Του Τάσου Δασόπουλου
Λεπτή ισορροπία μεταξύ δημοσιονομικής ισορροπίας και στήριξης επιχειρήσεων και νοικοκυριών θα πρέπει να διατηρεί από εδώ και στο εξής το οικονομικό επιτελείο, υπό την πίεση της συνεχιζόμενης πανδημίας, αν δεν θέλει να χαθεί η ευκαιρία μιας βιώσιμης ανάκαμψης μετά την κρίση.
Ήδη, οι υπολογισμοί που έγιναν στο τέλος του 2020 έχουν ανατραπεί. Αν και δεν ομολογείται, η πρόβλεψη του προϋπολογισμού ότι για τα μέτρα στήριξης της οικονομίας όλου του 2021 θα είναι αρκετά 7,5 δισ. ευρώ, είναι πλέον παρωχημένος και κανείς δεν διακινδυνεύει μια καινούργια. Τα ανησυχητικά σημάδια για νέα έξαρση της πανδημίας οδήγησαν σε νέα περιοριστικά μέτρα πριν περάσουν δύο εβδομάδες από την προσεκτική σταδιακή επανεκκίνηση της οικονομίας, με προπομπό το λιανεμπόριο. Οι ψυχροί αριθμοί λένε ότι κάθε εβδομάδα υπολειτουργίας της οικονομίας προκαλεί ζημιά περίπου 160 εκατ. ευρώ στα δημόσια έσοδα και κάθε μήνας κοστίζει 3 δισ. στο ΑΕΠ. Από την άλλη, για να περιμένει κανείς την ανάπτυξη, θα πρέπει να έχει επιχειρήσεις που μπορούν να σταθούν στα πόδια τους μετά την κρίση. Για να γίνει αυτό, είναι απολύτως απαραίτητα τα μέτρα στήριξης από το κράτος για όσο χρειαστεί, μέχρι να αφήσουμε πίσω μας την κρίση και η οικονομία πάρει ξανά μπρος.
Ωστόσο, και τα μέτρα στήριξης έχουν κόστος που καλύπτεται με χρέος. Τα ταμειακά διαθέσιμα τα οποία αυξήθηκαν μεν ξανά κοντά στα 38 δισ. αλλά στο σύνολό τους είναι δανεισμός Από το σύνολο του ποσού, τα 15,7 δισ. ευρώ είναι η τελευταία δόση του δανείου των 86 δισ. από το δάνειο του ESM. Τα τραπεζικά διαθέσιμα των δημοσίων οργανισμών φτάνουν τα 8 δισ. ευρώ αλλά για να τα χρησιμοποιήσει το δημόσιο θα πρέπει να τα δανειστεί με συμφωνίες επαναγοράς (repo) για τις οποίες πληρώνει επιτόκιο πάνω από 2%. Τα υπόλοιπα 14 δισ. είναι το απόθεμα από τα κεφάλαια που έχει αντλήσει το ελληνικό δημόσιο από το 2019, τα οποία ανανεώνονται με νέες εκδόσεις όπως η τελευταία επιτυχημένη έκδοσης 10ετούς ομολόγου από την οποία αντλήθηκαν 3,5 δισ. ευρώ με ιστορικά χαμηλό επιτόκιο 0,8%. Αυτός είναι και ο λόγος που πολλά στελέχη του οικονομικού επιτελείου μιλούν για “στοχευμένες” παρεμβάσεις και ενισχύσεις για το επόμενο διάστημα.
Πού είναι ο κίνδυνος
Η αύξηση του χρέους κοντά στο 209% του ΑΕΠ και του ελλείμματος στα 22,8 δισ. ευρώ στο τέλος του 2020, παρότι ανησυχητικά ως μέγεθος, είναι “εξηγήσιμα”: Είναι αποτέλεσμα δαπανών, για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κορονοϊού, έχουν την έγκριση της ΕΕ και γίνονται ανάλογες δαπάνες και στις υπόλοιπες οικονομίες της ΕΕ.
Αν όμως συνεχίσουν να αυξάνονται το 2021, όπως και το 2020, συμπαρασύροντας και το έλλειμμα και το χρέος προς τα πάνω, τότε το πρόβλημα θα έρθει αμέσως μετά την κρίση. Όταν πλέον όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ επανέλθουν σε τροχιά δημοσιονομικής προσαρμογής. Λόγω υψηλού ελλείμματος και υψηλότερου χρέους, η Ελλάδα θα πρέπει να διανύσει μεγαλύτερη απόσταση για να βρεθεί ξανά στα επίπεδα του 2019. Ακόμη και αν δεν επανέλθει ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα στο 3,5% του ΑΕΠ, είναι βέβαιο ότι θα επιβληθεί -λόγω υψηλού χρέους- ένας στόχος αρκετά υψηλός ώστε σε μικρό χρόνο να υπάρξει σημαντική αποκλιμάκωση χρέους και ελλειμμάτων.
Με έναν σχετικά υψηλό στόχο για πρωτογενές έλλειμμα 2% του ΑΕΠ -ή μεγαλύτερο- θα δούμε επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας αφού θα πρέπει να σωρεύει κάθε χρόνο ένα υψηλό πλεόνασμα που διαφορετικά θα αναλωνόταν για επενδύσεις. Τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης θα έχουν μικρότερο του αναμενομένου αποτέλεσμα και η Ελλάδα θα χάσει την ευκαιρία να ανακτήσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια.