Κάθε πρωί, δεκάδες ταλαιπωρημένοι πολίτες σχηματίζουν ουρά έξω από το κέντρο έκδοσης διαβατηρίων της Βενεζουέλας. Οι ελλείψεις βασικών ειδών και η έξαρση της βίας έχουν επιδεινώσει σημαντικά τις συνθήκες διαβίωσης, με αποτέλεσμα ολοένα περισσότεροι Βενεζουελάνοι να στρέφονται στη μετανάστευση, αναφέρει σε δημοσίευμά του ο Economist.
Τον Σεπτέμβριο, η αρμόδια υπηρεσία ανακοίνωσε ότι το υλικό για την πλαστικοποίηση των διαβατηρίων τελείωσε. «Μου είπαν να περιμένω οκτώ μήνες ακόμη» αναφέρει αγανακτισμένος ο Μάρτιν, αν και παραδέχεται ότι ένα «φακελάκι» 250 δολαρίων θα επισπεύσει… τη διαδικασία.
Καθώς οι πολίτες βυθίζονται στην απόγνωση, ανάλογο είναι το κλίμα και στην κυβέρνηση του Νικόλας Μαδούρο που βλέπει τις πολιτικές που εφαρμόζει να οδηγούν την οικονομία της χώρας στην καταστροφή. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της κεντρικής τράπεζας, στις οποίες έχει πρόσβαση το Reuters, το ΑΕΠ σημείωσε βουτιά 18,6% το 2016, ενώ ο πληθωρισμός άγγιξε το 800%. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι ο πληθωρισμός θα ανέβει ακόμη πιο ψηλά –στο 2,200% το τρέχον έτος. Σημειώνεται ότι το 2001 η Βενεζουέλα ήταν το πιο πλούσιο κράτος της Λατινικής Αμερικής, ενώ σήμερα είναι η φτωχότερη.
Τα «κακά νέα» δεν βρήκαν ευήκοα ώτα στον πρόεδρο Μαδούρο, ο οποίος έσπευσε να κατηγορήσει ξένα και εγχώρια «κυκλώματα», δηλώνοντας πλήρη άρνηση να αποδεχθεί τα στοιχεία. Αμέσως μετά τη διαρροή των στοιχείων, απέλυσε τον πρόεδρο της κεντρικής τράπεζας, Νέλσον Μερέντες, κατηγορώντας τον για τη διαρροή. Ίσως, βέβαια, να του «την είχε φυλαγμένη» για την άστοχη πρωτοβουλία της κυβέρνησης τον Δεκέμβριο να θέσει σε κυκλοφορία καινούργια χαρτονομίσματα.
Δεν αποτελεί έκπληξη που εν μέσω καλπάζοντος πληθωρισμού το χαρτονόμισμα των 100 μπολιβάρ κρίθηκε αναγκαίο να αντικατασταθεί με ένα άλλο, μεγαλύτερης ονομαστικής αξίας –ένα χαρτονόμισμα αξίας 20.000 μπολιβάρ. Οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης ότι προχώρησε στην ενέργεια αυτή για να «τιμωρήσει» τους αποταμιευτές δεν ευσταθεί, αφού δεν έχει νόημα να αποθησαυρίζει κανείς σε συνθήκες ακραίου πληθωρισμού.
Η αντικατάσταση της διοίκησης της κεντρικής τράπεζας δεν εγγυάται τη λήψη καλύτερων πολιτικών. Ο νέος πρόεδρος Ρικάντρο Σανγκουίνο, πρώην ακαδημαϊκός και υποστηρικτής της μαρξιστικής θεωρίας, υπηρέτησε 15 χρόνια το κυβερνών κόμμα των Σοσιαλιστών στα βουλευτικά έδρανα. Ωστόσο, οι εξουσίες του είναι περιορισμένες μπροστά στον Ραμόν Λόμπο, τον τσάρο της οικονομίας.
Όποιος και να αναλάβει τα ηνία της οικονομικής πολιτικής στην κυβέρνηση Μαδούρο, υπό τις σημερινές συνθήκες, δεν θα καταφέρει να θεραπεύσει τις οδυνηρές συνέπειες της φτώχειας στην οποία έχει βυθιστεί η χώρα. Στις αιτίες του προβλήματος περιλαμβάνεται ο έλεγχος των ισοτιμιών και των τιμών των βασικών αγαθών που οδήγησαν στα άδεια ράφια των σουπερμάρκετ. Μεγάλη μάστιγα είναι, επίσης, η διαφθορά, οι ανεξέλεγκτες δημόσιες δαπάνες, η κρατικοποίηση του ιδιωτικού κλάδου, η κατάρρευση της κρατική πετρελαϊκής PDVSA –από την οποία γεμίζουν τα ταμεία του κράτους.
Οι Βενεζουελάνοι έχασαν την πίστη τους στο καθεστώς, μετά τον θάνατο του Ούγκο Τσάβες που κυβέρνησε τη χώρα από το 1999 έως το 2013. Ο διάδοχός του, Νίκολας Μαδούρο, παρουσιάζει ποσοστό αποδοχής μόλις 24% στις δημοσκοπήσεις. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι τον Δεκέμβριο του 2015 εξελέγη νέα Βουλή όπου πλειοψηφούν οι βουλευτές της αντιπολίτευσης.
Ο πρόσφατος διορισμός του σκληροπυρηνικού Ταρέκ Ελ Αισάμι στη θέση νέου αντιπροέδρου από τον Μαδούρο υποδηλώνει την απομάκρυνση της κυβέρνησης από τον διάλογο και τις μεταρρυθμίσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις πρώτες αποφάσεις που έλαβε ο Αισάμι μόλις ανέλαβε καθήκοντα ήταν να συλλάβει τον Γκίλμπερ Κάρο, έναν πολιτικό της αντιπολίτευσης.
Μπροστά σε ένα πρωτοφανές αδιέξοδο, ο Μαδούρο ποντάρει σε δύο στοιχήματα: το πρώτο είναι η αποσταθεροποίηση της αντιπολίτευσης. Οι έριδες στους κόλπους της Δημοκρατικής Ενότητας εντείνονται στην προσπάθειά τους να «ρίξουν» τον πρόεδρο. Εκτός αυτού, η συμμαχία δεν διαθέτει κάποιον χαρισματικό ηγέτη που θα κερδίσει τους φτωχούς και προδομένους Βενεζουελάνους.
Το δεύτερο στοίχημα του Μαδούρο είναι η ελπίδα ότι η τιμή του πετρελαίου θα ανακάμψει στα προηγούμενα, ένδοξα επίπεδα. Η PDVSA, όμως, έχει πέσει θύμα κακοδιαχείρισης και απουσίας επενδύσεων που δύσκολα θα μπορέσει να αξιοποιήσει μια ανατίμηση του πετρελαίου. Λόγω αυτών των προβλημάτων, το 2017 η παραγωγή πετρελαίου μειώθηκε κατά 10% και δεν διαφαίνεται ανάκαμψη της παραγωγής φέτος. Ο πρόεδρος, πάντως, υπόσχεται ότι «το 2017 η οικονομία της χώρας θα αλλάξει σελίδα». Η αισιοδοξία του, πάντως, δεν έχει σταθεί αρκετή για να μειώσει τις ουρές έξω από την υπηρεσία διαβατήριων.