Καθώς η σκόνη κατακάθεται από την «πανδημία» COVID-19 και οι συνέπειες για τις πολιτικές των lockdown γίνονται ολοένα και πιο έντονες, ορισμένοι υποστηρικτές, τότε, των lockdown, όπως ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης Scott Galloway, παραδέχτηκαν ότι έκαναν λάθος που τα υποστήριξαν.
«Ήμουν στο διοικητικό συμβούλιο του σχολείου του παιδιού μου κατά τη διάρκεια του COVID. Ήθελα μια πιο σκληρή πολιτική καραντινών. Εκ των υστέρων, έκανα κατάλαβα πως έκανα λάθος», είπε ο κ. Galloway στον Bill Maher.
«Η ζημιά που κάναμε στα παιδιά κρατώντας τα μακριά από τα σχολεία παραπάνω από έναν χρόνο, ήταν μεγαλύτερη από τον κίνδυνο του ιού. Αλλά εδώ είναι η ουσία, εγώ, οι σπουδαίοι μας άνθρωποι στο CDC, θα ήθελα να πιστεύω και ο κυβερνήτης της πολιτείας μας, λειτουργούσαμε όλοι με ατελείς πληροφορίες, και θεωρούσαμε πως κάναμε το καλύτερο δυνατό». είπε, αναφερόμενος στα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων και στον τότε κυβερνήτη της Νέας Υόρκης Άντριου Κουόμο.
«Ας μάθουμε από το λάθος αυτό. Ας λογοδοτήσουμε ο ένας στον άλλον, και μακάρι να βρεθεί τόπος για συγχώρεση», είπε.
Ο κ. Galloway δεν είναι ο μόνος που παραδέχτηκε ότι έκανε λάθος που υποστήριξε τα lockdown, ειδικά για τα παιδιά. Ωστόσο, κάποιοι άλλοι δεν κατηγορούν τις «ατελείς πληροφορίες» που τους παρείχαν και παρακαλούν για συγχώρεση.
Ο Δρ Ari Joffe, κλινικός καθηγητής παιδιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Αλμπέρτα του Καναδά, και θεράπων ιατρός στην Παιδιατρική Κλινική «Κρίσιμη Φροντίδα», υποστήριξε στην αρχή φανατικά τα lockdown. Το ίδιο έκανε και ο Kevin Bass, καθηγητής ιατρικής και ερευνητής σε ιατρική σχολή του Τέξας.
Και οι δύο λένε τώρα ότι έκαναν λάθος λόγω της «ομαδικής συλλογικής σκέψης» και της «υποκίνησης του φόβου», παρά λόγω των ατελών πληροφοριών που είχαν. Και οι δύο αντιτάσσονται στην αντίληψη του κ. Galloway ότι οι κρατικές και υγειονομικές δυνάμεις «έκαναν το καλύτερο δυνατό».
Φόβος και καραντίνες
Στις 16 Μαρτίου 2020, η ομάδα άμεσης απόκρισης εναντίον του κορωνοϊού, του Imperial College, δημοσίευσε ένα μοντέλο που έδειξε ότι χωρίς καραντίνες που θα επιβάλλονταν για περισσότερο από τα δύο τρίτα του χρόνου σε διάστημα δύο ετών, «θα υπήρχαν 510.000 θάνατοι στη Μεγάλη Βρετανία και 2,2 εκατομμύρια θάνατοι στις Ηνωμένες Πολιτείες πολιτείες μέχρι τα μέσα Απριλίου, ξεπερνώντας τη ζήτηση της ΜΕΘ κατά 30 φορές», ανέφερε ο Δρ Joffe.
Το Imperial College υπολόγισε ότι θα υπήρχαν «7,0 δισεκατομμύρια μολύνσεις και 40 εκατομμύρια θάνατοι» παγκοσμίως τον πρώτο χρόνο. Το αποτέλεσμα από αυτού του επιστημονικού μοντέλου ήταν ο διάχυτος φόβος, είπε ο ίδιος, ένας φόβος στον οποίον ελάχιστοι έδειξαν ανοσί
Ως εκ τούτου, υποστήριξε πλήρως τα μέτρα καραντίνας που επιβλήθηκαν από την κυβέρνηση στην αρχή της πανδημίας, επειδή πίστευε ότι «τα lockdown θα μείωναν τη μετάδοση του ιού και τους θανάτους, όπως παρουσιάστηκαν τελικά ανακριβώς και ταυτολογικά διαμορφωμένα, εξυπηρετώντας συμφέροντα από το Imperial College», είπε ο Δρ Τζόφε στους The Epoch Times.
Ο κ. Bass, ο οποίος είπε στην αρχή της πανδημίας ότι ήταν ένας σκληροπυρηνικός Covidian (κάποιος δηλαδή που ανύψωσε την πρόληψη για την καταπολέμηση του COVID σε μια σχεδόν θρησκευτική φατρία), είπε ότι η μοντελοποίηση του Imperial College επηρέασε πολύ την αρχική υποστήριξή του για τα lockdown, όπως και οι αναφορές από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ).
«Μας είπαν ότι σκοτώνει το 3,4% των ανθρώπων που μολύνει – αυτός ήταν ο αριθμός του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας μέχρι τις αρχές Απριλίου του 2020 – 3,4%, είναι πάρα πολλοί άνθρωποι! Είναι σαν να πεθαίνει ένας στους 30 ανθρώπους», ο κ. Μπας.
«Και στη συνέχεια είχαμε αυτά τα μοντέλα του Imperial College του Λονδίνου που μοντελοποίησαν πόσοι θάνατοι θα υπήρχαν λόγω της πανδημίας σε διαφορετικά σενάρια, είτε με μέτρα είτε χωρίς μέτρα, είτε με καραντίνες είτε χωρίς καραντίνες.
Και ουσιαστικά δεν υπήρχαν άλλα δεδομένα. Νομίζω, λόγω της υστερίας, του φόβου, αλλά και των εικόνων που ερχόντουσαν από την Κίνα ίσως, οι άνθρωποι -επιστήμονες, κοινωνικοί επιστήμονες και πολιτικοί – έδειξαν ακλόνητη εμπιστοσύνη στα μοντέλα του Imperial College του Λονδίνου.»
Αλλά καθώς η πανδημία ξεδιπλωνόταν, ο Δρ Joffe και ο κύριος Bass άρχισαν να επανεξετάζουν την αρχική υποστήριξή τους στα πρώιμα lockdown.
Αναγνωρίζοντας την ομαδική σκέψη
«Στους πρώτους μήνες του lockdown, συνειδητοποίησα ότι η τεχνογνωσία μου (και ομοίως άλλων εκπαιδευμένων ιατρικών συναδέλφων) δεν ήταν κατάλληλη για να δίνω συμβουλές κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας», είπε ο Δρ Joffe.
Πρόσθεσε ότι όταν είδε για πρώτη φορά το μοντέλο του Imperial College, παρέλειψε να σημειώσει ότι «οι ομάδες υψηλού κινδύνου ήταν οι ηλικίες 70 ετών και άνω (ειδικά σε μακροχρόνια φροντίδα) και εκείνοι ηλικίας 60 έως 69 ετών με σοβαρές συννοσηρότητες».
Αλλά αυτό το γεγονός έγινε σύντομα εμφανές και το ποσοστό θνησιμότητας από μόλυνση ήταν πάνω από 20 φορές χαμηλότερο από το αναφερόμενο ποσοστό θνησιμότητας του μοντέλου που τους παρουσίασαν.
«Η μοντελοποίηση ήταν εσφαλμένη και γενικά, η μοντελοποίηση (η πρόβλεψη) απέτυχε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Αυτό συνέβη επειδή τα μοντέλα βασίστηκαν σε λανθασμένες υποθέσεις και αδιαφανείς μεθόδους», είπε ο Δρ Joffe.
«Εάν βάλετε ανακριβείς υποθέσεις (π.χ. το ποσοστό θνησιμότητας από μόλυνση ήταν πολύ υψηλό· ο πληθυσμός μοντελοποιήθηκε ως ομοιογενής όταν στην πραγματικότητα είναι εξαιρετικά ετερογενής όσον αφορά τον κίνδυνο και την έκθεση· το ξέσπασμα μοντελοποιήθηκε ως ατελείωτη εκθετική αύξηση, Σε αντίθεση με οποιαδήποτε επιδημία στην ιστορία· το όριο ανοσίας της αγέλης θεωρήθηκε πολύ υψηλό· και πολλά άλλα), το μοντέλο θα σας δείξει αυτό που θέλετε να σας δείξει».
Ο Δρ Joffe είπε ότι είδε επίσης την επίδραση του lockdown στους φοιτητές του στο πανεπιστήμιο και συνειδητοποίησε ότι η υποστήριξή του στα lockdown ήταν από μια προνομιακή θέση που «απέτυχε να αναγνωρίσει ότι η μοναξιά, η ανεργία και οι δυσμενείς παιδικές εμπειρίες είναι κορυφαίοι παράγοντες κινδύνου για μειωμένη διάρκεια ζωής, προβλήματα ψυχικής υγείας και χρόνιες μη μεταδοτικές ασθένειες».
Επιπλέον, «απέτυχε να αναγνωρίσει ότι η έλλειψη σχολείου ή πανεπιστημίουθα επηρεάσει μια ολόκληρη γενιά με μειωμένη κοινωνική ανάπτυξη, εκτελεστική λειτουργία (δηλαδή, ικανότητα λήψης αποφάσεων), δυνατότητες κερδών και μελλοντική διάρκεια ζωής και θα οδηγήσει σε αξιοσημείωτες αυξήσεις στα αρνητικά αποτελέσματα της ψυχικής υγείας».
Μόλις αναγνώρισε αυτά τα γεγονότα, ο Δρ Joffe άρχισε να ερευνά τα lockdown και η εργασία του δημοσιεύτηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2021.
Στο συμπέρασμά του, ο Δρ Joffe δηλώνει: «Η οικονομική ύφεση, μέσω της λιτότητας στις κρατικές δαπάνες για τους κοινωνικούς καθοριστικούς παράγοντες της υγείας, αναμένεται να προκαλέσει πολύ περισσότερες απώλειες ζωών και ευημερίας μακροπρόθεσμα από ό,τι θα κάνει ο COVID-19.
«Πρέπει να ανοίξουμε την κοινωνία για να σώσουμε πολλές περισσότερες ζωές από όσες μπορούμε, προσπαθώντας να αποφύγουμε κάθε περίπτωση (ή ακόμα και τις περισσότερες περιπτώσεις) του COVID-19. Είναι καιρός να κάνουμε μια επίπονη παύση, να στέψουμε την προσοχή μας στον πραγματικό κίνδυνο, να κάνουμε ορθολογικές αναλύσεις κόστους-οφέλους των επιπτώσεων και να τερματίσουμε της υστερική ομαδικής σκέψη των καραντίνων».
Για τον κ. Μπας, ο δρόμος για την επανεξέταση της υποστήριξής του για το lockdown ήταν πιο κυκλικός.
Είπε ότι στις αρχές του 2022, προσπαθούσε να βρει νέα θέματα για να συζητήσει στην υγεία και, ως δημοφιλής φιγούρα στα social media, γινόταν πιο δύσπιστος για τα «πράγματα γενικά». Ταυτόχρονα, ο κ. Μπας συνειδητοποίησε ότι το διαδικτυακό του κοινό ήταν κυρίως συνομήλικοι του και επαγγελματίες υγείας, όχι ο καθημερινός άνθρωπος που αναζητούσε απαντήσεις για την υγεία, γι’ αυτό αποφάσισε να εξερευνήσει μια «σειρά διαφορετικών θεμάτων».
«Αν και παρακολουθούσα πολύ πολύ στενά την επιστήμη, διάβαζα άρθρα πολύ προσεκτικά και ήξερα για τι πράγμα μιλούσα, δέχτηκα πολλές αντιδράσεις από την ίδια κοινότητα στην οποία ήμουν μέρος και που κάποτε με επευφημούσε για την απομυθοποίηση της παραπληροφόρησης», είπε ο κ. Μπας.
«Άρχισαν να με κατηγορούν για παραπληροφόρηση! Άρχισα να δέχομαι μέχρι και απειλές από τη δική μου ομάδα.»
Η συμπεριφορά αυτή ανάγκασε τον κ. Μπας να αναγνωρίσει ότι στην κοινότητα του είχε δημιουργηθεί ένα είδος φανατικής σέχτας η οποία δεν ακολουθούσε τα γεγονότα και τα ντοκουμέντα, αλλά αντίθετα ακολουθούσαν τη συμβατική σκέψη και τους λεγόμενους ως συστημικούς ειδικούς, τους οποίους τα media τους είχαν μετατρέψει σε θεούς.
«Μόλις το συνειδητοποίησα αυτό, άρχισα να βλέπω το όλο θέμα διαφορετικά και άρχισα να αναρωτιέμαι για πολλά πράγματα», είπε.
Αυτή η αμφισβήτηση ήρθε στο προσκήνιο όταν, το 2022, ο Έλον Μασκ αγόρασε το Twitter, τώρα X, και ξεκίνησε να δημοσιεύει στοιχεία και ντοκουμέντα με τίτλο: «Διώξτε τον Φάουτσι».
«Έκανα αναδημοσίευση όλα όσα δημοσίευσαν ο Μασκ και η ομάδα του, επικροτώντας τον γι’ αυτό που έκανε και τότε όλοι οι πρώην φίλοι μου, σκύλιασαν, έπεσαν να με φάνε», είπε ο κ. Μπας. «Ήμουν πάντα Covidian. Πάντα πίστευα ότι πρέπει να έχουμε lockdown, να έχουμε υποχρεωτικές εντολές για μάσκες και υποχρεωτικότητα των εμβολίων, και ήμουν πολύ αυταρχικός πάνω σε αυτό. Το να το κοιτάω πίσω και να θυμάμαι την συμπεριφορά μου αυτή, είναι κάτι το πολύ ντροπιαστικό».
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, άκουγε επίσης άλλους διακεκριμένους επιστήμονες που αμφισβήτησαν την ανταπόκριση της κυβέρνησης, και αυτό του γεγονός δημιούργησε τις δικές του ερωτήσεις.
“Έλεγαν πράγματα για τον COVID και σκέφτηκα, “Λοιπόν, αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Ίσως αυτό είναι αλήθεια. Ίσως είναι σημαντικό για εμάς να έχουμε ανοιχτό μυαλό σχετικά με τις κρίσιμες προοπτικές αντιμετώπισής του.” Οπότε, όλο αυτό το διάστημα, αμφέβαλα και σκεφτόμουν τα πράγματα από πολλές σκοπιές», είπε ο κ. Μπας.
«Και έγινε προφανές ότι όλη αυτή η αφήγηση για το μηδενικό COVID… ήταν κάτι το εξωπραγματικό, κάτι που δεν μπορούσε να γίνει ποτέ. Δεν γίνεται να ελέγξουμε τον COVID, ούτε κανέναν ιό αυτού του είδους, και αποκαλύφθηκε ότι τα lockdown ήταν ένα όνειρο, μια φαντασίωση. Και στο βαθμό που μπόρεσαν, αυτό το όνειρο το μετέτρεψαν σε έναν ολοκληρωτικό εφιάλτη»
Αναγνωρίζοντας το λάθος του και θέλοντας να το αναγνωρίσει, ο κ. Μπας δημοσίευσε ένα κείμενο στο X στις 12 Δεκεμβρίου 2022, «Έκανα λάθος σχετικά με τα lockdown και τις υποχρεωτικές εντολές. Έκανα λάθος και ο λόγος που έκανα λάθος ήταν ο φυλετισμός μου (εννοώντας ότι αισθανόταν πως πρέπει να ανήκει σε μια ισχυρή ομάδα), τα συναισθήματά μου και η παρεξήγηση μου στην κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και του ιού. Δεν έχει μεγάλη σημασία, αλλά ήθελα να ζητήσω συγγνώμη για τα λάθη μου», έγραψε.
Λάθη που μπορούν να αποφευχθούν
Ο Δρ Joffe είπε ότι «οι κυβερνήσεις έβαλαν τους λάθος ανθρώπους ως υπεύθυνους για την παροχή συμβουλών και διαχείρισης της δημόσιας έκτακτης ανάγκης της πανδημίας.
«Οι ιατροί δημόσιας υγείας δεν ήταν εκπαιδευμένοι ούτε έμπειροι στη διαχείριση μιας δημόσιας έκτακτης ανάγκης. Οι ομάδες ιατρικών εμπειρογνωμόνων επίσης δεν είχαν εκπαιδευτεί ούτε είχαν εμπειρία στη διαχείριση μιας δημόσιας έκτακτης ανάγκης. Όλοι ήταν επιρρεπείς στην ομαδική σκέψη.»
Ο Δρ Joffe, μαζί με τον David Redman, έναν απόστρατο αντισυνταγματάρχη στην Υπηρεσία Διαχείρισης Έκτακτης Ανάγκης της Αλμπέρτα, ανέφεραν σε ένα έγγραφο ότι οι υπηρεσίες διαχείρισης έκτακτης ανάγκης, με τις συγκεκριμένες διαδικασίες τους, θα έπρεπε να είχαν διαχειριστεί σωστά την πανδημία.
Αντίθετα, οι κυβερνήσεις ήταν εκείνες που έλεγξαν την ανταπόκριση και εστίασαν μόνο σε πράγματα όπως «ισοπέδωση της καμπύλης κρουσμάτων» και «προστασία του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης» και απέτυχαν να υπολογίσουν τον αντίκτυπο που θα είχαν τα lockdown και οι υποχρεωτικότητες στην κοινωνία έναντι της πραγματικής αποτελεσματικότητας.
«Ένα συνηθισμένο λάθος ήταν να θεωρηθεί η συσχέτιση ως αιτιώδης συνάφεια—δηλαδή, όταν εφαρμόζονταν τα lockdown, μερικές φορές μειώνονταν τα κρούσματα και οι νοσηλείες, και αυτό εσφαλμένα ερμηνεύτηκε ως αποτελεσματικότητα του lockdown», είπε ο Δρ Joffe.
«Το πρόβλημα ήταν ότι αυτό δεν οφειλόταν σε μια αιτιώδη συνάφεια… ήταν σαφές ότι ανεξάρτητα από το lockdown, οι καμπύλες της πανδημίας ήταν οι ίδιες, δηλαδή είχε πάρει την πορεία που θα έπαιρνε μια οποιαδήποτε πανδημία».
Ο κ. Μπας συμφωνεί, «Όταν ξεκίνησε η πανδημία, γνώριζα πολύ καλά τα μειονεκτήματα αυτής της ιδεολογίας, αλλά παρόλα αυτά, συνέχισα να την υποστηρίζω. Η απόλυτη πεποίθησή μου – και νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι το συμμερίζονταν αυτό – ήταν ότι κάθε ανθρώπινη ζωή είναι πολύτιμη. Κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει με αυτό, σωστά;
“Στην αρχή σκεφτόμασταν “Ναι, μπορεί να έχουμε κάποια οικονομική καταστροφή για σύντομο χρονικό διάστημα. Ή ναι, μπορεί να υπάρξει κάποια ταλαιπωρία”, όπως έλεγε και ο Fauci κάθε φορά που αντιμετώπιζε διαδηλωτές κατά των lockdown. Ωστόσο, είπαμε στους εαυτούς μας πως οι ταλαιπωρίες, αυτές οι ελαφριές ήπιες οικονομικές υφέσεις, μπορεί να μην είναι όλες κακές, και θα ανακάμψουμε. Και έτσι, επικεντρωθήκαμε στο να πετύχουμε τον στόχο μας, τον στόχο δηλαδή που κάποιοι άλλοι είχαν θέσει και αυτό αποδείχθηκε τελικά καταστροφικό».
Ωστόσο, ο κ. Μπας είπε ότι οι ειδικοί προειδοποιούσαν για τα lockdown από την αρχή.
«Το ίδρυμα στις αρχές Μαρτίου 2020, δημοσίευσε 800 υπογραφές από μέρη όπως το Χάρβαρντ, το Γέιλ, [Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας], τα καλύτερα πανεπιστήμια και παρέδωσαν αυτήν την ανοιχτή επιστολή προς τον [τότε Αντιπρόεδρο] Μάικ. Πενς, για το τι πρέπει να κάνουμε κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας.
«Και αυτό που είπαν ήταν εξαιρετικά παρόμοιο με αυτό που αργότερα θα ονομαζόταν ως η Διακήρυξη του Great Barrington από τον Jay Bhattacharya, που είναι ότι «πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί σχετικά με την επιβολή lockdown, τείνουν να μην είναι αποτελεσματικά, μπορούν να αφαιρέσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα των ανθρώπων , μπορούν να αποξενώσουν τους ανθρώπους και να προκαλέσουν πολιτική αστάθεια. Θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στο να είμαστε πολύ ειλικρινείς. Πρέπει να φροντίσουμε να ελέγξουμε τον φόβο, όχι να τον προωθήσουμε· θα πρέπει να προσπαθήσουμε να προστατεύσουμε τα πολιτικά δικαιώματα και να κάνουμε τα πράγματα όσο το δυνατόν πιο εθελοντικά για τον κάθε άνθρωπο».
Ο κ. Bass είπε ότι ήταν ευρέως γνωστό στην επιστημονική κοινότητα στην αρχή της πανδημίας ότι είχαν μελετηθεί οι επιπτώσεις του lockdown στις αερομεταφερόμενες ασθένειες στην Ιαπωνία και σε στρατιωτικές βάσεις όπου είναι εφαρμόσιμη η αυστηρή τήρηση των κανόνων, αλλά τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ακόμη και αυτοί οι τύποι των lockdown δεν ήταν αποτελεσματικοί.
«Κάναμε το καλύτερο δυνατό«
Ο Δρ Joffe και ο Δρ. Bass υποστηρίζουν ότι η δήλωση του κ. Galloway – ότι αυτός και άλλοι σαν αυτόν «έκαναν το καλύτερο δυνατό» – είναι στην καλύτερη περίπτωση ανακριβής.
«Η δουλειά αυτών των ηγετών που εφαρμόζουν δυνητικά επιβλαβείς παρεμβάσεις για τη διαχείριση της πανδημίας συνεπαγόταν τη γνώση όσο το δυνατόν περισσότερων, συμπεριλαμβανομένης της στάθμισης των προβλέψιμων βλαβών και οφελών», είπε ο Δρ Joffe.
«Υπήρχε πολλή μεγάλη βιβλιογραφία πριν από την πανδημία του COVID-19 που έδειχνε ότι τα lockdowns, το κλείσιμο σχολείων και οι εντολές για καθολική υποχρεωτική μάσκα δεν συνιστώνται, λόγω του δυσμενούς κόστους-οφέλους. Αυτά λοιπόν τα σχέδια για την αντιμετώπιση μιας πανδημίας και η διαδικασία διαχείρισης έκτακτης ανάγκης θα έπρεπε να τους ήταν γνωστά».
Οι ειδικοί γνώριζαν στην αρχή της πανδημίας ότι τα lockdown έχουν «προβλεπόμενη τεράστια παράπλευρη ζημιά με ασαφή αποτελεσματικότητα», ότι η απομόνωση της κοινότητας δεν θα έβγαζε σε καλό και ότι τα παιδιά δεν διέτρεχαν «σημαντικό κίνδυνο», αλλά τον κίνδυνο τον διέτρεχαν πληθυσμιακές ομάδες μεγαλύτερης ηλικίας και υψηλού κινδύνου
«Δεν νομίζω ότι [η δήλωση του κ. Galloway] είναι σωστή», είπε ο Δρ Joffe.
«Είναι μια τρελή δήλωση», είπε ο κ. Μπας. «Δεν υπήρχαν σοβαρά δεδομένα που να αποδεικνύουν ότι τα lockdowns λειτουργούν. Ο Anders Tegnell, ήταν ο Σουηδός επιστήμονας που ανέλαβε προσωπικά την ευθύνη να μην τεθεί η χώρα σε καραντίνες και να μην ισχύσουν οι υποχρεωτικότητες και ήταν πολύ ειλικρινής αναφέροντας ότι το μοντέλο που μας σέρβιραν δεν ήταν πολύ καλό και δεν ήταν καλός οδηγός. Είπε ότι έπρεπε να υπάρχουν σημαντικά επιστημονικά δεδομένα για να προχωρήσουμε σε μια τόσο σκληρή εφαρμογή μέτρων γιατί αν χρησιμοποιήσουμε μοντέλα, υποθέσεις και εύλογα σενάρια, μπορεί να καταλήξουμε να συμβούν άσχημα πράγματα και αυτό έχει ξανασυμβεί στην ιστορία της ιατρικής».
Ο κ. Μπας πρόσθεσε ότι μια δικαιολογία που χρησιμοποίησαν οι δήθεν ειδικοί για να καθιερώσουν τα lockdown ήταν η «ασυμπτωματική εξάπλωση του COVID-19». «Αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει ασυμπτωματική μετάδοση του COVID, ήταν ένα παραμύθι, ένα ψέμα», είπε ο κ. Μπας.
Θα τα πάνε καλύτερα την επόμενη φορά;
Μέχρι το τέλος του 2023, ο COVID-19 θα έχει κοστίσει στην οικονομία των ΗΠΑ 14 τρισεκατομμύρια δολάρια, αναφέρει το Κέντρο Πολιτικής και Οικονομίας Υγείας, Leonard D. Schaeffer, του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνια .
«Οι απουσίες στο χώρο εργασίας και οι χαμένες πωλήσεις λόγω της παύσης των αγορών λιανικής, των αεροπορικών ταξιδιών και των δημόσιων συγκεντρώσεων συνέβαλαν τα μέγιστα» στο να χαθούν πολλά χρήματα, αναφέρει το κέντρο.
Επιπλέον, το 50% των νεαρών ενηλίκων (ηλικίας 18-24 ετών) ανέφεραν συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης το 2023, σύμφωνα με έρευνα του Kaiser Family Foundation, και περίπου το 47% των γονέων που απάντησαν σε σχετικό ερώτημα, είπαν ότι η πανδημία έβλαψε πολύ την ψυχική υγεία των παιδιών τους.
«Η πανδημία έχει επηρεάσει την ψυχική υγεία και την ευημερία του κόσμου με διάφορους τρόπους, μεταξύ άλλων μέσω της απομόνωσης και της μοναξιάς, της απώλειας εργασίας και της οικονομικής αστάθειας, του φόβου και της θλίψης», ανέφερε το ίδρυμα.
“Η πανδημία συνέπεσε με την αύξηση της χρήσης ουσιών και τα αυξημένα ποσοστά θανάτων λόγω ουσιών. … Το συνολικό ποσοστό θανάτου από υπερβολική δόση ναρκωτικών αυξήθηκε κατά 50% κατά τη διάρκεια της πανδημίας.”
Επιπλέον, μια μελέτη με αξιολόγηση από ομοτίμους καθηγητές στο επιστημονικό περιόδικό Nature αναφέρει ότι μια συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση σχετικά με τον αντίκτυπο στη μάθηση κατά τη διάρκεια του lockdown για τον COVID-19 αποκάλυψε ένα «σημαντικό συνολικό μαθησιακό έλλειμμα» που οδηγεί σε απώλεια του 35% της τυπικής μάθησης σε μια σχολική χρονιά.
«Η πανδημία της νόσου του κορωνοϊού 2019 (COVID-19) οδήγησε σε μία από τις μεγαλύτερες διαταραχές στη μάθηση στην ιστορία». Οι συγγραφείς της κρατικής μελέτης ήταν ο Bastian A. Betthäuser, επίκουρος καθηγητής στο Κέντρο Έρευνας για τις Κοινωνικές Ανισότητες, και ο Anders Bach-Mortensen, ανώτερος μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
«Τα lockdown έχουν περιορίσει την κίνηση των παιδιών και την ικανότητά τους να παίζουν, να συναντούν άλλα παιδιά και να συμμετέχουν σε εξωσχολικές δραστηριότητες, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα έκανε βίαια και επιθετικά. Η απομόνωσή τους στο σπίτι τα εισήγαγε στον κόσμο βίαιων ηλεκτρονικών παιχνιδιών και παράξενων μουσικών επιλογών. Η ευημερία και οι οικογενειακές σχέσεις των παιδιών έχουν επίσης υποφέρει λόγω οικονομικών αβεβαιοτήτων και αντικρουόμενων απαιτήσεων εργασίας, φροντίδας και μάθησης.»
Όταν ρωτήθηκε τι ελπίζει ότι μπορεί να έμαθε η επιστημονική κοινότητα από την κυβερνητική ανταπόκριση στον COVID-19, ο Δρ Joffe είπε: «Υπάρχουν τόσα πολλά. Ίσως είναι πιο κατάλληλο να σχολιάσω αυτά που έμαθα εγώ. Ένα από αυτά είναι η λεγόμενη ιατρική και δημόσια υγεία. Οι «ειδικοί» δεν είχαν εκπαιδευτεί για τη διαχείριση μιας δημόσιας έκτακτης ανάγκης. Το μεγαλύτερο μάθημά μου ήταν η εκ νέου ανακάλυψη της διαδικασίας διαχείρισης έκτακτης ανάγκης.
Εάν αυτή είχε χρησιμοποιηθεί σωστά, τα lockdown, οι υποχρεωτικότητες, ο φόβος και οι παράπλευρες ζημιές και απώλειες θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί με πολύ καλύτερα αποτελέσματα για την ευημερία του πληθυσμού», είπε.
«Δεύτερον, ήταν ανησυχητικό για μένα πόσο επιρρεπής ήταν η κοινωνία, οι ηγέτες και οι επαγγελματίες του ιατρικού κλάδου στην ομαδική σκέψη και τη μαζική συγκρότηση. Ο φόβος είναι ένα ισχυρό συναίσθημα που διακόπτει τη λογική σκέψη και τη λήψη αποφάσεων. Ο σχηματισμός της νοοτροπίας του πλήθους είναι ένα τρομακτικό φαινόμενο.
Τρίτον, η λογοκρισία και η δυσφήμιση εναλλακτικών λύσεων που βασίζονται σε στοιχεία είναι αντίθετη με την επιστημονική μέθοδο και έχουν κηλιδώσει τη φήμη των ιατρικών και πανεπιστημιακών ιδρυμάτων κατά τη διάρκεια αυτής της πανδημίας. Θα χρειαστεί δουλειά για να κερδίσουμε πίσω αυτή την εμπιστοσύνη από τον κόσμο», είπε.
Ο κ. Μπας δεν είναι σίγουρος ότι η επιστημονική κοινότητα έμαθε κάτι από όλο αυτό. «Όλα ήταν στραβά. Εννοώ ότι κυριολεκτικά έκαναν σχεδόν τα πάντα στραβά. Ολόκληρες οι θεσμικές λύσεις πρέπει να μεταρρυθμιστούν», είπε.