ΗΠΑ-ΕΕ: Η μάχη για το Λευκό Οίκο κρίνει τη Διατλαντική Σχέση

Άμεσο αντίκτυπο (και) για την Ευρώπη αναμένεται να έχουν οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου, σε ένα ούτως ή άλλως ρευστό παγκόσμιο περιβάλλον, αλλά και με ορίζοντα τη μετά-covid εποχή.

Η Διατλαντική Σχέση και η εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών σε σχέση με την Ευρώπη περνούν από την κάλπη και τη μονομαχία του Ντόναλντ Τραμπ με τον Τζο Μπάιντεν. To ερώτημα που κυριαρχεί σε παγκόσμιο επίπεδο είναι: Μπορεί μία νίκη του Μπάιντεν να σημάνει την ουσιαστική «επανεκκίνηση» των διατλαντικών σχέσεων; Oι πολιτικές απόψεις, αλλά και αυτές των αγορών και των αναλυτών διίστανται, έπειτα από τα τέσσερα χρόνια θητείας του Τραμπ στο Λευκό Οίκο -ακολουθώντας το δόγμα «America First»- που διαμόρφωσαν μια «δύσκολη» σχέση μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ.

Δύο δρόμοι εάν αλλάξει ένοικο ο Λευκός Οίκος

Στο πλαίσιο αυτό αναδεικνύονται δύο εκτιμήσεις για την επόμενη ημέρα της Διατλαντικής Σχέσης, στην περίπτωση ήττας του Τραμπ και ανάδειξης του Μπάιντεν στην προεδρία, με βάση τη ρητορική, τις προθέσεις και το ιδεολογικό υπόβαθρο του νυν Ρεπουμπλικανού Προέδρου και του υποψηφίου του Δημοκρατικού Κόμματος. Από τη μία πλευρά εκφράζεται η άποψη ότι ήττα του Τραμπ θα σημάνει αυτομάτως την άμεση βελτίωση των σχέσεων Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρώπης, μέσω της επιστροφής στο μοντέλο της πολυμέρειας και της συνεργασίας (και) μέσω των διεθνών θεσμών και οργανισμών, με τις ΗΠΑ να επιστρέφουν στο πρότυπο της προ-Τραμπ ηγεμονίας τους· η άλλη εκτίμηση «βλέπει» μεν την επούλωση των πληγών που άφησε η πολιτική Τραμπ στις σχέσεις με την ΕΕ σε βασικούς τομείς (π.χ. εμπόριο), ωστόσο δεν βλέπει τις Ηνωμένες Πολιτείες να αλλάζουν ριζοσπαστικά πολιτική, όπως και να γέρνουν σημαντικά την πλάστιγγα μεταξύ πολυμέρειας-προστατευτισμού.

Τα πολλαπλά μέτωπα της σχέσης ΗΠΑ-ΕΕ

Οι προκλήσεις της σχέσης των Ηνωμένων Πολιτειών με την Ευρώπη, όμως, τίθενται σε πολλαπλά επίπεδα και μέτωπα: Διεθνές εμπόριο, ΝΑΤΟ, Ιράν, κλιματική αλλαγή, μεταξύ άλλων.

Μιλώντας πρόσφατα στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την Κατάσταση της Ένωσης (State of the Union) η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αποτύπωσε το χάσμα μεταξύ Ουάσιγκτον και Βρυξελλών. «Μπορεί να μην συμφωνούμε πάντοτε με τις πρόσφατες αποφάσεις του Λευκού Οίκου. Ωστόσο, πάντοτε θα τιμούμε τη διατλαντική συμμαχία -η οποία βασίζεται σε κοινές αξίες και ιστορία, και σε έναν άρρηκτο δεσμό μεταξύ των λαών μας. Επομένως, ό,τι κι αν συμβεί αργότερα φέτος, είμαστε έτοιμοι να οικοδομήσουμε μια νέα διατλαντική ατζέντα. Να ενισχύσουμε τη διμερή εταιρική σχέση μας είτε πρόκειται για το εμπόριο, είτε πρόκειται για την τεχνολογία ή για τη φορολογία» ανέφερε, τονίζοντας ότι «χρειαζόμαστε ένα νέο ξεκίνημα με τους παλιούς μας φίλους – και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού…».

Το εμπορικό κομμάτι είναι το πλέον κρίσιμο για την επόμενη ημέρα της κάλπης της 3ης Νοεμβρίου σε ό,τι αφορά τα συμφέροντα της ΕΕ. Σε ανάλυσή της η ελβετική επενδυτική τράπεζα UBS επισημαίνει ότι «οι αμερικανικές εκλογές του 2020 έχουν σημασία για την Ευρώπη μέσω δύο βασικών καναλιών: Το πρώτο είναι το εμπόριο και το δεύτερο η εξωτερική πολιτική». Ο σύμβουλος του Τζο Μπάιντεν σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, Τόνι Μπλίνκεν, προανήγγειλε ότι εφόσον εκλεγεί ο υποψήφιος των Δημοκρατικών θα θέσει τέλος στον «τεχνητό εμπορικό πόλεμο» που κήρυξε ο Ντόναλντ Τραμπ στην ΕΕ, κάνοντας λόγο για ανάγκη βελτίωσης των οικονομικών σχέσεων των δύο πλευρών.

Είναι ενδεικτικό ότι το 76% των μελών του Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στη Γερμανία πιστεύει ότι οι προοπτικές για μία διατλαντική εμπορική συμφωνία θα αυξηθούν με κυβέρνηση Μπάιντεν, ενώ το 80% εκτιμά ότι οι διαπραγματεύσεις θα έχουν αρνητικό αποτέλεσμα στην περίπτωση της επανεκλογής Τραμπ. Στην πραγματικότητα, στην ΕΕ είναι διάχυτος ο φόβος ότι η επανεκλογή του Τραμπ θα σημάνει περαιτέρω επιδείνωση των εμπορικών σχέσεων με τις ΗΠΑ, με τη Γερμανία να ανησυχεί παραπάνω από όλους για δασμούς στην αυτοκινητοβιομηχανία.

Στο κλίμα αυτό, ο Νόρμπερτ Ρέτγκεν, πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Bundestag και εκ των υποψηφίων για την ηγεσία του γερμανικού Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) τόνισε σε συνέντευξή του ότι τυχόν επανεκλογή του Αμερικανού Προέδρου θα απειλήσει το μέλλον της Διατλαντικής Σχέσης και της συνεργασίας ΗΠΑ-ΕΕ, ενώ αντίθετα, η εκλογή Μπάιντεν σηματοδοτήσει μία νέα αρχή. «Oι ειλικρινείς επικρίσεις του Ρέτγκεν, λίγες εβδομάδες πριν από τις αμερικανικές εκλογές αποτυπώνουν τόσο τη νευρικότητα του Βερολίνου απέναντι στο ενδεχόμενο μιας δεύτερης θητείας του Τραμπ όσο και το βάθος της οργής για την πρώτη του θητεία» σχολίασε χαρακτηριστικά το Politico, στο οποίο παραχώρησε τη συνέντευξη ο Γερμανός αξιωματούχος.

Το εμπόριο δεν είναι όμως το μοναδικό αγκάθι της Διατλαντικής Σχέσης. Ο Αμερικανός Πρόεδρος, εξάλλου, είχε εξαπολύσει δριμεία κριτική κατά της ΕΕ και για το ζήτημα του ΝΑΤΟ και το ζητούμενο ύψος των εξοπλιστικών δαπανών των Ευρωπαίων εταίρων στα τέλη του περασμένου χρόνου. Ο Τραμπ είχε καλέσει την Ένωση «να συμμαζευτεί», λίγο μετά τις δηλώσεις του Γάλλου Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν περί «εγκεφαλικά νεκρής» Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, ενώ ακολούθησαν μήνες έντασης μεταξύ Γαλλίας και Τουρκίας, με την Ουάσιγκτον να μη συμμερίζεται τις επικρίσεις του Παρισιού απέναντι στις επιδιώξεις Ερντογάν στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Οι Ευρωπαίοι που στηρίζουν Τραμπ

Εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, ωστόσο, υπάρχουν και κράτη-μέλη που ελπίζουν στην επανεκλογή Τραμπ, με τις εθνικιστικές πολιτικές ηγεσίες της Ουγγαρίας και της Πολωνίας –που βρίσκονται σε συνεχή σύγκρουση με τις Βρυξέλλες για ζητήματα δικαιωμάτων, ελευθεριών και δημοκρατίας– να παρέχουν στήριξη στον ιδεολογικό τους συνοδοιπόρο Τραμπ. O Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπάν εξέφρασε δημόσια και ανοιχτά την ελπίδα του για νίκη του ομοϊδεάτη του, δηλώνοντας ότι «γνωρίζουμε καλά τη διπλωματία των αμερικανικών κυβερνήσεων των Δημοκρατικών, βασισμένη στον ηθικό ιμπεριαλισμό. Ήμασταν αναγκασμένοι να τη δοκιμάσουμε στο παρελθόν, δεν μας άρεσε, δεν θέλουμε να επαναληφθεί» καθώς «η διεθνής φιλελεύθερη ελίτ έχει βαλθεί να καταστρέψει τους Χριστιανούς συντηρητικούς της Ευρώπης».

Ίδια θέση -αν και δεν εκφράζεται ανοικτά- και από την Πολωνία που προσβλέπει στην άφιξη περισσότερων αμερικανικών στρατευμάτων (από τη Γερμανία –και αυτό έχει σημασία) στη χώρα στο πλαίσιο της εμβάθυνσης της αμυντικής συμφωνίας ΗΠΑ-ΕΕ, κι ενώ ο Πρόεδρος της χώρας Αντρέι Ντούντα ήταν ο πρώτος ξένος ηγέτης που πέρασε το κατώφλι του Λευκού Οίκου μετά την πανδημία και τις απαγορεύσεις μετακινήσεων.

Το σκηνικό δεν θα αλλάξει δραματικά

Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, πάντως, των εκλογών της 3ης Νοεμβρίου στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τη διατήρηση της υφιστάμενης προσέγγισης ή μιας νέας από τον Λευκό Οίκο σε ό,τι αφορά τη Διατλαντική Σχέση, δεν αναμένονται ραγδαίες αλλαγές, σύμφωνα με τους αναλυτές ούτε μία «αυτόματη» νέα γραμμή πλεύσης για τα αμερικανικά συμφέροντα.

O Mπάιντεν έχει δεσμευθεί  για την «επιστροφή» των ΗΠΑ σε διεθνείς συμφωνίες και σε παγκόσμιους οργανισμούς όπως στη  Συμφωνία του Παρισιού για την Κλιματική Αλλαγή αλλά και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, αντίστοιχα, από τα οποία, υπενθυμίζεται, ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είχε αποσύρει τη χώρα. Τα δεδομένα, όμως, δεν είναι τόσο απλά.

Η Λορένς Ναρντόν, επικεφαλής του προγράμματος Βόρειας Αμερικής στο Γαλλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (Institut français des relations internationales – IFRI) εκτίμησε σε ανάλυσή της ότι ακόμη κι αν ο Τραμπ χάσει το Νοέμβριο, τα άτομα που διορίζονται από τον Αμερικανό Πρόεδρο στους πολυμερείς διεθνείς οργανισμούς -με πλάνο και στόχο να τους αποδυναμώσουν εκ των έσω- θα παραμείνουν στη θέση τους, ενώ «το πρόγραμμα του Μπάιντεν δεν προβλέπει ριζοσπαστική επιστροφή από τον προστατευτισμό».

Με αυτούς τους συσχετισμούς, με τις σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ να είναι τραυματισμένες, με βαθιές, μάλιστα πληγές, με αποκορύφωμα τον εμπορικό πόλεμο που κλιμακώθηκε το φθινόπωρο του 2019, ένα restart δε φαίνεται τόσο απλή ή και επιθυμητή υπόθεση, αφού παρά την έντασή της, η πολιτική Τραμπ δεν φαίνεται να προέκυψε τόσο ευκαιριακά στις ΗΠΑ με την εκλογή του το 2016. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι ενδεικτικό άρθρο που δημοσίευσε το Foreign Policy με τίτλο «Όχι, ο Μπάιντεν δεν θα τερματίσει τους εμπορικούς πολέμους», υπογραμμίζοντας τη δήλωση του υποψηφίου των Δημοκρατικών ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει ως Πρόεδρος σε διεθνείς συμφωνίες εάν δεν επιτευχθούν πρώτα «σημαντικές επενδύσεις στις ΗΠΑ, στους εργαζόμενους και στις κοινότητες της χώρας».

Ταυτόχρονα, προαναγγέλλει σκληρή στάση απέναντι στην Κίνα, «μικρές κινήσεις καλής θέλησης» απέναντι στους συμμάχους και στους εμπορικούς εταίρους (όπως η στήριξη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, υπογραμμίζοντας ότι «δεν υπάρχει περίπτωση επιστροφής στο ελεύθερο εμπόριο της εποχής πριν από την προεδρία Τραμπ». 

Τα παραπάνω θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη από τη Γηραιά Ήπειρο. Σύμφωνα με τους αναλυτές της UBS, «η επιλογή προσέγγισης των ΗΠΑ για την αντιμετώπιση των παγκόσμιων ζητημάτων, από το εμπόριο ως τη γεωπολιτική, με γνώμονα την όλο και λιγότερη πολυμέρεια, έχει αφήσει κάπως απομονωμένη την Ευρώπη. Όποιο μονοπάτι κι αν αποφασίσουν να πάρουν οι ΗΠΑ στο μέλλον πιθανότατα θα έχει σημαντικές συνέπειες για τις σχέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης και την αντίστοιχη οικονομική τους πρόοδο».

Η εναπομείνασα προεκλογική περίοδος στις Ηνωμένες Πολιτείες αναμένεται να ρίξει περισσότερο φως στα σχέδια των δύο προεδρικών υποψηφίων για την Ευρώπη, σε αντίθεση με το πρώτο χαοτικό ντιμπέιτ Τραμπ-Μπάιντεν που δεν μπήκε στην ουσία των θεμάτων, βγάζοντας ως «είδηση» μόνο την ανταλλαγή βαριών χαρακτηρισμών μεταξύ των δύο πλευρών.

Οι εκλογές δεν πρόκειται να αλλάξουν δραστικά το σκηνικό της Διατλαντικής Σχέσης, ωστόσο συγκρούονται δύο διαφοροποιούμενα σχέδια, δύο διαφοροποιούμενες οπτικές για την υλοποίηση των αμερικανικών συμφερόντων με ή χωρίς στενό σύμμαχο τους Ευρωπαίους εταίρους. Το σίγουρο είναι ότι ενδεχόμενη επανεκλογή Τραμπ  θα σημάνει την απαράλλακτη συνέχεια μιας κυνικής πολιτικής, με έμφαση στη μονομέρεια, στην υπονόμευση της διάθεσης για συνεργασία και διάλογο και με όρους σκληρού ρεαλισμού σε επίπεδο διεθνών σχέσεων, με ό,τι αυτά συνεπάγονται, σε μία δύσκολη περίοδο που έρχεται σε παγκόσμιο επιπεδο, εν μέσω μίας παγκόσμιας ύφεσης που κληροδοτεί η κρίση του κορονοϊού.

*Ο Βαγγέλης Βιτζηλαίος είναι συντονιστής του Κύκλου Ευρωπαϊκών & Διεθνών Αναλύσεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ

**Το κείμενο περιλαμβάνεται στο 34ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του ΕΝΑ

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.