Μια δίκη αυτές τις ημέρες σε δικαστήριο του Κιγκάλι, πρωτεύουσας της Ρουάντας, ξυπνά συγκλονιστικές μνήμες μιας από τις μεγαλύτερες γενοκτονίες της ανθρώπινης ιστορίας που διήρκεσε μόλις 100 ημέρες με πάνω από 800.000 νεκρούς. Τότε, τον Απρίλιο του 1994, η ανθρωπότητα ήταν απασχολημένη με άλλες εξελίξεις λίγα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Η ΕΕ, την προεδρία της οποίας είχε το πρώτο εξάμηνο η Ελλάδα, αντιμετώπιζε την χιονοστιβάδα των ανεξαρτητοποιήσεων και των συνεπειών τους από τη διάλυση της τότε Γιουγκοσλαβίας, και το ελληνικό υπουργείο των Εξωτερικών υπό τον Κάρολο Παπούλια ήταν απασχολημένο με το λεγόμενο Σκοπιανό.
“Αφρικανός Όσκαρ Σίντλερ”
Χιλιάδες χιλιόμετρα μακρύτερα εκτυλίσσονταν σφαγές ασύλληπτες από ανθρώπινο νου. Ομάδες της φυλής των Χούτου και κυβερνητικές δυνάμεις με μανσέτες, φτυάρια, γκλομπ και ό, τι άλλο διέθεταν, αποκεφάλιζαν Τούτσι σε σπίτια, στους δρόμους, σε εκκλησίες, σε σχολεία. Οι δρόμοι του Κιγκάλι είχαν γεμίσει πτώματα, η μυρωδιά του αίματος έπνιγε την ανάσα. Μικρή γεύση του τι συνέβη εκείνες τις 100 ημέρες δίνει το φιλμ “Hotel Rwanda“, που προβλήθηκε το 2004 σε σκηνοθεσία Τέρι Τζορτζ. Η ιστορία εκτυλίσσεται στο ξενοδοχείο πέντε αστέρων Les Milles Collines, που ανήκε τότε στην βελγική αεροπορική εταιρεία Sebena. Ο Βέλγος ιδιοκτήτης του κατάφερε να φυγαδευτεί από την χώρα και ανέλαβε ο μάνατζερ Πολ Ρουσεμαγκίνα. Το πρόσωπο είναι υπαρκτό. Ενώ έξω από το ξενοδοχείο το αίμα έρρεε, 1268 άνθρωποι βρήκαν καταφύγιο μέσα στο ξενοδοχείο από τον Πολ, από πατέρα Τούτσι και μητέρα Χούτου. Κοιμόντουσαν στα υπερπολυτελή 113 δωμάτια, στους διαδρόμους, στα σαλόνια σε στιλ αποικιοκρατικό, και όταν στέρεψαν οι βρύσες, αναγκάζονταν να πίνουν νερό της πισίνας. Ο Ρουσεμαγκίνα κατάφερε, πότε με κόλπα, πότε με χρήματα και ποτά, να κρατά τους Χούτου έξω από το ξενοδοχείο, σώζοντας ζωές. Έγινε αυτό που αργότερα κυκλοφόρησε ευρύτατα ως χαρακτηρισμός, ο Αφρικανός Όσκαρ Σίντλερ.
Όταν σταμάτησε η αιματοχυσία, ο Ρουσεμαγκίνα και η οικογένειά του δέχθηκαν απειλές και αναγκάστηκαν οδικώς μέσω της Ουγκάντας να καταφύγουν στο Βέλγιο, πρώην αποικιοκρατική δύναμη στη Ρουάντα, όπου ζήτησε πολιτικό άσυλο. Ο Ρουσεμαγκίνα πήρε βελγικό διαβατήριο και σπίτι έξω από τις Βρυξέλλες, αλλά επειδή και εκεί δεν ένιωθε ασφαλής μετακόμισε μόνιμα στο Σαν Αντόνιο του Τέξας. Το φιλμ “Hotel Rwanda“ περιγράφει την ηρωϊκή, σύμφωνα με τα τότε δεδομένα, πλευρά του ανδρός, ο οποίος τιμήθηκε με το αμερικανικό Μετάλλιο της Ελευθερίας από τα χέρια του προέδρου Μπους τζούνιορ στον Λευκό Οίκο, ταξίδευε σε ολόκληρο τον κόσμο προσκεκλημένος επ΄ αμοιβή σε ομιλίες για την ελευθερία και φιγουράριζε σε φωτογραφίες με προσωπικότητες από την πολιτική και καλλιτεχνική ζωή.
“Γιατί με κριτικάρουν τώρα;”
Την άλλη λιγότερο ηρωϊκή πλευρά της ιστορίας που εκτυλίχθηκε στα πολυτελή σαλόνια του ξενοδοχείου περιγράφει τον Ιανουάριο του 2012 η Süddeutsche Zeitung σε άρθρο με τίτλο “Κυνικές μπίζνες με τη γενοκτονία”. Ο αρθρογράφος πήγε στο ξενοδοχείο και μίλησε με τον ρεσεψιονίστ, που εκείνη την εποχή ανήκε ανάμεσα στους 1268 τυχερούς. “Οταν πήρε τη διεύθυνση του ξενοδοχείου ο Ρουσεμαγκίνα ανάγκαζε τους πρόσφυγες να πληρώνουν σαν να ήταν επισκέπτες, όποιος δεν είχε, δεν του έδινε ούτε νερό ούτε τρόφιμα, και τον πετούσε από τα δωμάτια. Στη συνέχεια ανάγκαζε άλλους να του γράφουν σπίτια και αυτοκίνητα. Πώς μπορεί να αποκαλεί κάποιος ήρωα έναν τέτοιον άνθρωπο”; Ο αρθρογράφος παραθέτει άλλη μια μαρτυρία, του διευθυντή του Kigali Memorial Center. „Το μεγαλύτερο σκάνδαλο έγκειται στο ότι ο Ρουσεμαγκίνα συνεχίζει να παίρνει μετάλλια και βραβεία”. Για να διασταυρώσει η εφημερίδα τις καταγγελίες ο αρθρογράφος τηλεφώνησε στο Βέλγιο, στον ίδιο τον Ρουσεμαγκίνα. “Κανείς μέχρι τώρα δεν έχει προβεί σε τέτοιους ισχυρισμούς. Παρά μόνο τώρα, που εκφράστηκα πολιτικά κατά του προέδρου Πολ Καγκαμέ και πιθανόν αισθάνεται απειλούμενος. Αλλά ρωτήστε αυτούς που με κριτικάρουν, γιατί το κάνουν τώρα” απάντησε.
Σε ότι αφορά στα χρήματα παραδέχθηκε ότι είχε ζητήσει από μερικούς αρχικά, γιατί “νομίσαμε ότι η αναμπουμπούλα θα διαρκούσε λίγες ημέρες. Για μένα σημασία έχει ότι όλοι βγήκαν ζωντανοί από τη γενοκτονία και εγκατέλειψαν το ξενοδοχείο χωρίς γρατζουνιά”. Και σήμερα, τι κάνει ο ήρωας του ξενοδοχείου Les Milles Collines; Από την Τετάρτη 18.02, κάθεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου στο Κιγκάλι. Αντιμετωπίζει 13 κατηγορίες, μεταξύ αυτών της τρομοκρατίας και σύστασης ένοπλης πτέρυγας του αντιπολιτευόμενου κόμματος FNL (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), που οι αρχές της χώρας κατηγορούν ότι βρίσκεται πίσω από σειρά βομβιστικών επιθέσεων το 2018 σε τουριστικά θέρετρα της χώρας. Ένας από τους συγκατηγορούμενούς του, που “προσέγγισε” η εισαγγελία, φαίνεται να έδωσε επιβαρυντικά στοιχεία γι αυτόν.
Ο ήρωας, κατηγορούμενος
Αλλά και ο Ρουσεμαγκίνα δεν έκρυψε ποτέ το μίσος του για τον πρόεδρο της Ρουάντα Πολ Καγκαμέ, που κυβερνά τη χώρα από το 2000 με σιδηρά πυγμή. Υπάρχουν πληροφορίες ότι έχει εξοντώσει πολιτικούς αντιπάλους μέσα και έξω από τη χώρα και ότι ασκεί την εξουσία με μια μικρή ομάδα από τη φυλή Τούτσι, στην οποία ανήκει. Η φήμη του Καγκαμέ αμαυρώθηκε ακόμη περισσότερο από έκθεση του ΟΗΕ το 2010, στην οποία κατηγορήθηκαν στρατιώτες της Ρουάντας και σύμμαχοί τους αντάρτες για βιασμούς, θανατώσεις χιλιάδων αμάχων και στρατολόγηση ανήλικων στο ανατολικό Κονγκό. Το 2012 ακολούθησε και δεύτερη έκθεση του ΟΗΕ με ανάλογες κατηγορίες, για τις οποίες ο Καγκαμέ εισέπραξε, και μάλιστα δημόσια, ασυνήθιστη κριτική από τον τότε πρόεδρο Ομπάμα. Προβληματισμό προκαλεί ο τρόπος που συνελήφθη ο Ρουσεμαγκίνα στο διεθνές αεροδρόμιο του Κιγκάλι, έπειτα από ένα ταξίδι μέσω Ντουμπάι στο Μπουρούντι, όπου θα μιλούσε για τη γενοκτονία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Στον εισαγγελέα υποστήριξε ότι είναι θύμα απαγωγής, Βέλγος υπήκοος και κάτοικος ΗΠΑ, ότι το δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο και ότι οι κατηγορίες δεν ευσταθούν. Η οικογένειά του κάνει λόγο για μια δίκη-κωμωδία που παραβιάζει το διεθνές δίκαιο. Η δικαστική τροπή στη ζωή του Ρουσεμαγκίνα προσέλκυσε το ενδιαφέρον του νέου Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν αλλά και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο ζήτησε την απελευθέρωσή του. Η συνέχεια θα δοθεί στην επόμενη δικάσιμο, στις 26 Φεβρουαρίου, στο Κιγκάλι. Και πιθανότατα κάποια στιγμή και πάλι στη μεγάλη οθόνη.
Ειρήνη Αναστασοοπούλου / NYT / Libération /AP