Μια από τις πιο φρικιαστικές επιθέσεις από την έναρξη του πολέμου στο Σουδάν σημειώθηκε το Σαββατοκύριακο, όταν οι παραστρατιωτικές δυνάμεις της χώρας κατέλαβαν την πρωτεύουσα του Βόρειου Νταρφούρ, Ελ-Φάσερ, σκορπίζοντας τον θάνατο σε χιλιάδες ανθρώπους μέσα σε νοσοκομείο και στους δρόμους της πόλης.
Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, εκτοπισμένους κατοίκους και εργαζόμενους σε ανθρωπιστικές οργανώσεις, οι παραστρατιωτικοί της Δύναμης Ταχείας Υποστήριξης (RSF) σκότωσαν εκατοντάδες ανθρώπους, μεταξύ των οποίων ασθενείς, μέσα στο νοσοκομείο Saudi, αφού κατέλαβαν την πόλη.
Ο γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, Τέντρος Αντάνομ Γκεμπρεγέσους, δήλωσε ότι «οι 460 ασθενείς και οι συνοδοί τους σκοτώθηκαν την Τρίτη από μαχητές της RSF στην πόλη Ελ-Φάσερ».
Κατά τη διάρκεια της επίθεσης, οι παραστρατιωτικοί εισέβαλαν από σπίτι σε σπίτι, ξυλοκοπώντας και πυροβολώντας κατοίκους, μεταξύ των οποίων γυναίκες και παιδιά, όπως μετέφεραν αυτόπτες μάρτυρες στο Associated Press. Πολλοί πέθαναν από πυροβολισμούς στους δρόμους, ενώ προσπαθούσαν να διαφύγουν.

Την Τρίτη, οι παραστρατιωτικοί, με οχήματα, καμήλες και πεζούς μαχητές, σάρωσαν το τελευταίο οχυρό του σουδανικού στρατού στο Νταρφούρ, σκοτώνοντας και συλλαμβάνοντας εκατοντάδες ανθρώπους.
Σύμφωνα με την The Globe and Mail, μέχρι το πρωί της Τρίτης, περισσότεροι από 2.000 άμαχοι πολίτες -κυρίως γυναίκες και παιδιά- είχαν σκοτωθεί από τις RSF.
Φόβοι για νέα διάσπαση της χώρας
Η RSF κατέλαβε πλήρως την Ελ-Φάσερ, την πρωτεύουσα του Βόρειου Νταρφούρ, σε αυτό που ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ χαρακτήρισε «τρομερή κλιμάκωση» της σύγκρουσης.
Ο πόλεμος ξέσπασε τον Απρίλιο του 2023, όταν οι εντάσεις μεταξύ του σουδανικού στρατού και της RSF εξελίχθηκαν σε ανοιχτές συγκρούσεις στην πρωτεύουσα Χαρτούμ και σε άλλες περιοχές της χώρας.
Έκτοτε, η μάχη για τον έλεγχο του Σουδάν έχει στοιχίσει τη ζωή σε περισσότερους από 40.000 ανθρώπους και έχει προκαλέσει τη χειρότερη ανθρωπιστική κρίση στον κόσμο, με πάνω από 14 εκατομμύρια εκτοπισμένους, σύμφωνα με το Associated Press.

Με την κατάληψη της Ελ-Φάσερ τη Δευτέρα, η RSF -που κυριαρχείται από Άραβες μαχητές- ελέγχει πλέον ολόκληρη την περιοχή του Νταρφούρ, γεγονός που απειλεί να οδηγήσει σε διάσπαση την τρίτη μεγαλύτερη χώρα της Αφρικής ή σε νέα επέκταση των μαχών προς το κέντρο του Σουδάν, σχεδόν 15 χρόνια μετά την ανεξαρτητοποίηση του Νότιου Σουδάν.

Δορυφορικές εικόνες φρίκης
Το Εργαστήριο Ανθρωπιστικής Έρευνας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Yale δημοσίευσε την Τρίτη έκθεση βασισμένη σε δορυφορικές εικόνες, σύμφωνα με την οποία οι δυνάμεις της RSF «πραγματοποιούν φερόμενες μαζικές δολοφονίες» μετά την κατάληψη της πόλης.

Χρησιμοποιώντας εικόνες από τον δορυφόρο της Airbus που ελήφθησαν τη Δευτέρα, το εργαστήριο εντόπισε σκηνές στη συνοικία Daraja Oula της Ελ-Φάσερ.

«Η ανάλυση των εικόνων δείχνει αντικείμενα που συνάδουν με το μέγεθος ανθρώπινων σωμάτων στο έδαφος κοντά σε οχήματα της RSF, περιλαμβάνοντας τουλάχιστον πέντε περιπτώσεις κοκκινωπών αποχρώσεων στο χώμα», αναφέρει η έκθεση.

Το Associated Press επαλήθευσε και ανέλυσε ανεξάρτητα τις δορυφορικές εικόνες της Airbus, επιβεβαιώνοντας τα σημεία που ανέδειξε το Εργαστήριο Ανθρωπιστικής Έρευνας.

Αν και το AP δεν μπόρεσε να διαπιστώσει με βεβαιότητα τι ήταν τα αντικείμενα ή οι κόκκινες κηλίδες στο χώμα, η ανάλυση εγείρει νέες ανησυχίες για τις ενέργειες της RSF μετά την κατάληψη της Ελ-Φάσερ.
Το γραφείο ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ εξέφρασε φόβους ότι η RSF «διαπράττει θηριωδίες, συμπεριλαμβανομένων συνοπτικών εκτελέσεων» στην πόλη.
Ο ηγέτης της RSF
Η RSF ηγείται από τον στρατηγό Μοχάμεντ Χαμντάν Νταγκάλο, γνωστό ως «Χεμετί», έναν διοικητή που είχε για σύντομο διάστημα συγκυβερνήσει το Σουδάν μαζί με τον στρατιωτικό αντίπαλό του.

Η δύναμη ιδρύθηκε το 2013, προερχόμενη από τη διαβόητη πολιτοφυλακή Τζαντζαουίντ, η οποία από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 πολεμούσε στο Νταρφούρ με ανελέητη βία εναντίον μη αραβικών φυλών και ανταρτών.
Ο πρώην πρόεδρος του Σουδάν, Ομάρ αλ-Μπασίρ, κατηγορήθηκε το 2009 από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για εγκλήματα πολέμου και γενοκτονία στο Νταρφούρ, όπου σκοτώθηκαν περίπου 300.000 άνθρωποι και 2,7 εκατομμύρια εκτοπίστηκαν από τα σπίτια τους.
Η RSF ιδρύθηκε με στόχο την επιβολή πειθαρχίας στις αραβικές πολιτοφυλακές που κατηγορούνταν για εθνοτικά κίνητρα βίας, βασανιστήρια και βιασμούς.
Χρυσός και καμήλες
Ο Νταγκάλο, που κατάγεται από φυλή εμπόρων καμήλων στο Νταρφούρ, επιλέχθηκε από τον Μπασίρ για να ηγηθεί της RSF σε επιχειρήσεις κατά των μη αραβικών ανταρτών στην περιοχή.
Ο «Χεμέτι» αξιοποίησε τις επιχειρήσεις χρυσού και κτηνοτροφίας της οικογένειάς του για να ενισχύσει τη δύναμή του, ενώ η RSF απέκτησε φήμη για εκτελέσεις, βασανιστήρια, βιασμούς και λεηλασίες το 2014 και 2015.
Η διοίκηση Μπάιντεν είχε κατηγορήσει τη RSF για γενοκτονία και είχε επιβάλει κυρώσεις στον Νταγκάλο, την οικογένειά του και τις επιχειρήσεις τους.

Η RSF συμμετείχε επίσης σε πολέμους στο εξωτερικό, στέλνοντας μαχητές στην Υεμένη στο πλευρό του συνασπισμού υπό τη Σαουδική Αραβία και στη Λιβύη με υποστήριξη από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Επιπλέον, είχε αναλάβει την προστασία των συνόρων του Σουδάν στο πλαίσιο συμφωνίας με την ΕΕ για την αποτροπή παράνομης μετανάστευσης προς την Ευρώπη — συμφωνία για την οποία η ΕΕ διευκρίνισε ότι δεν πλήρωσε άμεσα τη RSF.
Οι επιχειρήσεις χρυσού του «Χεμέτι» εξελίχθηκαν σε βασική πηγή εσόδων για τη δύναμή του, αλλά και σε κύρια εξαγωγή της χώρας μετά την απόσχιση του Νότιου Σουδάν το 2011.
Μετά την ανατροπή του Μπασίρ το 2019, ο Νταγκάλο αναδείχθηκε σε κύριο διαμορφωτή της εξουσίας στο Σουδάν, παίζοντας καθοριστικό ρόλο τόσο στην προσωρινή κυβέρνηση όσο και στο στρατιωτικό πραξικόπημα που οδήγησε στη σημερινή σύγκρουση με τον αρχηγό του στρατού, στρατηγό Αμπντέλ-Φατάχ Μπουρχάν.

Ο σουδανικός στρατός έχει κατηγορήσει τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ότι στέλνουν ξένους μαχητές για να ενισχύσουν τη RSF και έχει προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι η χώρα παραβίασε τη Σύμβαση για τη Γενοκτονία υποστηρίζοντας τους παραστρατιωτικούς. Τα ΗΑΕ απέρριψαν τις κατηγορίες, χαρακτηρίζοντας τη δικαστική υπόθεση «επικοινωνιακό τέχνασμα».
Ο στρατός έχει επίσης κατηγορήσει τον στρατηγό της Λιβύης, Χαλίφα Χάφταρ, ότι στέλνει όπλα και μαχητές στην RSF.
Και οι δύο -Νταγκάλο και Χάφταρ- υποστηρίζονται από ισχυρούς περιφερειακούς συμμάχους και κατηγορούνται για σοβαρές παραβιάσεις, μεταξύ των οποίων εκτοπισμοί εκατομμυρίων αμάχων, μαζικοί βιασμοί και επιθέσεις σε κατοικημένες περιοχές που έχουν προκαλέσει λιμό σε μεγάλα τμήματα του Σουδάν.
Η ομάδα «Quad»
Η Ουάσινγκτον, το Κάιρο, το Ριάντ και το Άμπου Ντάμπι ανακοίνωσαν στα μέσα Σεπτεμβρίου έναν οδικό χάρτη-ορόσημο για τον τερματισμό του καταστροφικού πολέμου στο Σουδάν, όμως η πρωτοβουλία δείχνει ήδη να φθίνει, καθώς οι μάχες μαίνονται και οι ΗΠΑ καλούνται να αποδείξουν αν είναι έτοιμες να αναλάβουν ενεργό ρόλο στην ειρηνευτική διαδικασία.
Στις 12 Σεπτεμβρίου, έπειτα από μήνες αμερικανικών διαπραγματεύσεων, οι ΗΠΑ, η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα -γνωστά συλλογικά ως το «Κουαρτέτο» (Quad)- ανακοίνωσαν έναν οδικό χάρτη ειρήνης στο Σουδάν, με πρώτο βήμα μια τρίμηνη ανθρωπιστική εκεχειρία.

Η κοινή ανακοίνωση του «Κουαρτέτου» περιλαμβάνει ένα τριμερές σχέδιο: αρχικά, τρίμηνη ανθρωπιστική εκεχειρία για την άμεση παροχή βοήθειας, στη συνέχεια, μόνιμη κατάπαυση του πυρός και, τέλος, εννιάμηνη μεταβατική περίοδο που θα οδηγήσει σε «μια ανεξάρτητη, πολιτική κυβέρνηση με ευρεία νομιμοποίηση και λογοδοσία».
Αν και η ανακοίνωση από μόνη της δεν αρκεί για να σταματήσει τον πόλεμο, συνιστά ένα επίτευγμα που για καιρό φαινόταν ανέφικτο: τη βασική κατανόηση, μεταξύ των ΗΠΑ και των τριών αραβικών δυνάμεων, για το πώς πρέπει να λήξει η σύγκρουση.
Ωστόσο, η εφαρμογή της συμφωνίας παραμένει αβέβαιη. Παρά τη σύγκλιση των εξωτερικών δυνάμεων, οι διαφορές μεταξύ των ίδιων των Σουδανών είναι βαθιά ριζωμένες, ενώ τα μέλη του «Κουαρτέτου» δεν δείχνουν να κάνουν αρκετά για να τις γεφυρώσουν.
Ο αρχηγός του στρατού του Σουδάν, στρατηγός Αμπντέλ Φατάχ αλ-Μπουρχάν, απέρριψε δημόσια τον οδικό χάρτη, ενώ οι RSF τον αγνόησαν εντελώς, συνεχίζοντας το αιματοβαμμένο έργο της κατάληψης του Ελ-Φάσερ.
Όλα τα βλέμματα στρέφονται πλέον στην ομάδα «Quad», που καλείται να ασκήσει πίεση και στις δύο πλευρές για να υλοποιηθεί η συμφωνία της 12ης Σεπτεμβρίου.
Η αντίφαση
Η ίδια η σύνθεση της διπλωματικής ομάδας «Quada», ωστόσο, συνιστά μια διπλωματική αντίφαση. Η Αίγυπτος έχει ταχθεί ανοιχτά υπέρ των Ενόπλων Δυνάμεων του Σουδάν (SAF), θεωρώντας τες νόμιμη κυβέρνηση και ανησυχώντας για την αστάθεια στα νότια σύνορά της.
Αντίθετα, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα κατηγορούνται διαρκώς ότι υποστηρίζουν τις Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης (RSF).
Η Σαουδική Αραβία προσπαθεί να διατηρήσει ουδέτερη στάση, αλλά ολοένα και περισσότερο συντάσσεται με τον στρατό, τον οποίο θεωρεί ως τον μοναδικό εναπομείναντα θεσμικό πυλώνα του κράτους.
Αυτή η αντίθεση, με τα μέλη του «Κουαρτέτου» να έχουν στηρίξει αντίπαλα στρατόπεδα του πολέμου, προκαλεί σοβαρές αμφιβολίες για την αμεροληψία και τη βιωσιμότητα της ειρηνευτικής διαδικασίας, σημειώνει το Middle East Eye.
Οι κινήσεις του Τραμπ
Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ανέλαβε εκ νέου την προεδρία τον Ιανουάριο, αρχικά έδειξε μικρό ενδιαφέρον για τον «βρώμικο πόλεμο» του Σουδάν. Ωστόσο, τον Ιούνιο, η στάση της Ουάσινγκτον άλλαξε.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ κάλεσε τους πρέσβεις της Σαουδικής Αραβίας, της Αιγύπτου και των ΗΑΕ, προκειμένου να τους ενημερώσει για τα αμερικανικά σχέδια μιας υψηλού επιπέδου συνάντησης του «Κουαρτέτου» και να ξεκινήσει η διαπραγμάτευση για ένα πλαίσιο ειρήνης.
Η αλλαγή αυτή φαίνεται να οφείλεται σε δύο βασικούς παράγοντες.
Ο πρώτος είναι ο Μασάντ Μπούλος, πεθερός της κόρης του Τραμπ, Τίφανι. Ο Μπούλος, ειδικός σύμβουλος της κυβέρνησης με αντικείμενο την Αφρική, «φαίνεται πρόθυμος να χρησιμοποιήσει γρήγορα το πολιτικό του κεφάλαιο για να πετύχει αποτελέσματα», σημειώνει σε ανάλυσή του ο Άλαν Μπόσγουελ, διευθυντής προγραμμάτων του ανεξάρτητου οργανισμού Crisis Group για το Κέρας της Αφρικής.

Όταν ο Τραμπ ανακοίνωσε την ειρηνευτική συμφωνία της 27ης Ιουνίου μεταξύ Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και Ρουάντας, δήλωσε ότι «το Σουδάν θα είναι το επόμενο στη λίστα του».
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η αυξανόμενη πίεση που άσκησαν στο Λευκό Οίκο το Άμπου Ντάμπι, το Κάιρο και το Ριάντ, ζητώντας «την αμερικανική εμπλοκή στο θέμα του Σουδάν». Οι τρεις πρωτεύουσες, εξαντλημένες από έναν πόλεμο χωρίς νικητή, έβλεπαν πλέον το χάος στο Σουδάν ως άμεση απειλή για τη δική τους ασφάλεια.
Τρεις επιπλέον εξελίξεις συνέβαλαν στη νέα ώθηση για ειρήνη: η ανακατάληψη του Χαρτούμ από τον στρατό τον Μάρτιο, η οποία έκανε ρεαλιστικότερη μια εκεχειρία, το γεγονός ότι ο πόλεμος έχει εξελιχθεί σε «αδιέξοδο που κοστίζει όλο και περισσότερο στις γειτονικές χώρες» και, τέλος, η αυξανόμενη ένταση μεταξύ αραβικών κρατών εξαιτίας της σύγκρουσης, η οποία «απειλεί να υπονομεύσει τη διπλωματία της περιοχής σε άλλα μέτωπα», όπως στη Γάζα, στο Ιράν ή στη Συρία.
Το κρίσιμο ερώτημα
Το κρίσιμο ερώτημα, όμως, παραμένει: είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες έτοιμες «να σηκώσουν τα μανίκια» και να δεσμευθούν σε μια μακρά και δύσκολη διαδικασία;

Ο Μάσαντ Μπούλος, ο οποίος ήδη «μοιράζει την προσοχή του σε πολλά μέτωπα», θα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς «παραμένει ασαφές ποιος άλλος στην κυβέρνηση Τραμπ θα μπορούσε ή θα ήθελε να αναλάβει αυτή την αποστολή», σχολιάζει ο Μπόσγουελ.
Η ελπίδα όλων είναι να παραμείνουν οι ΗΠΑ και οι εταίροι του «Κουαρτέτου» ενεργοί. Μέχρι την ανακοίνωση της 12ης Σεπτεμβρίου, η ειρήνη στο Σουδάν έμοιαζε αδύνατη. Αν και οι προοπτικές παραμένουν δυσοίωνες, η κοινή δήλωση για τον οδικό χάρτη δημιούργησε ένα παράθυρο ευκαιρίας.
Όμως αυτό το παράθυρο «ίσως ήδη αρχίζει να κλείνει» – και η αξιοποίησή του απαιτεί «όλα τα μέλη του Κουαρτέτου, αλλά και όλους τους άλλους, να πιέσουν προς την ίδια κατεύθυνση προτού να είναι αργά».
Για τους Σουδανούς, τα διακυβεύματα δεν θα μπορούσαν να είναι μεγαλύτερα, όμως είναι δύσκολο να υποτιμηθούν οι συνέπειες και για τη γύρω περιοχή αν το Σουδάν παραμείνει πεδίο σύγκρουσης και χάους.