διαφαίνεται και μια απομάκρυνση από τους G20. Η Ουάσιγκτον για παράδειγμα, δεν έχει εφαρμόσει, ούτε προτίθεται, το Σύμφωνο Basel III για τις κεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών, ενώ εκτιμάται ότι μάλλον θα αποτραβηχτεί και από τις προσπάθειες πάταξης των φορολογικών παραδείσων. Ένας βασικός λόγος για τον οποίο συστάθηκαν οι G20 ήταν η αποφυγή παγκόσμιων κρίσεων. Εάν οι ΗΠΑ απομονωθούν ή αποχωρήσουν, η Σύνοδος δεν θα έχει μετά κανένα νόημα.