Σχετικά με τη λειτουργία των σχολείων μίλησαν ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο λοιμωξιολόγος καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας κατά τις ανακοινώσεις τους από το Μέγαρο Μαξίμου για τα νέα μέτρα που επιβάλλονται με σκοπό τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού. Σημειώνεται ότι στο νέο lockdown, τα νηπιαγωγεία και τα δημοτικά θα είναι ανοικτά., ενώ κλειστά θα είναι τα γυμνάσια και τα λύκεια.
Όπως υπογράμμισε ο Πρωθυπουργός: “Είχαμε πει ότι τα σχολεία πρέπει να κλείσουν τελευταία και να είναι τα πρώτα που θα ξανανοίξουν όταν θα περιορίσουμε την επιδημία. Ο λόγος που δέχτηκα και την εισήγηση είναι γιατί τα μεγαλύτερα παιδιά που έχουν τη δική τους κοινωνική ζωή πιθανόν να ευνοούν τη μετάδοση του κορονοϊού. Έχουμε επίσης δεδομένα ότι τα μικρότερα παιδιά είναι λιγότερα μεταδοτικά. Κάναμε τον διαχωρισμό που έχει και κοινωνικές προεκτάσεις διότι η τηλεκπαίδευση λειτουργεί καλύτερα στα μεγάλα παιδιά, Κρατάμε ανοιχτά τα ειδικά σχολεία σε όλες τις βαθμίδες γιατί εκεί θα είχαμε τεράστιες ψυχολογικές επιπτώσεις και τεράστιες επιβαρύνσεις για τις οικογένειες των παιδιών που χρειάζονται φροντίδα”.
Σε άλλο σημείο, ο κ. Μητσοτάκης επισήμανε ότι “όλες οι αποφάσεις πάρθηκαν λαμβάνοντας υπόψη τις υποδείξεις ειδικών” και πρόσθεσε ότι η επιτροπή των λοιμωξιολόγων καταλήγει σε μια απόφαση που δεν είναι πάντα ομόφωνη. Όπως υπογράμμισε, “για τα σχολεία υπήρχαν διαφορετικές απόψεις, εκφράστηκαν αλλά πρέπει να καταλήξει κάπου η επιτροπή έστω και δια ψηφοφορίας. Είναι προσβολή προς τους επιστήμονες τα όσα λέγονται για την επιτροπή. Έχουν λόγο οι επιστήμονες, και μπορεί να υπάρχουν αποχρώσεις, αλλά η επιτροπή καταλήγει σε συστάσεις, τις οποίες η κυβέρνηση λαμβάνει υπόψη. Η ευθύνη είναι της κυβέρνησης. Είναι αυτονόητη η σύσταση της επιτροπή για τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, αλλά το πως θα το κάνουμε, είναι δική μας δουλειά”.
Από την πλευρά του ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας, υπογράμμισε ότι το θέμα δίχασε την Επιτροπή: “Είμαστε αναφανδόν υπέρ της συνέχισης της εκπαίδευσης. Θεωρούμε ότι έχει τεράστιες συνέπειες της διακοπής της εκπαίδευσης στον μαθητικό πληθυσμό. Η επιτροπή διχάστηκε για αυτό το θέμα, εξέτασε όλα τα διεθνή δεδομένα και δεδομένα από την Ελλάδα που πραγματικά δείχνουν ότι δεν έχουμε μεγάλη διασπορά του ιού αυτή τη στιγμή στο μαθητικό περιβάλλον. Φυσικά με την αύξηση της κυκλοφορίας θα διαπιστώσουμε και κρούσματα σ’ αυτόν τον χώρο. Θέλουμε να περιορίσουμε τη διασπορά σ’ αυτόν τον χώρο όχι γιατί τα παιδιά κινδυνεύουν αλλά ως προς τη συμβολή τους στη μεταδοτικότητα του ιού στην κοινότητα. Φαίνεται ότι αυτή η συμβολή των παιδιών στη μεταδοτικότητα του ιού στην κοινότητα, αρχίζει και αυξάνει κλιμακωτά μετά την ηλικία των 10-12, δηλαδή μετά την ηλικία του δημοτικού. Εκεί λοιπόν η επιτροπή ψήφισε και είπε ότι αυτήν την περίοδο θα επιτρέψει τη λειτουργία των δημοτικών, όπου φυσικά υπάρχει πολύ μικρός κίνδυνος, ιδιαίτερα για τα παιδιά κάτω των 12, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα δούμε κρούσματα κι εκεί…Εκεί θα είναι το μέγιστο όφελος της συνέχισης της εκπαίδευσης χωρίς ψυχολογικές , συναισθηματικές, πνευματικές συνέπειες για τα μικρά παιδιά. Τα μεγαλύτερα παιδιά έχουν τη δυνατότητα καλύτερα να παρακολουθήσουν την τηλεκπαίδευση και μετά την ηλικία των 16-18 είχαμε εισηγηθεί υπέρ σ’ αυτήν τη φάση της μεγάλης διασποράς να γίνεται τηλεκπαίδευση” είπε ο καθηγητής και πρόσθεσε: “Μας δίχασε το θέμα, συζητήσαμε έντονα γι’ αυτό. Τα δεδομένα στην Ελλάδα είναι και παραμένουν καλά. Νομίζω ότι όταν τελειώσει το απαγορευτικό τα παιδιά θα επανέλθουν στις τάξεις. Θα είναι ο πρώτος πληθυσμός που θα επανέλθει στην κανονικότητα».