Η αλήθεια για το «σχέδιο Κίσινγκερ» και ο Κ. Μητσοτάκης

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ: Τα αμερικανικά αρχεία διαψεύδουν την αισιοδοξία της κυβέρνησης για το ελληνο-τουρκικό ● Ποιοι και γιατί επαναφέρουν ως λύση τη «συνεκμετάλλευση» στο Αιγαίο.

Με όρους καθαρά εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης επιχειρεί η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τα κρίσιμα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής που ορθώνονται μπροστά της. Ο εκνευρισμός της από την αποτυχημένη επίσκεψη του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ την οδηγεί σε μια σειρά δηλώσεις που προδίδουν αμηχανία, αδυναμία ανάγνωσης της συγκυρίας και υπόγειες εσωκομματικές αντιθέσεις.

Οι σημαντικότερες από αυτές είναι η αναφορά στην επιστολή Κίσινγκερ του 1976 και βέβαια η συζήτηση για την προοπτική συνεκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στο Αιγαίο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Οπως προκύπτει από τα ντοκουμέντα που παρουσιάζουμε σήμερα, ο τρόπος που προσεγγίζει το ζήτημα η κυβέρνηση υποδηλώνει μια προχειρότητα ασυγχώρητη για τόσο σοβαρά θέματα.

Μέρες του 1976

Ηταν πρώτος ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας εκείνος ο οποίος παρουσίασε στις 21.1 την επιστολή του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο προς τον Ελληνα πρωθυπουργό ως ένα επίσημο κείμενο που «επιβεβαιώνει ότι οι σχέσεις Ελλάδας – ΗΠΑ βρίσκονται στο καλύτερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών» και αποτελεί «αποστομωτική απάντηση σε αυτούς που βιάστηκαν να απαξιώσουν την επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Ουάσινγκτον».

Ουάσινγκτον, 15 Απριλίου 1976: Ο υπουργός Εξωτερικών Δημήτρης Μπίτσιος και ο Χένρι Κίσινγκερ επισφραγίζουν με χειραψία μια νέα τετραετή συμφωνία για τις αμερικανικές βάσεις με αντίτιμο ετήσια βοήθεια 700 εκατ. δολαρίων προς την Ελλάδα.

Ως απόδειξη αυτού του ισχυρισμού, ο κ. Πέτσας συνέκρινε την επιστολή Πομπέο με την επιστολή που απηύθυνε τον Απρίλιο του 1976 ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ προς τον Ελληνα ομόλογό του Δημήτριο Μπίτσιο, δηλώνοντας, μάλιστα, ότι «εδώ έχουμε ένα βήμα ακόμα παραπέρα. Δεν μιλάμε μόνο για αποφυγή επιθετικών ενεργειών, οι οποίες καταδικάζονται, δεν μιλάμε μόνο για αποφυγή λύσεων με στρατιωτικά μέσα. Μιλάμε για μια εγγύηση, η οποία έχει να κάνει με τη στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών στην ευημερία, στη δημοκρατία και στην ασφάλεια στην Ελλάδα».

Γιατί επανέρχεται ως λύση η συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο

Στο ίδιο κλίμα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, λίγες μέρες αργότερα από το βήμα της Βουλής θα υπερηφανευτεί: «Η τελευταία φορά, επειδή σας βλέπω να γελάτε ειρωνικά, που λάβαμε τέτοια επιστολή από Αμερικάνο υπουργό Εξωτερικών ήταν το 1976 στην περιβόητη ανταλλαγή επιστολών Κίσινγκερ και Μπίτσιου» (30.1.2020). Τα ίδια είχαν υποστηρίξει νωρίτερα και οι αρμόδιοι υπουργοί Εξωτερικών Ν. Δένδιας και Εθνικής Αμυνας Ν. Παναγιωτόπουλος.

Ο κ. Μητσοτάκης είχε δίκιο σε ένα μόνο σημείο: πράγματι, η επιστολή Κίσινγκερ μπορεί να χαρακτηριστεί «περιβόητη», εφόσον αποτελούσε στη συγκυρία του 1976 το φύλλο συκής της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στην ελληνοτουρκική διαμάχη.

Αν ήθελε κανείς να είναι ακριβής, θα έλεγε ότι η επιστολή Κίσινγκερ της 10ης Απριλίου 1976 ήταν απλώς στάχτη στα μάτια της ελληνικής πλευράς. Αλλωστε ο ίδιος ο Κίσινγκερ έχει περιγράψει σε αυτοβιογραφικό του κείμενο για ποιο λόγο προέκρινε εκείνη την περίοδο την Τουρκία: «Είχα απορρίψει μια πολιτική απομόνωσης και ταπείνωσης της Ελλάδας –όσες επιφυλάξεις κι αν είχα για την κυβέρνησή της [σ.σ. εννοεί τη χούντα]– επειδή τη θεωρούσα απαραίτητο πυλώνα της στρατηγικής μας για το ΝΑΤΟ. Αλλά από γεωπολιτική άποψη, η Τουρκία ήταν, αν μη τι άλλο, ακόμα πιο σημαντική. Εχοντας σύνορα με τη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία, τη Σοβιετική Ενωση και την Ευρώπη, η Τουρκία ήταν απαραίτητη για την αμερικανική πολιτική.

Η Τουρκία ήταν ένας πιστός σύμμαχος ολόκληρη την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Τα τουρκικά στρατεύματα είχαν πολεμήσει στο πλευρό μας στην Κορέα. Είκοσι έξι ηλεκτρονικοί σταθμοί παρακολουθούσαν τους σοβιετικούς πυραύλους από το τουρκικό έδαφος. Ολα αυτά με έκαναν εξαιρετικά απρόθυμο να επιβάλλουμε κυρώσεις στην Τουρκία» (Henry Kissinger, «Years of Renewal», Simon and Schuster, Νέα Υόρκη 1999, σ. 225).

Η επιστολή του 1976 συντάχθηκε για να καθησυχάσει την ελληνική πλευρά, μετά την απόφαση της κυβέρνησης των ΗΠΑ να ακυρώσει στην πράξη το εμπάργκο πώλησης όπλων που είχε επιβληθεί από το Κογκρέσο στην Τουρκία μετά την εισβολή στην Κύπρο και την κατοχή μεγάλου μέρους του νησιού. Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 26 Μαρτίου 1976, ο Κίσινγκερ είχε υπογράψει αμυντική συμφωνία με τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας Τσαγλαγιανγκίλ για την παραμονή των αμερικανικών βάσεων, σε ευθεία σύγκρουση με την πολιτική του Κογκρέσου.

Αυτή η συμφωνία υπήρξε, σύμφωνα με όσα έγραφε ο κορυφαίος Ελληνας διεθνολόγος Αργύρης Φατούρος, «μια καλά υπολογισμένη κίνηση που αποσκοπούσε να ταπεινώσει και να αποδυναμώσει την κυβέρνηση Καραμανλή, με την οποία [η αμερικανική κυβέρνηση] βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις για το μέλλον των βάσεων των ΗΠΑ στην Ελλάδα» (A.A. Fatouros, «The Turkish Aid Ban: Review and Assessment», 1976).

Μπορούμε σήμερα να έχουμε μια πλήρη εικόνα των διπλωματικών τριγωνικών σχέσεων ΗΠΑ – Ελλάδας – Τουρκίας εκείνης της περιόδου χάρη στα πολύτιμα Wikileaks, αλλά και επειδή έχουν αποχαρακτηριστεί πολλά απόρρητα έγγραφα της εποχής και είναι προσβάσιμα στα επίσημα αμερικανικά αρχεία. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, η επιστολή Κίσινγκερ δεν είναι μια διπλωματική κίνηση για την οποία θα πρέπει να περηφανεύεται ο Ελληνας πρωθυπουργός και να διαλαλεί ότι κατόρθωσε την επανάληψή της.

Για την ακρίβεια, η επιστολή Κίσινγκερ προς Μπίτσιο αποτελεί το τελικό κείμενο μιας σειράς διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ, με την ελληνική πλευρά να πιέζει για εγγυήσεις και την αμερικανική να δέχεται μόνο γενικόλογες διατυπώσεις.

Οι διαπραγματεύσεις αυτές, που ξεκίνησαν από τον Μάρτιο του 1976, έχουν καταγραφεί σε τηλεγραφήματα που δημοσιοποιήθηκαν από τα Wikileaks και έχουν πηγή το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα. Ενδεικτικά: ATHENS 02069 (4.3.1976), ATHENS 03538 (12.4.1976), STATE 084183 (7.4.1976), STATE 085417 (8.4.1976), STATE 090620 (16.4.1976). Η πορεία των διαπραγματεύσεων αυτών έχει καταγραφεί σε μονογραφία του καθηγητή Ριζά (Sotiris Rizas, «Cold War in the Aegean. Managing a conflict between allies: United States policy towards Greece and Turkey in relation to the Aegean dispute», 1974-76, «Cold War History», τ. 9,3, Αύγουστος 2009, σ. 367-387).

Η προτίμηση του Κίσινγκερ

Στις 12.4.1976, δυο μέρες δηλαδή μετά την τυπική ημερομηνία της επιστολής προς τον Μπίτσιο, ο Κίσινγκερ έστελνε μια άλλη επιστολή, με αποδέκτη τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας Τσαγλαγιανγκίλ (STATE 087644). Εκεί ο Κίσινγκερ εκμυστηρευόταν ότι η αμερικανική πολιτική παρέμενε ανισοβαρής υπέρ της Τουρκίας:

«Αγαπητέ κ. υπουργέ,

Συνεχίζω να πιστεύω ότι η επίσκεψή σας τον περασμένο μήνα στην Ουάσινγκτον και η επιτυχής κατάληξη στη νέα Συμφωνία Αμυντικής Συνεργασίας θα συμβάλει στο να διαλυθούν τα σύννεφα που είχαν σκιάσει τις αμερικανο-τουρκικές διμερείς σχέσεις. Σύντομα θα καταθέσουμε τη Συμφωνία στο Κογκρέσο με το αίτημα να εγκριθεί αμέσως. Θα καταβάλουμε κάθε προσπάθεια να πείσουμε το Κογκρέσο να καταλήξει σε συμφωνία, κάτι που ανταποκρίνεται σαφώς στις αναγκαιότητες της ασφάλειας της Δύσης. Ελπίζω σε ένα σύντομο θετικό αποτέλεσμα.

Πιστεύω ότι έχετε ενημερωθεί από τις επίσημες ανακοινώσεις στην Αθήνα και την Ουάσινγκτον ότι εδώ και πολλούς μήνες η Ελλάδα και οι Ηνωμένες Πολιτείες διαπραγματεύθηκαν ορισμένα σημεία στις δικές τους διμερείς αμυντικές σχέσεις, οι οποίες, όπως οι αμερικανο-τουρκικές σχέσεις, έχουν σχεδιαστεί τα τελευταία 25 χρόνια για να ενισχυθούν οι στενές αμυντικές σχέσεις των δύο κρατών. Καθώς φαίνεται αυτές οι διαπραγματεύσεις μπορεί τώρα να προχωρήσουν με πιο γρήγορο ρυθμό. Η ελληνική κυβέρνηση έχει ξεκάθαρα επανακαθορίσει τις θέσεις της στη διαπραγμάτευση υπό το φως της αμερικανικο-τουρκικής συμφωνίας, η οποία δημοσιοποιήθηκε αμέσως μετά την υπογραφή της, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για λόγους εσωτερικής πολιτικής στην Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει σε παράλληλες διευθετήσεις.

Η αμερικανική κυβέρνηση είναι έτοιμη να αποδεχθεί ένα σύνολο αρχών για την υλοποίηση αυτής της προσέγγισης. Θα ήθελα να γνωρίζετε ότι καθώς συζητούμε βοήθεια στην Ελλάδα στο πλαίσιο μιας πολυετούς συμφωνίας, το συνολικό ποσό θα είναι μικρότερο από αυτό που προβλέπεται στη συμφωνία ανάμεσά μας και θα περιλαμβάνει την πιθανότητα μιας οικονομικής βοήθειας ως μέρους του συνόλου.

Θα πρέπει επίσης να γνωρίζετε ότι έχω προσκαλέσει τον Ελληνα υπουργό Εξωτερικών στην Ουάσινγκτον για να συζητήσουμε τη διμερή αμυντική μας σχέση και αναμένουμε να τον δούμε εδώ αυτή τη βδομάδα. Είπε ότι όταν θα βρίσκεται εδώ, θα ήθελε επίσης να συζητήσουμε για την Κύπρο και το Αιγαίο και εμείς συμφωνήσαμε σε γενικές γραμμές.

Οι απόψεις των ΗΠΑ σχετικά με τα ζητήματα αυτά είναι πολύ γνωστές και έχουν καταστεί σαφείς προς όλα τα μέρη, κατ’ επανάληψη, τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά. Και ενώ μπορεί να γίνουν δημόσιες δηλώσεις που αφορούν την Κύπρο και το Αιγαίο κατά την εδώ παραμονή του κ. Μπίτσιου, θα ήθελα να γνωρίζετε εκ των προτέρων ότι η πολιτική των ΗΠΑ παραμένει η ίδια.

Οσον αφορά το Αιγαίο, η αμερικανική προσέγγιση συνεχίζει να είναι αυτή που εξέφρασα στις Βρυξέλλες τον περασμένο μήνα. Πιστεύουμε ότι η Ελλάδα και η Τουρκία μπορούν και πρέπει να επιλύσουν οποιοδήποτε ζήτημα με ειρηνικά μέσα και ότι καμιά από τις δυο πλευρές δεν πρέπει να κάνει οτιδήποτε μπορεί να δυσχεράνει περαιτέρω μια φιλική λύση. […]

Κίσινγκερ»

Το μήνυμα Κίσινγκερ προς Μπίτσιο

Το τι ακριβώς εννοούσε ο Κίσινγκερ τον Απρίλιο στις επιστολές του προς τον Μπίτσιο και τον Τσαγλαγιανγκίλ έγινε φανερό τον Αύγουστο του 1976, όταν το τουρκικό ερευνητικό σκάφος «ΜΤΑ Σισμίκ Ι» (πρώην «Χόρα») άρχισε να διενεργεί σεισμικές έρευνες στο Αιγαίο. Το σκάφος είχε ξεκινήσει τις έρευνες από τον Ιούλιο, αλλά έφτασε πάνω από την ελληνική υφαλοκρηπίδα στις 5.8.1976. Η κρίση στο Αιγαίο έφερνε για ακόμα μία φορά τις δυο χώρες στα πρόθυρα της πολεμικής σύγκρουσης.

Tο τουρκικό ερευνητικό σκάφος «ΜΤΑ Σισμίκ Ι» που τον Αύγουστο του 1976 είχε προκαλέσει μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις

Οπως ήταν αναμενόμενο, μία από τις πρώτες ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης ήταν να απευθυνθεί στην κυβέρνηση των ΗΠΑ και να ζητήσει την τήρηση του περιεχομένου της επιστολής Κίσινγκερ. Στις 7.8.1976, με νέα επιστολή του, ο Δ. Μπίτσιος αναφερόταν στο περιεχόμενο της επιστολής της 10.4.1976 και ζητούσε επισήμως «την επέμβαση της κυβερνήσεως των Ηνωμένων Πολιτειών». Η επιστολή αυτή περιλαμβάνεται στο δημοσιευμένο Αρχείο Καραμανλή (τ. 9, σ. 273). Πουθενά δεν υπάρχει όμως η απάντηση. Την ανακαλύπτουμε και πάλι στα Wikileaks.

Πρόκειται για «προφορική απάντηση» που εγκρίθηκε από τον Κίσινγκερ στις 9.8.1976 (STATE 196890).

«Στο μήνυμά σας», λέει ο Κίσινγκερ στον Μπίτσιο, «αναφέρεστε στη συζήτησή μας στην Ουάσινγκτον τον περασμένο Απρίλιο, όπου υποστηρίξατε ότι οι δραστηριότητες του “Χόρα” (τώρα “Σισμίκ”) πάνω από την αμφισβητούμενη υφαλοκρηπίδα συνιστούν τουρκική πρόκληση. Σύμφωνα με τα αρχεία μας, εγώ δεν πήρα επ’ αυτού θέση, είτε τη μία είτε την άλλη. Και ο πρεσβευτής Κιούμπιτς ξεκαθάρισε τη θέση μας σ’ αυτό το ζήτημα κατά τη συζήτησή του με τον πρωθυπουργό Καραμανλή στις 28 Ιουλίου.

Πάντως, κατά τις πρόσφατες επαφές μας με την τουρκική κυβέρνηση ζητήσαμε απόλυτη αυτοσυγκράτηση στο ζήτημα του Αιγαίου, όπως κάναμε και με την ελληνική κυβέρνηση. Αντιλαμβανόμαστε ότι η θέση της τουρκικής κυβέρνησης είναι ότι οι έρευνες του “Σισμίκ Ι” δεν θα επηρεάσουν τις νομικές διεκδικήσεις των δυο κρατών στην υφαλοκρηπίδα. Επίσης ότι η τουρκική έρευνα στις αμφισβητούμενες περιοχές δεν συμπεριλαμβάνει επαφή με το έδαφος του βυθού.

Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει νομική ομοφωνία σ’ αυτό το ζήτημα, η δική μας θέση είναι ότι αυτή η έρευνα δεν παραβιάζει κατ’ ανάγκη τα δικαιώματα ενός παράκτιου κράτους στην υφαλοκρηπίδα. Σε κάθε περίπτωση, είμαι σίγουρος ότι θα συμφωνείτε πως η Ελλάδα διαθέτει πολλά μέσα προκειμένου να υποστηρίξει τις νομικές της θέσεις, χωρίς να καταφύγει στη βία, όπως λ.χ. μέσω επίσημης διαμαρτυρίας προς τους Τούρκους, όπως έχετε ήδη κάνει, ή μέσω μιας διαδικασίας διακανονισμού που θα αναλάβει ένα τρίτο μέρος.

Λαμβάνοντας υπόψη την αναφορά σας ότι το “Σισμίκ Ι” διεξήγαγε έρευνες σε αμφισβητούμενες περιοχές, θα έρθω και πάλι σε επικοινωνία με την τουρκική κυβέρνηση για να συστήσω αυτοσυγκράτηση και να επιβεβαιώσω την εντύπωσή μας ότι δεν διενεργείται επαφή με τον θαλάσσιο βυθό. Επίσης θα παροτρύνω την τουρκική κυβέρνηση, όπως κάνω και με την ελληνική, να βρεθούν μέσα για τη διευθέτηση των διαφορών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο μέσω διαπραγματεύσεων ή μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου, εφόσον μόνο με μια ειρηνική διευθέτηση αυτών των ζητημάτων είναι δυνατόν να αποφευχθεί μια σύγκρουση του είδους που συμβαίνει τώρα και να εξασφαλιστούν τα δικαιώματα των δύο πλευρών».

Το «σχέδιο Κίσινγκερ»

Ο πυρήνας των παραπάνω ντοκουμέντων προκύπτει και από μια απόρρητη έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που δημοσιεύτηκε στον ελληνικό Τύπο το 2008, λίγο μετά τον αποχαρακτηρισμό της (Αλέξης Παπαχελάς, «Το άκρως απόρρητο σχέδιο Κίσινγκερ για το Αιγαίο», «Το Βήμα», 24.11.2008). Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, κακώς η Ελλάδα θεώρησε την επιστολή Κίσινγκερ ως «εγγύηση» έναντι της Τουρκίας:

«Ως τώρα οι ΗΠΑ έχουν αποφύγει την άμεση ανάμειξή τους στη διένεξη του Αιγαίου. Εχουμε περιορισθεί στην αποθάρρυνση στρατιωτικών ενεργειών και την προτροπή στις δυο πλευρές να αρχίσουν τον διάλογο. Η επιστολή του υπουργού Εξωτερικών (Χένρι Κίσινγκερ) στον Μπίτσιο στις 10 Απριλίου ξεπέρασε αυτή τη θέση στο σημείο που ανέφερε πως “οι ΗΠΑ θα είναι ενεργά και κατηγορηματικά αντίθετες στην επιβολή στρατιωτικής λύσης από μία από τις δυο χώρες”. Αν και η θέση αυτή είναι ισορροπημένη, δεν αποτελεί την εγγύηση έναντι επιθετικών τουρκικών ενεργειών που ζητούσε η Ελλάδα.

Της δίνει όμως τη βάση για να επιδιώξει τη βοήθειά μας στην αποτροπή ή απόκρουση τουρκικών ενεργειών, όπως πτήσεων στρατιωτικών αεροσκαφών πάνω από τα ελληνικά νησιά, γυμνασίων σε ορισμένες περιοχές ή ακόμη και της αποστολής ερευνητικού σκάφους σε αμφισβητούμενες περιοχές».

Η διατύπωση είναι αποκαλυπτικά κυνική. Οι ΗΠΑ δίνουν «τη βάση» στην Ελλάδα για να ζητήσει «τη βοήθειά τους» για την αποτροπή τουρκικών ενεργειών, αλλά όπως είδαμε πιο πάνω, μόλις ζητήθηκε αυτή η βοήθεια στην περίπτωση του «Σισμίκ Ι», οι ΗΠΑ δήλωσαν απόλυτη ουδετερότητα. Και τι πρότειναν τελικά οι ΗΠΑ; Να προχωρήσουν Ελλάδα και Τουρκία σε «συνεκμετάλλευση» σε κάποια περιοχή του Αιγαίου, χωρίς να έχει προηγηθεί η διευθέτηση της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα:

«Με δεδομένο πως δεν θα υπάρξει σύντομα αμοιβαία αποδεκτή οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, είτε μέσω διαπραγματεύσεων είτε μέσω διαιτησίας, μπορεί να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο για τη διενέργεια κοινών ερευνών ή και τη συνεκμετάλλευση σε κάποια ζώνη του Ανατολικού Αιγαίου. […] Αυτό θα μπορούσε να γίνει ως εξής:

  • ● Η Ελλάδα και η Τουρκία να συμφωνήσουν στη συνεκμετάλλευση μιας ζώνης στο Ανατολικό Αιγαίο αλλά να την καθυστερήσουν ώσπου το Διεθνές Δικαστήριο να αποφασίσει όχι τα όρια της υφαλοκρηπίδας αλλά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα ορισθούν αυτά (π.χ. ο ρόλος ειδικών συνθηκών κ.α.).
  • ● Οι δυο χώρες να προχωρήσουν σε συνεκμετάλλευση, η οποία θα υλοποιείται παράλληλα με την παραπομπή του θέματος στο Δικαστήριο.
  • ● Η συμφωνία συνεκμετάλλευσης μπορεί να συνοδευθεί από μια συμφωνία περαιτέρω διαπραγμάτευσης για το τι και πώς θα παραπεμφθεί στο Δικαστήριο.

Η πρώτη λύση βρίσκεται στη μέση των ελληνικών και τουρκικών συμφερόντων ενώ η δεύτερη και η τρίτη κλίνουν περισσότερο προς την τουρκική επιθυμία να επιτευχθεί συμφωνία για τη συνεκμετάλλευση χωρίς διαιτησία».

«Συνεκμετάλλευση» ή «πόλεμος»;

Οταν λοιπόν τίθεται από κυβερνητικό στέλεχος σήμερα το ζήτημα της «συνεκμετάλλευσης» στο Αιγαίο ως αντίδοτο της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής (συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης, έρευνες «Ορούτς Ρέις») επανέρχεται στο προσκήνιο η αμερικανική πρόταση του 1976. Και μπορεί ο αναπληρωτής σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του πρωθυπουργού Θάνος Ντόκος, που αναφέρθηκε στη συνεκμετάλλευση, να έσπευσε να δικαιολογηθεί λέγοντας ότι εκφράζει «προσωπικές απόψεις» (θέση που επανέλαβε και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος), αλλά όταν τον επέλεξε για σύμβουλό του ο πρωθυπουργός ήταν ασφαλώς ενήμερος για αυτές τις «προσωπικές» θέσεις. Αλλωστε –και προς τιμήν του– τα ίδια έλεγε ο κ. Ντόκος και τον περασμένο Νοέμβριο, λίγες μέρες δηλαδή μετά την ανάληψη των νέων του καθηκόντων.

Ουάσινγκτον, Μάρτιος 1976: Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ (αριστερά) και ο Τούρκος ομόλογός του Ιχσάν Τσαγλαγιανκίλ (δεξιά) στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για μια νέα συμφωνία στρατιωτικών διευκολύνσεων προς τις ΗΠΑ από την Αγκυρα

Το ζήτημα της «συνεκμετάλλευσης» ως λύση επανέρχεται κάθε τόσο ως πανάκεια για την επίλυση μιας πολύπλοκης διαφοράς. Συζητήθηκε με πρωτοβουλία της Τουρκίας και κατά την περίοδο της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου το 2011, αλλά το ζήτημα επισκιάστηκε από τη ραγδαία επιδείνωση της οικονομικής κρίσης και την επαπειλούμενη κατάρρευση του πολιτικού συστήματος. Εκείνος που το είχε διατυπώσει με τον πιο ευθύ τρόπο ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης τον Μάιο του 1991.

Το σκάφος «Ορούτς Ρέις» που προκάλεσε την προηγούμενη εβδομάδα νευρικό κλονισμό στην κυβέρνηση

Από την Τουρκία όπου βρισκόταν για συναυλίες, ο κ. Θεοδωράκης είχε προτείνει ελληνοτουρκικό κονσόρτσιουμ για τα πετρέλαια του Αιγαίου, ώστε να μην έχουν οι δυο χώρες την ανάγκη των Αμερικανών («Τα Νέα», 4.5.1991). Εκείνη την περίοδο ο Θεοδωράκης ήταν υπουργός της κυβέρνησης Κων. Μητσοτάκη. Η αντιπολίτευση ζήτησε την παραίτησή του, ενώ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Κ. Πυλαρινός δήλωσε –τι άλλο;– ότι «ο κ. Θεοδωράκης εξέφρασε τις προσωπικές του απόψεις». Οπως συνέβαινε συχνά εκείνη την περίοδο, ο Θεοδωράκης λειτούργησε τότε ως «λαγός» της Ν.Δ., που διερευνούσε πραγματικά αυτό το ενδεχόμενο.

Το παράδοξο είναι ότι τα ίδια επανέλαβε ο μουσικοσυνθέτης με άρθρο του τον περασμένο Αύγουστο («Τα Νέα», 11.8.2019), ξαφνιάζοντας με την «ενδοτικότητά» του όσους παρακολουθούσαν εκστατικοί το εθνικιστικό του ξέσπασμα στα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, λίγους μήνες νωρίτερα.

Η αλήθεια είναι ότι πίσω από την ιδέα αυτή της συνεκμετάλλευσης κρύβεται η σκέψη ότι τα συμφέροντα των μεγάλων εταιρειών πετρελαίου μπορεί να επιβάλουν ειρήνη σε μια περιοχή. Πρόκειται για ένα είδος «ιδιωτικοποίησης» των διπλωματικών εντάσεων.

Αυτή η σκέψη έχει ήδη επικρατήσει σε μεγάλο βαθμό και στις συμμαχίες που έχουν διαμορφωθεί στην Ανατολική Μεσόγειο (Κύπρος, Ισραήλ, Αίγυπτος, Ελλάδα), μόνο που από πουθενά δεν επιβεβαιώνεται ότι ο οικονομικός ανταγωνισμός οδηγεί υποχρεωτικά στην ειρήνη. Η ιστορία μάς διδάσκει μάλλον το αντίθετο.

Πηγή

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.