Της Μαρίας Νεγρεπόντη – Δελιβάνη
Ατελεύτητες συζητήσεις, ενδελεχείς αναλύσεις και έντονες κριτικές προηγούνται της επικείμενης ψήφισης του νέου εργασιακού νομοσχεδίου. Ωστόσο, παρά το σύντομο, δωρικής μορφής κείμενό του, τα νοήματα που μεταφέρει είναι ξεκάθαρα και μη επιδεχόμενα αμφισβήτησης. Η ψήφισή του στη Βουλή, σίγουρη και αυτή, όπως φαίνεται, καταργεί με μια μονοκονδυλιά πλήθος άμεσων και έμμεσων εργασιακών δικαιωμάτων. Δικαιωμάτων που απαίτησαν μακροχρόνιους αγώνες για να κατοχυρωθούν και που δικαιολογούνται από τη διαμετρικά διαφορετική θέση εργαζομένου και εργοδότη. Ο πρώτος προσφέρει την εργασία του προκειμένου να επιβιώσει. Εξυπακούεται ότι χωρίς κρατική προστασία είναι έκθετος σε κάθε μορφή εκμετάλλευσης από τον εργοδότη. Δεν είναι συνεπώς απαραίτητο να είναι κανείς κομμουνιστής, μαρξιστής ή και αναρχικός για να κατανοήσει την αυταπόδεικτη αυτή πραγματικότητα.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η ταχύτατη ανασυγκρότηση και οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης των προηγμένων οικονομιών εξασφαλίστηκαν, ανάμεσα και σε άλλα, χάρη σε κοινωνική συνοχή βασισμένη σε επίπεδο μισθών ίσων με την παραγωγικότητα της εργασίας. Ο καλά προγραμματισμένος παρεμβατισμός, από κοινού με την άνοδο της ισχύος των συνδικαλιστικών οργανώσεων, αποτελούσε εγγύηση του σεβασμού των στοιχειωδών δικαιωμάτων της εργασίας. Η παγκοσμιοποίηση, η προϊούσα εξασθένιση των εργατικών οργανώσεων, αλλά και η επικράτηση ενός άκρατου νεοφιλελευθερισμού, χάρη στις εμμονές των Ρίγκαν και Θάτσερ, ροκάνισαν ένα προς ένα τα εργασιακά δικαιώματα.
Ύστερα από περίπου μισό αιώνα παγκοσμιοποίησης αποφασίστηκε στη φετινή σύνοδο του Davos αλλαγή πορείας. Η απόφαση οφείλεται στα οικτρά αποτελέσματα αυτής της κοσμοθεωρίας, που δεν εξαντλήθηκαν με τη θηριώδη ανισοκατανομή εισοδημάτων, αλλά προκάλεσαν επιπλέον (όπως, άλλωστε, ήταν αναμενόμενο) και αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης στις προηγμένες οικονομίες (εξαιτίας ανεπαρκούς ζήτησης, λόγω μισθών χαμηλότερων της παραγωγικότητας). Ήδη η Δύση όχι απλώς επαναφέρει την ανάγκη προσφυγής σε κρατικό παρεμβατισμό, αλλά και επιπλέον προβληματίζεται με την πιθανότητα νέας εκβιομηχάνισης προκειμένου να αυξήσει τον βαθμό αυτάρκειάς της.
Θα ήταν, συνεπώς, καταρχήν δικαιολογημένη η ελπίδα ότι η νέα κοσμοθεωρία προστατευτισμού και παρεμβατισμού δεν θα προσπερνούσε την Ελλάδα. Και ειδικότερα στον χώρο των εργασιακών δικαιωμάτων, όπου, πέρα από τις πρωθυπουργικές προεκλογικές υποσχέσεις περί παροχών υψηλών μισθών, ήταν απολύτως απαραίτητη η αύξηση αποδοχών των εργαζομένων, δεδομένης της, όντως, ανεξέλεγκτης μείωσης των πραγματικών μισθών τους. Όμως ο ούριος αυτός άνεμος άφησε εκτός την πατρίδα μας. Εμείς, με το ασήκωτο πάντοτε βάρος των Μνημονίων (μη μου πει κανείς ότι δήθεν τελείωσαν τα Μνημόνια!) δεν έχουμε, όπως φαίνεται, μοίρα στον ήλιο. Εξ ου και το νέο αυτό εργασιακό νομοσχέδιο, που οδεύει προς ψήφιση.
Να συνεχίσω, λοιπόν. Είναι ξεκάθαρο ότι το περί ου νομοσχέδιο σαρώνει πλήθος εργασιακών δικαιωμάτων. Συνεπώς, αποτελεί αδικαιολόγητη απώλεια χρόνου η όποια προσπάθεια λεπτομερούς καταγραφής του τι αποσύρεται από τα εργασιακά δικαιώματα και του τι παραμένει. Διότι αρκεί να φανταστεί κανείς ότι οι εργαζόμενοι, που σίγουρα θα είναι ολοένα περισσότεροι στην απευκταία αυτή κατηγορία, θα ξυπνούν κάθε πρωί μη γνωρίζοντας επακριβώς πώς θα εξελιχθεί η μέρα τους. Θα ετοιμάζονται και θα κάθονται δίπλα στο κινητό αναμένοντας μηνύματα από κάποιον από τους περισσότερους του ενός εργοδότες τους. Δεν θα γνωρίζουν ακόμη αν θα εργαστούν 3, 8 ή 13 ώρες ή θα παραμείνουν άπραγοι, αναμένοντας. Κανένα, λοιπόν, σχέδιο στη ζωή τους, κανένας δεσμός με φίλους και προγράμματα. Δίπλα στο κινητό, να μη χάσουν ευκαιρίες επιβίωσης. Δεν θα γνωρίζουν, ακόμη, τι εισόδημα θα έχουν στο τέλος του μήνα, και αν αυτό θα είναι αρκετό για να τους εξασφαλίσει τα αναγκαία προς το ζην. Φυσικά, αν δεν έχουν ακόμη οικογένεια, ούτε ιδέα να την αποκτήσουν. Και, βέβαια, καμία δυνατότητα σχεδιασμού για τα παιδιά τους, για πιθανές διακοπές κ.ο.κ. Αλλά, σίγουρα, αυτό δεν είναι πρόβλημα, εφόσον υπάρχουν οι μετανάστες, που θα εξισορροπήσουν τα δυσμενή αποτελέσματα της ελληνικής υπογεννητικότητας. Επιπλέον, οι εργαζόμενοι, που δεν θα είναι πια εργαζόμενοι αλλά «υβριδικής μορφής χρησιμοποιούμενοι», δεν θα είναι σε θέση να δηλώσουν «αν απασχολούνται», «πού απασχολούνται», «πώς απασχολούνται», «πόσο απασχολούνται» ή αν αντιθέτως είναι « μερικώς άνεργοι». Ούτε ιδέα, φυσικά, να αισθάνονται κάποιο δέσιμο με τους εναλλασσόμενους εργοδότες ή ίχνος υπερηφάνειας γι αυτό που προσφέρουν.
Επιστροφή στον Μεσαίωνα; Όχι, βέβαια, γιατί οι συνθήκες του Μεσαίωνα δικαιολογούσαν, ίσως, παρόμοια συμπεριφορά προς το τότε εργατικό δυναμικό. Ενώ, αντιθέτως, οι τρέχουσες συνθήκες με την επικεφαλίδα της Τεχνητής Νοημοσύνης την καθιστούν απλώς απαράδεκτη. Και τούτο, θα πρόσθετα, όχι τόσο για τα επιμέρους εργασιακά δικαιώματα, που εξαερώνει το περί ου νομοσχέδιο, αλλά πάνω απ’ όλα επειδή αφαιρεί από τους απασχολούμενους το πολυτιμότερο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης: έναν ελάχιστο βαθμό βεβαιότητας για το αύριο.
Νομίζω ότι δεν χρειάζονται πρόσθετες εξηγήσεις τού γιατί επιβάλλεται να ξανασκεφτούν οι αρμόδιοι τις συνέπειες αυτού του νομοσχεδίου, όταν γίνει νόμος. Θα αναφερθώ, όμως, τελειώνοντας, στη θεμελιώδη, όπως φαίνεται, δικαιολογία που προβάλλεται για την αποδοχή αυτού του νομοσχεδίου. Ότι, δηλαδή, «υπάρχει έλλειψη εργατικών χεριών, που θα αντιμετωπιστεί χάρη στο νομοσχέδιο». Να υπενθυμίσω, λοιπόν, σχετικά, πρώτον, ότι δεν υπάρχει πραγματική έλλειψη εργατικών χεριών, δεδομένου ότι η ανεργία μας είναι η δεύτερη υψηλότερη στην Ευρώπη, και δεδομένου επίσης ότι ένα σημαντικό τμήμα του εργατικού δυναμικού λαμβάνει αμοιβές της τάξης των 400-500 ευρώ τον μήνα, που σημαίνει ότι θα είναι πρόθυμο να εργαστεί με μεγαλύτερη αμοιβή, αν αυτή τούς εξασφαλιστεί. Δεύτερον και σπουδαιότερο, να υπογραμμίσω αυτό που σίγουρα γνωρίζουν οι πρωτοετείς φοιτητές Οικονομικών. Ότι, δηλαδή, όταν επιδιώκεται αύξηση της προσφοράς εργασίας, το κλασικό μέτρο προσέλκυσης εργαζομένων είναι η αύξηση μισθών. Όχι αυτές οι θλιβερές μεθοδεύσεις του νέου εργασιακού νομοσχεδίου.
Να προσθέσω και το αυταπόδεικτο: ότι, δηλαδή, θα είναι ντροπή και κατάπτωση για την Ευρώπη η συνέχιση και ολοκλήρωση αυτών των μεταρρυθμίσεων, που εξευτελίζουν την αξιοπρέπεια και την προσωπικότητα των εργαζομένων, τους αφαιρούν κάθε ικανοποίηση και αίσθηση υπερηφάνειας από την εργασία τους και τους παραδίδουν ανυπεράσπιστους και απροστάτευτους στην άγρια απληστία του κεφαλαίου. Είναι ανάγκη η αντίσταση να είναι σθεναρή και να αποσκοπεί στην αναζωογόνηση ενός ευσυνείδητου κράτους, που θα υπηρετεί τα συμφέροντα της πλειονότητας και θα πάψει να πλαστογραφεί την ανύπαρκτη αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνική δικαιοσύνη και την ταχύρρυθμη οικονομική ανάπτυξη (βλ. και σύγγραμμά μου του 2007 με τίτλο: «Μεταρρυθμίσεις: Το ολοκαύτωμα των εργαζομένων στην Ευρώπη»).