Οι συγκρούσεις μεταξύ Αρμενίων και Αζέρων στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, που ήδη διανύουν την πέμπτη μέρα, εξαπλώνονται σε όλα τα μέτωπα με πάνω από 100 νεκρούς. Ξεπέρασαν πλέον τα όρια του αρμενικού θύλακα και επεκτάθηκαν και σε άλλα σημεία της μεθοριακής ζώνης Αρμενίας – Αζερμπαϊτζάν, πυροδοτώντας έτσι τον κίνδυνο μιας γενικότερης ανάφλεξης στον Καύκασο. Το υπουργείο Άμυνας της Αρμενίας ανακοίνωσε ότι ο στρατός του Αζερμπαϊτζάν πραγματοποίησε νυκτερινούς βομβαρδισμούς την Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2020 σε όλη τη γραμμή του μετώπου. Οι Αρμένιοι ισχυρίστηκαν ότι κατέρριψαν δύο αζέρικα πολεμικά αεροσκάφη πάνω από την πρωτεύουσα του Ναγκόρνο- Καραμπάχ, το Στεπανακέρτ.

Κατάρριψη  αρμενικού SU-25 από τουρκικό F-16: πως θα αντιδράσει η Μόσχα;

Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο με την κατάρριψη, τη Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου, ενός αρμενικού μαχητικού SU-25 από τουρκικό F-16, όπως υποστηρίζει το υπουργείο Άμυνας της Αρμενίας, αλλά αρνείται η Άγκυρα. Η πιθανή στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας στη σύγκρουση, στο πλευρό των «αδελφών» Αζέρων, οδηγεί σε ενεργοποίηση της Ρωσίας, βασικού συμμάχου της Αρμενίας. Ενδεχόμενη στρατιωτική ανάμειξη της Άγκυρας στη σύγκρουση στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε αντίστοιχη παρέμβαση της Μόσχας. Άλλωστε η Ρωσία «με βάση τη Συνθήκη της Τασκένδης, είναι υποχρεωμένη να συνδράμει στρατιωτικά την Αρμενία», δήλωσε η Μαρία Ζαχάροβα, εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών.

Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να μεταμορφώσει τη σύγκρουση μεταξύ δύο γειτονικών χωρών στο Καύκασο σε έναν ακόμη proxy war (πόλεμο δια αντιπροσώπων) μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, όπως συμβαίνει ήδη στη Λιβύη και στη Συρία. Όμως ο Καύκασος δεν είναι για τη Μόσχα, ούτε Συρία ούτε Λιβύη, αλλά η «πίσω αυλή της». Το Κρεμλίνο την θεωρεί έναν στρατηγικής σημασίας χώρο μεταξύ της πετρελαιοφόρου Κασπίας και Μαύρης Θάλασσας και μια περιοχή όπου η Ρωσία αντιμετωπίζει παλιά, αλλά πάντα ενεργά, αποσχιστικά προβλήματα με τους ντόπιους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, όπως για παράδειγμα οι Τσετσένοι.

Καύκασος, τα «Βαλκάνια» της Ρωσίας

Αν τα Βαλκάνια θεωρούνται παραδοσιακά το «μαλακό υπογάστριο» και η «πυριτιδαποθήκη» της Ευρώπης, τότε ο Καύκασος επιτελεί τον ίδιο ρόλο για τη Ρωσία. Από τις αρχές του 19ου αιώνα η Μόσχα επεκτάθηκε προς τον Καύκασο και κατόπιν νοτιότερα, στη λεγόμενη Υπερκαύκασία, κατακτώντας περιοχές που προηγουμένως άνηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στο Ιράν. Στις περιοχές αυτές, εκτός από τους Γεωργιανούς και τους Αρμένιους, που ήταν παλαιοί χριστιανικοί πληθυσμοί, η πλειοψηφία των κατακτημένων λαών ήταν μουσουλμάνοι (Κιρκάσιοι, Τσετσένοι, Αζέροι, Αμπχάζιοι, φυλές του Νταγκεστάν κ.λ.π.), κυρίως ανυπότακτοι ορεσίβιοι πληθυσμοί που δυσανασχετούσαν από την κατοχή της ορθόδοξης αυτοκρατορικής Ρωσίας. Οι εξεγέρσεις και οι πόλεμοι εναντίον των Ρώσων ήταν συχνές και πολυαίμακτες στα τέλη του 19ου αιώνα, αρχικά από τους Κιρκάσιους (Τσερκέζους) και στη συνέχεια από τους σκληροτράχηλους Τσετσένους. Η Ρωσία πάντα πλήρωνε ακριβό τίμημα για να διατηρήσει τον Καύκασο στους κόλπους της.

Οι πόλεμοι στην Τσετσενία (1994-1996 και 1999-2000) και η Ρωσία

Η Μόσχα κατέπνιξε στο αίμα αυτές τις εξεγέρσεις, αναγκάζοντας μεγάλο τμήμα των εξεγερμένων πληθυσμών να καταφύγουν ως πρόσφυγες στην Τουρκία. Η τελευταία φάση των αυτονομιστικών εξεγέρσεων έλαβε χώρα στην Τσετσενία με τον Πρώτο (1994-1996) και Δεύτερο Τσετσενικό Πόλεμο (1999-2000), οι οποίοι είχαν συνολικά 250.000-300.000 νεκρούς και σχεδόν ένα εκατομμύριο εκτοπισμένους και πρόσφυγες. Δεν υπήρχε περίπτωση η Ρωσία να «ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου» επιτρέποντας την απόσχιση της Τσετσενίας, από όπου και διέρχονταν και σημαντικοί αγωγοί πετρελαίου της Κασπίας.

Αφού το Γκρόζνι, η πρωτεύουσα της Τσετσενίας, σχεδόν ισοπεδώθηκε από τους ρωσικούς βομβαρδισμούς και οι περισσότεροι Τσετσένοι μαχητές σκοτώθηκαν ή φυγαδεύτηκαν, το αυτονομιστικό τους κίνημα εκμηδενίστηκε και εκφυλίστηκε σε τυφλές τρομοκρατικές επιθέσεις. Η Μόσχα επιβεβαίωσε και πάλι την κυριαρχία της στο βόρειο Καύκασο, επιβάλλοντας μια ελεγχόμενη και φιλική προς τα συμφέροντά της τοπική κυβέρνηση. Πλήρωσε όμως και βαρύ φόρο αίματος, το οποίο θα μπορούσε να συγκριθεί με εκείνο που πλήρωσε ο σοβιετικός στρατός στον πόλεμο του Αφγανιστάν κατά τη δεκαετία του 1980. Μέσα από τους πολέμους της Τσετσενίας αναδείχθηκε ως «ηγετική φυσιογνωμία» ο Βλάντιμιρ Πούτιν, ο οποίος στη συνέχεια απέκτησε την απόλυτη εξουσία στο Κρεμλίνο. Για τον Πούτιν λοιπόν ο Καύκασος είναι «προσωπικό ζήτημα» και δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε μια ρωσική αποτυχία ή ήττα στην περιοχή.

Η ζωτικότερης σημασίας περιοχή του «εγγύς εξωτερικού» της Ρωσίας

Από μία άποψη ο Καύκασος θεωρείται «δείκτης ισχύος» της Ρωσίας. Όταν η Ρωσία ήταν ισχυρή όχι μόνον έλεγχε τον Καύκασο, αλλά και τον χρησιμοποιούσε ως εφαλτήριο προβολής της ηπειρωτικής ισχύος της προς τη Μέση Ανατολή. Αντίστοιχα, όταν αποδυναμωνόταν, όπως κατά τη δεκαετία του 1990, έχανε τον έλεγχο της σε τμήματα του Καυκάσου, τα οποία βυθιζόταν στη δίνη εθνοτικών και εμφύλιων συγκρούσεων.

Ως «γεωστρατηγική φαντασμαγορία», είχε περιγράψει ο Αμερικανός γεωπολιτικός Zbigniew Brzezinski στο βιβλίο του Η Μεγάλη Σκακιέρα, τον γεωπολιτικό πλουραλισμό που προέκυψε στον ευρασιατικό χώρο και ειδικά στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης (1991). Αυτός ο γεωπολιτικός πλουραλισμός όμως δεν ευνοούσε τη μετα-σοβιετική Ρωσία, η οποία βρισκόταν τότε σε μια κρίση ταυτότητας σχετικά με το νέο της ρόλο. Ταυτόχρονα προσπαθούσε να εξασφαλίσει τα σύνορά της και την εδαφική της ακεραιότητα, καταστέλλοντας αιματηρά δύο φορές την αποσχιστική εξέγερση των Τσετσένων μουσουλμάνων του βόρειου Καυκάσου, αλλά και να προστατεύσει τα δικαιώματα των διάσπαρτων ρωσικών μειονοτήτων (περίπου 25 εκατομμύρια εκτός Ρωσίας), δημιουργώντας έτσι και μια νέα ζώνη επιρροής στο λεγόμενο «εγγύς εξωτερικό» της. Μετά την Ουκρανία η Υπερκαυκασία (Γεωργία, Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν) θεωρείται από τη Μόσχα ως η πιο ζωτικής σημασίας περιοχή του «εγγύς εξωτερικού» της.

Η Υπερκαυκασία, η Μαύρη Θάλασσα και η Δύση

Στον χώρο αυτό η Δύση προσεταιρίστηκε τη Γεωργία, η οποία έχασε από τη Ρωσία αρχικά την παραθαλάσσια περιοχή της Αμπχαζίας με το λιμάνι του Σουχούμι και κατόπιν την περιοχή της Νότιας Οσετίας. Και στις δύο περιπτώσεις η Μόσχα χρησιμοποίησε τους Αμπχάζιους και Οσέτιους αυτονομιστές ώστε να δημιουργήσει νοτίως του Καυκάσου δυο de facto προτεκτοράτα και προγεφυρώματά της.

Στη Μαύρη Θάλασσα, η οποία ήταν πάντα το σημείο εκκίνησης για την προβολή ρωσικής ναυτικής ισχύος προς τη Μεσόγειο, η θέση της Ρωσίας ενισχύθηκε τόσο με την προσθήκη του προτεκτοράτου της Αμπχαζίας με το Σουχούμι, όσο και με την προσάρτηση της στρατηγικής σημασίας χερσονήσου της Κριμαίας το 2014. Παρόλη την είσοδο της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στο ΝΑΤΟ και τον αυξανόμενο ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, που ενισχύθηκε με την πρόσφατη ανακάλυψη κοιτασμάτων αερίου, η κυρίαρχη θέση της Ρωσίας σε αυτή την κλειστή θάλασσα δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί.

Γιατί το Αζερμπαϊτζάν επιτίθεται;

Η Μόσχα, αν και υποστηρίζει την Αρμενία καθώς έχει συνάψει μαζί της μια στρατηγική συμμαχία, διατηρεί παράλληλα καλές σχέσεις με την ελίτ του Μπακού. Το σημερινό Αζερμπαϊτζάν όμως δεν βρίσκεται και στην ιδανικότερη οικονομική κατάσταση, λόγω της πτώσης των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, στις εξαγωγές των οποίων βασίζεται η οικονομία του.

Μέχρι τώρα η κυβέρνηση Αλίεφ μπορούσε να καταπραΰνει τον πληγωμένο εθνικισμό των Αζέρων, για την απώλεια του 15% του εδάφους στο Ναγκόρνο Καραμπάχ και στις γύρω περιοχές προς όφελος των Αρμενίων το 1992-1994, με την οικονομική ανάπτυξη και τη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου. Πλέον, η οικονομική ύφεση λόγω Covid-19 και μειωμένων τιμών υδρογονανθράκων, αναγκάζει την κυβέρνηση Αλίεφ να στραφεί προς τον εθνικισμό, συνεπικουρούμενη κι από την αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας του Ερντογάν.

Η τοξική ανάμειξη της Τουρκίας στον Καύκασο

Η Τουρκία, η οποία βρίσκεται σε άμεση ή έμμεση αντιπαράθεση με τη Ρωσία στη Συρία και στη Λιβύη -όπου όμως δεν πετυχαίνει τους μεγαλεπήβολους στόχους της-, φαίνεται πως διεκδικεί μερίδιο από την «πίτα» των συμφερόντων στον Καύκασο, που αποτελεί και το «μαλακό υπογάστριο» της Μόσχας. Ως γνωστόν η Τουρκία, η οποία χαρακτηρίζεται ως «τοξικός γεωπολιτικός παίκτης», τα τελευταία χρόνια εξάγει μονίμως αστάθεια σε όλη την περιφέρεια της επιδιώκοντας, μέσω του εκφοβισμού, και της απειλής χρήσης βίας, την αύξηση της επιρροής και της προώθησης των συμφερόντων της.

Συμπεριφερόμενη από τη μία ως διεθνής ταραξίας και «νταής» κι από την άλλη προωθώντας την εικόνα μιας σημαντικής περιφερειακής δύναμης, η Άγκυρα επιδιώκει να έχει λόγο, μερτικό και να την υπολογίζουν σχεδόν παντού από τον Καύκασο μέχρι τα Βαλκάνια κι από τη Μέση Ανατολή μέχρι την Αφρική. Η εμπλοκή της ωστόσο και στις συγκρούσεις στον Καύκασο, εκτός από τον κίνδυνο της απώλειας του ελέγχου λόγω της υπερεπέκτασης, ενέχει και τον κίνδυνο να προκαλέσει ανοικτά το μένος της Ρωσίας, που δεν θα ανεχθεί εύκολα έναν επικίνδυνο ταραξία και μια αποσταθεροποιητική δύναμη στην «πίσω αυλή» της, η οποία είναι εύφλεκτη ακόμη και στις ιδανικότερες συνθήκες.