ΝΑΤΟ-Ρωσία, η διαπραγμάτευση που δεν προοριζόταν να καρποφορήσει

Το δεύτερο μεγάλο διεθνές διπλωματικό ραντεβού της εβδομάδας αυτής, η συνεδρίαση του Μικτού Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας στις Βρυξέλλες υπήρξε εξίσου άκαρπο με το πρώτο, τον Στρατηγικό Διάλογο ΗΠΑ-Ρωσίας στη Γενεύη. Τα μέλη της Ατλαντικής Συμμαχίας αρνήθηκαν να συζητήσουν τη βασική “κόκκινη γραμμή” που θέτει η Μόσχα, ήτοι τη δέσμευση του ΝΑΤΟ ότι δεν πρόκειται να επεκταθεί περαιτέρω προς ανατολάς και θα αποσύρει επιθετικά όπλα από περιοχές κοντά στα ρωσικά σύνορα.

Όπως το έθεσε ο Γ.Γ. της συμμαχίας Γενς Στόλτενμπεργκ η πολιτική Ανοικτών Θυρών του ΝΑΤΟ δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση, καθώς εναπόκειται σε κάθε κράτος ξεχωριστά να προβαίνει ελεύθερα στις διαρρυθμίσεις ασφαλείας που επιθυμεί.

Οι σύμμαχοι έθεσαν από την πλευρά τους δικούς τους όρους για την πιθανή συνέχιση των συνομιλιών, με κυριότερους την επανέναρξη συνομιλιών για τον περιορισμό των εξοπλισμών και την αποκατάσταση διαύλων πολιτικοστρατιωτικής επικοινωνίας ΝΑΤΟ και Ρωσίας, με την επαναλειτουργία των γραφείων επαφής στη Μόσχα και τις Βρυξέλλες.

Συμβαίνει βέβαια να είναι το ίδιο το ΝΑΤΟ που τον Οκτώβριο μείωσε στο μισό την δύναμη της ρωσικής διπλωματικής παρουσίας στην έδρα του, με αποτέλεσμα η Μόσχα να αποφασίσει το κλείσιμο του γραφείου επαφής. Ενώ το ζήτημα των εξοπλισμών πρωτίστως αφορά τις πυρηνικές δυνάμεις, εκ των οποίων οι ΗΠΑ είναι αυτές που ήδη με την αποχώρηση από τη συνθήκη ΑΒΜ στις αρχές του αιώνα, δηλ. σε περίοδο “μήνα του μέλιτος” στις ρωσο-αμερικανικές σχέσεις, κατέλυσαν το νομικό πλαίσιο που είχε διαμορφωθεί μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις δεκαετιών.

Η αμερικανίδα υφυπουργός Εξωτερικών Ουέντι Σέρμαν υποστήριξε ότι εναπόκειται στη Ρωσία να επιλέξει την οδό της διπλωματίας και να αποκλιμακώσει την ένταση (κυρίως στα σύνορα με την Ουκρανία), ενώ διατύπωσε την υποψία ότι η ρωσική διαπραγματευτική παρουσία είναι απλώς ένα “σόου”.

Κατά μία έννοια, έχει δίκιο. Διότι πρώτος ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ προεξόφλησε τη μη αποδοχή από τη Δύση των δύο σχεδίων διεθνών συνθηκών που η Μόσχα επέδωσε στα μέσα Δεκεμβρίου.

Οπότε μένει η απορία: Για ποιον λόγο κινητοποιήθηκε με ρωσική κυρίως πρωτοβουλία η διαπραγματευτική προσπάθεια αυτής της εβδομάδας;

Στη ρωσική δημόσια συζήτηση διατυπώνεται εδώ και καιρό η άποψη ότι η Δύση (και κυρίως οι ΗΠΑ) είναι ένας παίκτης “νιενταγκαβαρασπασόμπνι”, ήτοι μη δυνάμενος να οδηγηθεί σε αξιόπιστη συμφωνία. Η αξιολόγηση αυτή συνδέεται με το “πνεύμα εξαίρεσης” που διέπει την Ουάσιγκτον, ως δύναμη που δεν δέχεται να κριθεί με τα μέτρα και να υποστεί τους περιορισμούς των υπολοίπων κρατών. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αντιμετωπίζονται υποτιμητικά από τη Μόσχα ως κράτη χωρίς στρατηγική αυτονομία και πραγματική κυριαρχία, προοριζόμενα να ακολουθήσουν την γραμμή που εκάστοτε εκπονείται στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.

Αλλά με αυτή τη λογική, πραγματική διαπραγμάτευση δεν είναι δυνατόν να υπάρξει παρά μόνο εάν μεσολαβήσει κάτι το οποίο θα διαρρήξει την αυτοεικόνα των Δυτικών και αλλάξει τον συσχετισμό δύναμης. Συνεπώς, τα όσα συμβαίνουν αυτή την εβδομάδα δεν είναι παρά η νομιμοποιητική (εντός και εκτός συνόρων) προεργασία για αυτό το “κάτι”.

Οι Ρώσοι ιθύνοντες έχουν ανοικτά δηλώσει ότι εάν οι προτάσεις τους δεν βρουν ανταπόκριση θα προχωρήσουν σε “τεχνικά-στρατιωτικά μέτρα”. Θα ήταν ευχής έργον να καταλάβαινε κανείς εκ των προτέρων ποια θα είναι αυτά. Πάντως η επικέντρωση των κυβερνήσεων και των μέσων ενημέρωσης της Δύσης στο ενδεχόμενο μιας εισβολής στην Ουκρανία συσκοτίζει τη γκάμα των διαθέσιμων επιλογών της Μόσχας.

Το σημαντικό πάντως ωστόσο ότι ο ίδιος ο Βλαντίμιρ Πούτιν με την κίνηση που ακολουθεί έχει απαγορεύσει στον εαυτό του το σενάριο της υποχώρησης και είναι πλέον υποχρεωμένος με κάποιον τρόπο να “δράσει”. Το φανερώνει αυτό και η πρόσφατη αποστροφή του “Έχουν φθάσει στο κατώφλι μας και δεν έχουμε πού να πάμε παραπίσω”.

Στο Καπιτώλιο οι γερουσιαστές Ρόμπερτ Μενέντεζ και Τεντ Κρουζ συναγωνίζονται για το ποιος θα εισηγηθεί αυστηρότερη δέσμη κυρώσεων κατά της Ρωσίας, σε περίπτωση που αυτή επιτεθεί στην Ουκρανία. Όμως την ίδια στιγμή, ο Γενς Στόλτενμπεργκ έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν προβλέπεται άμεση εμπλοκή του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, εφόσον αυτή δεν είναι μέλος του.

Αλλά το ενδεχόμενο περαιτέρω κυρώσεων δεν δείχνει πια να απασχολεί την Ρωσία, η οποία από το 2014 βρίσκεται υπό οικονομική πολιορκία, την οποία αντιμετώπιση με την ανάκτηση της εγχώριας αγοράς της και την εμβάθυνση των δεσμών της με την Κίνα. Κρατά άλλωστε έναν πολύτιμο “όμηρο”: την ενεργειακά εξαρτημένη Ευρώπη. Πώς θα μπορούσε λοιπόν να ενεργοποιηθεί η “πυρηνική απειλή” της αποβολής της Ρωσίας από το σύστημα Swift, δίχως την έλευση ενός ευρωπαϊκού “ενεργειακού χειμώνα”;

Πηγή: capital.gr

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.