Η μείωση των καλλιεργούμενων γεωργικών εκτάσεων κατά 6.500.000 στρέμματα ή κατά 18,8%, που καταγράφηκε μεταξύ του 2009 και του 2020, οδηγεί σε διατροφική αυτοχειρία τον ελληνικό λαό.
Αυτή η ελεύθερη πτώση της πρωτογενούς παραγωγής, όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, αφορά όλες τις βασικές καλλιέργειες: Αροτραίες, δενδρώδεις, αμπέλια και σταφιδάμπελα.
Ακόμα χειρότερη είναι η κατάσταση στην κτηνοτροφία. Το ζωικό κεφάλαιο μειώθηκε κατά 12,5 εκατ. ζώα ή κατά ποσοστό 24,2%. Η μείωση αφορά όλα τα είδη των εκτρεφόμενων ζώων: Βοοειδή -3,7%, πρόβατα -15,7%, αίγες -25,3%, χοίροι -21,6% και πουλερικά -26,7%
Παράλληλα καταγράφεται μείωση όλων των εκμεταλλεύσεων (αμιγώς γεωργικών, αμιγώς κτηνοτροφικών, μεικτών), οι οποίες από 723.000 συρρικνώθηκαν στις 531.000 (-26,6%). Ανάλογη μείωση παρατηρείται και στις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις βοοειδών -35%, προβάτων -38%, αιγών -48%, πουλερικών -66% και χοίρων -69%. Απέμειναν 183.000 κτηνοτροφικές μονάδες το 2020 από τις 415.000 που λειτουργούσαν το 2009 (-56%). Σύμφωνα πάντα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι απασχολούμενοι αποκλειστικά ή κατά κύριο επάγγελμα με την αγροκτηνοτροφία, μειώθηκαν την τελευταία 10ετία κατά 280.000 (-31%).
Η μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση των εκμεταλλεύσεων (-26,6%) σε σχέση με αυτήν των καλλιεργούμενων εκτάσεων (-18,8%) υποδηλώνει ότι η παραγωγή συγκεντρώνεται σε ολοένα και λιγότερα χέρια.
Αυτό γίνεται ακόμα πιο εμφανές στην ζωική παραγωγή που είχαμε 2,3 φορές μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση των κτηνοτροφικών μονάδων σε σχέση με αυτή των ζώων. Λογική συνέπεια αυτών είναι το γεγονός ότι 280.000 Έλληνες, στην πλειοψηφία τους νέοι, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πρωτογενή παραγωγή.
Εκεί που σημειώθηκε αύξηση, κατά 19%, είναι στις καλλιεργούμενες εκτάσεις βιολογικής γεωργίας, με παράλληλη όμως και εδώ μείωση των εκμεταλλεύσεων κατά 23%. Σημειώνεται όμως ότι οι βιολογικές καλλιέργειες αντιπροσωπεύουν μόλις το 5,5% των συνολικών καλλιεργειών. Επίσης αύξηση είχαμε στη βιολογική κτηνοτροφία τόσο σε επίπεδο αριθμού ζώων, όσο και στις εκμεταλλεύσεις. Αυτό γιατί πολλές από τις υφιστάμενες εκμεταλλεύσεις, κυρίως αιγοπροβάτων εκτατικής εκτροφής, μπορούν εύκολα να χαρακτηριστούν βιολογικές.
Τέλος, αύξηση παρατηρήθηκε στα θερμοκήπια, σε επίπεδο καλλιεργούμενης γης, κατά περίπου 6.000 στρέμματα ή 13,7%, με παράλληλη μείωση και εδώ των επιχειρήσεων κατά 6,5%. Οι προαναφερθείσες αυξήσεις δεν οφείλονται βέβαια σε κάποιον εθνικό σχεδιασμό, αλλά στο κυνήγι τιμών από την πλευρά των παραγωγών μέσω βιολογικών ή εκτός εποχής προϊόντων.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι το αρνητικό εξωτερικό ισοζύγιο τροφίμων και ζώντων ζώων. Το 2001 ξοδέψαμε 6.438,8 δις ευρώ για εισαγωγές και εισπράξαμε 5.892,6 δις από εξαγωγές. Έλλειμμα 546,2 εκ. για μια χώρα κατεξοχήν αγροτική, με περιζήτητα τα ελληνικά προϊόντα στις αγορές του εξωτερικού. Τέσσερα είναι τα προϊόντα στα οποία υπάρχει σημαντικό έλλειμμα: Το μαλακό σιτάρι για το ψωμί, το μοσχαρίσιο και το χοιρινό κρέας και το αγελαδινό γάλα για την τυροκομία.
Θλίψη αλλά όχι και έκπληξη μας προκαλεί η συνεχής κατάρρευση της πρωτογενούς παραγωγής. Το πρόβλημα έχει βαθιές ρίζες που ξεκινούν με την ένταξη στην τότε ΕΟΚ και την εφαρμογή της ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική) που είχε ως κύριο στόχο την «αναδιάρθρωση του αγροτικού τομέα», δηλαδή τη δραστική μείωση των αγροτικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1981 στην Ελλάδα λειτουργούσαν 93.000 αγελαδοτροφικές μονάδες ενώ σήμερα μόλις 2.500.
Η ευρωπαϊκή «αναδιάρθρωση» σήμαινε το θάνατο των ελλήνων παραγωγών, αφού δεν λάμβανε καθόλου υπόψη τόσο τις ελληνικές εδαφοκλιματικές συνθήκες όσο και τις ανάγκες του πληθυσμού. Με μέση ΧΓΕ (Χρησιμοποιούμενη Γεωργική Έκταση) ανά εκμετάλλευση τα 53,8 στρέμματα, σύμφωνα πάντα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η μη στήριξη των μικροπαραγωγών οδηγεί νομοτελειακά στην εγκατάλειψη γόνιμης γης και στην διατροφική εξάρτηση της χώρας.
Η ΚΑΠ στοχεύει αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μεγάλων πολυεθνικών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το μαλακό σιτάρι που η Ελλάδα ήταν αυτάρκης μέχρι πριν την ένταξη στην ΕΕ. Μέσω της πολιτικής των επιδοτήσεων αντικαταστάθηκε η καλλιέργειά του από το σκληρό σιτάρι για παραγωγή ζυμαρικών και σήμερα εισάγουμε περίπου το 75% του μαλακού σιταριού για την παρασκευή του ψωμιού.
Ενώ μέχρι το 2001, με την ανάλογη πολιτική βούληση, οι ελληνικές κυβερνήσεις μπορούσαν να παρεκκλίνουν της ΚΑΠ (ασχέτως αν δεν το έκαναν), από το 2002, με την ένταξη της χώρας στο ευρώ και την μετατροπή όλου του δημόσιου χρέους σε συναλλαγματικό, αυτό καθίσταται αδύνατον. Από δε το 2010, με τα μνημόνια και την εκτόξευση του δημόσιου χρέους σε δυσθεώρητα ύψη, κάθε σκέψη να λοξοδρομήσουμε από τις κατευθυντήριες γραμμές των Βρυξελών, όχι μόνον όσον αφορά την ΚΑΠ αλλά το σύνολο της οικονομικής πολιτικής, καθίσταται αυτοκτονική.
Κάθε ένα (δανεικό) ευρώ που αναχωρεί από την Φρανκφούρτη (ΕΚΤ) για την Ελλάδα, πρέπει να έχει συγκεκριμένο, και προαποφασισμένο από το Βερολίνο, προορισμό. Αυτό συμβαίνει ακόμα και αν τα χρήματα πηγαίνουν για βοήθεια των λεγόμενων «ευπαθών», επιδοτήσεις αγροτών, ενισχύσεις επιχειρήσεων και φυσικά οι πακτωλοί των χρημάτων για τα μεγάλα, «αναπτυξιακά» λεγόμενα, έργα.
Τα χρήματα είναι πάντα δανεικά, όπως και να τα ωραιοποιούν βαφτίζοντάς τα «πακέτα στήριξης», «ευρωπαϊκές ενισχύσεις» κλπ και θα επιστραφούν με άμεσους ή έμμεσους τρόπους και με το αζημίωτο.
Ο γεωγραφικός χώρος «Ελλάδα» προορίζεται εκτός από τουριστικό θέρετρο να γίνει πρωταθλητής «πράσινης ανάπτυξης». Χάριν, υποτίθεται, του περιβάλλοντος. Έτσι, καταστρέφουμε τα δάση για να βάλουμε τα «φτερωτά τέρατα» – ανεμογεννήτριες και μετατρέπουμε τα γόνιμα εδάφη σε πάρκα για τους «μαγικούς καθρέφτες» – φωτοβολταϊκά. Αυτός είναι ο κύριος αναπτυξιακός σχεδιασμός για τη χώρα.
Παρότι η «πανδημία» και ο πόλεμος επέτειναν το διατροφικό πρόβλημα, κανενός από το πολιτικό σύστημα δεν «ιδρώνει το αυτί». Η κυβέρνηση με γελοιότητες τύπου «καλαθιού του νοικοκυριού» προσπαθεί να ρίξει στάχτη στα μάτια του κόσμου, η δε συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση ρίχνει «ντουφεκιές στον αέρα». Κανείς δε βλέπει την ουσία του προβλήματος.
Η παγκοσμιοποίηση απαιτεί οι Έλληνες να τρέφονται με τα διατροφικά σκουπίδια (junk foods) των πολυεθνικών και σιγά-σιγά να εκπαιδεύονται να τρώνε τεχνητό κρέας και σκουλήκια.
Η ανασυγκρότηση του πρωτογενούς τομέα δεν άπτεται μόνο αυτού καθαυτού του διατροφικού ζητήματος. Αποτελεί κινητήριο δύναμη του συνόλου της οικονομίας, αλλά και της κοινωνίας. Από τις μεταφορές και τις κατασκευές μέχρι την χημική βιομηχανία. Με δημιουργία δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας στην παραγωγή, μεταποίηση και εμπορία των προϊόντων. Με την αποκέντρωση και την ανάπτυξη της περιφέρειας, με τη σύσφιξη των σχέσεων υπαίθρου και αστικών κέντρων. Με την κουλτούρα και τις παραδόσεις.
Αντίθετα, η διατροφική αυτοχειρία θα έχει ως τελικό αποτέλεσμα την εθνική αυτοχειρία.
Η χώρα αποδεδειγμένα έχει όλες τις δυνατότητες για να παράγει με την προϋπόθεση ότι θα σπάσει τον γόρδιο δεσμό του ευρώ και του χρέους. Σκόπιμα έχει καλλιεργηθεί η νοοτροπία της «ψωροκώσταινας» και η ψευδεπίγραφη αντίληψη ότι ο τουρισμός αποτελεί τη «βαριά βιομηχανία» για να διαιωνίζεται η οικονομική κατοχή.
Η στοχοθέτηση για παραγωγική ανασυγκρότηση είναι αυτή που μπορεί να ενεργοποιήσει τις ικανότητες των πολιτών, να πάψουν οι Έλληνες να διακατέχονται από εθνική ανυποληψία, μοιρολατρία και αδράνεια. Παραγωγική ανασυγκρότηση βάσει ενός εθνικού σχεδιασμού που να ανταποκρίνεται στις υλικές και πολιτισμικές ανάγκες του λαού μας.
www.ellinikiantistasi.gr