Συντάκτης: Γιώργος Γιαννουλόπουλος
Χωρίς αμφιβολία το πιο επίδικο ζήτημα από τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την εξουσία είναι το χάσμα ανάμεσα στις υποσχέσεις και τις πράξεις του.
Η αντιπολίτευση τους χαρακτηρίζει ψεύτες, η κυβέρνηση μίλησε αρχικά για αυταπάτες και στη συνέχεια παραδέχθηκε ότι μπορεί να είπαν ψέματα, αλλά τουλάχιστον δεν έκλεψαν Το ποιος θα κερδίσει αυτή την επικοινωνιακή διελκυστίνδα θα το μάθουμε στις επόμενες εκλογές.
Υπάρχουν όμως και άλλα θέματα που δεν έχουν καμία σχέση με τα μνημόνια, όπως για παράδειγμα οι μαθητικές παρελάσεις ή ο ρόλος της Εκκλησίας. Κι εδώ αμφότεροι οι μονομάχοι έδειξαν τον χειρότερο εαυτό τους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε πίσω σχεδόν όλα όσα βροντοφώναζε επί δεκαετίες και, το απείρως χειρότερο, απέπεμψε τον Νίκο Φίλη για να εξευμενίσει την Εκκλησία η οποία με ένα τηλεφώνημα στον Πάνο Καμμένο θα έριχνε την κυβέρνηση.
Στην απέναντι όχθη, η προσπάθεια του Κυριάκου Μητσοτάκη να περιβληθεί τον μανδύα του φωτοδότη εκσυγχρονιστή που θα μας απαλλάξει από τις οπισθοδρομικές εμμονές μας αποδείχθηκε μάταιη ή συνειδητή υποκρισία, επειδή η Νέα Δημοκρατία, αντί να καταλογίσει στην κυβέρνηση λιποψυχία, την επέκρινε για τα ελάχιστα που τόλμησε να κάνει.
Νομίζω ότι όλοι γνωρίζουμε τον λόγο: ακούει στο όνομα «πολιτικό κόστος». Είμαι σίγουρος ότι ο Αλέξης Τσίπρας πέρασε μια δική του κόκκινη γραμμή όταν ενέδωσε στον εκβιασμό των παπάδων και ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης πολύ θα ήθελε να ηγείται ενός κόμματος το οποίο αποδέχεται κάποιες στοιχειώδεις αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού.
Αν όμως αληθεύει ότι οι πολιτικοί θα κάνουν οτιδήποτε φέρνει ψήφους και θα αποφύγουν οτιδήποτε διώχνει ψήφους, τότε και οι μεν και οι δε αρνήθηκαν να αναλάβουν το πολιτικό κόστος. Ο λόγος ήταν απλούστατος: τα έβαλαν κάτω και είδαν ότι δεν τους συμφέρει.
Μέχρι εδώ ελπίζω ότι όλοι, λίγο ή πολύ, θα συμφωνήσουμε. Το νοσηρό αυτό φαινόμενο είναι πασίγνωστο και έχει σχολιαστεί άπειρες φορές, πάντα αρνητικά.
Υπάρχει όμως μια διάσταση του προβλήματος, εμφανέστατη, η οποία αποσιωπάται: όταν ψέγουμε τους πολιτικούς επειδή δεν έχουν τα κότσια να αναλάβουν το πολιτικό κόστος, γιατί δεν τα βάζουμε και με εκείνους που το επιβάλλουν;
Και δεν εννοώ την Εκκλησία, αλλά όσους θα κατεβούν στους δρόμους αν η όποια κυβέρνηση αποφασίσει να εισαγάγει επιτέλους και στη χώρα μας τον διαχωρισμό Εκκλησίας-Κράτους. Εννοώ τον υπέροχο, αντιστασιακό λόγω DNA και πάντα προδομένο ελληνικό λαό.
Το θέμα σηκώνει μεγάλη κουβέντα και δεν χωράει στο ασφυκτικό πλαίσιο αυτής της στήλης. Θα ήθελα όμως να επισημάνω δύο αναγνώσεις του προβλήματος με τη διευκρίνιση ότι δεν είναι οι μόνες. Η πρώτη έχει να κάνει με την εξής δική μας ιδιοτροπία σε σύγκριση με όσα ισχύουν στη Δυτική Ευρώπη.
Εκεί ο πολιτικός λόγος έχει κατά κανόνα μεγαλύτερη συνοχή, και γι’ αυτό δεν είναι δύσκολο να μαντέψεις τι καπνό φουμάρει κάποιος που δεν γνωρίζεις ύστερα από μερικά λεπτά συζήτηση για κάποιο θέμα γενικού ενδιαφέροντος αλλά όχι ρητά πολιτικό. Στην Ελλάδα όπου βασιλεύει ο ιδεολογικός αχταρμάς ποτέ δεν είσαι σίγουρος.
Ο αντιστεκόμενος δηλώνει το άσβεστο μίσος του για τη νεοφιλελεύθερη λιτότητα και ταυτόχρονα μπορεί να ισχυριστεί ότι μας έχουν βάλει στο μάτι επειδή μας ζηλεύουν, και μας ζηλεύουν επειδή αν δεν ήμασταν εμείς, ο περιούσιος λαός, εκείνοι θα έτρωγαν ακόμη βελανίδια.
Ο αυτοαποκαλούμενος αριστερός διατρανώνει τον διεθνισμό του και ταυτόχρονα θέλει να διώξουμε τους μετανάστες και γενικά τους ξένους, ενώ έχω δει σε σπίτια «πολιτισμένων» και δυτικότροπων εικόνες της Παναγίας.
Για να το πω αλλιώς, η πλατεία Συντάγματος γέμισε όχι μόνο από τους αγανακτισμένους κατά των μνημονίων, αλλά κι από εκείνους που ήθελαν η ορθόδοξη πίστη τους να αναγράφεται στις ταυτότητες.
Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, αλλά αν επρόκειτο για δύο διαφορετικούς κόσμους τα πράγματα θα ήταν πιο καθαρά και πιο εύκολα. Το γεγονός όμως ότι πολλοί θα πήγαιναν και στις δύο λαοσυνάξεις σημαίνει ότι έχουμε πρόβλημα.
Τη δεύτερη ανάγνωση θα τη χαρακτήριζα προφανή: η κοινοβουλευτική δημοκρατία, το καλύτερο δυνατό πολίτευμα –ας μην το ξεχνάμε– μετατρέπει τους πολιτικούς σε μαγαζάτορες που πιστεύουν ότι ο πελάτης έχει πάντα δίκιο.
Γιατί το μόνο που μετράει είναι αν θα ψωνίσει από το δικό τους μαγαζί ή από το διπλανό. Τούτου δεδομένου, μπορείτε να φανταστείτε κάποιο λόγο που θα τους αναγκάσει να τον διώξουν;
ΥΓ. Ασχετο: Οι φασίστες δολοφόνοι έκαναν το όνειρό τους πραγματικότητα. Οι σταλινικοί δολοφόνοι το διαστρέβλωσαν και το πρόδωσαν. Μήπως αυτό μας λέει κάτι;