Ενίοτε στη διπλωματία, το ενδιαφέρον μονοπωλούν οι τακτικές κινήσεις των εμπλεκομένων, σε μια προσπάθεια να υπερφαλαγγίσουν τον αντίπαλο και να μεγιστοποιήσουν τα οφέλη τους. Αυτό παρακολουθούμε εδώ και καιρό στα μέτωπα της Συρίας και της Λιβύης. Το επιχείρημά μας, όμως, είναι ότι σε περιόδους που το διακύβευμα είναι η “τελική λύση” σε ένα παίγνιο υψίστης γεωστρατηγικής σημασίας, οι εμπλεκόμενοι συχνά εξακολουθούν να μη δίνουν την πρέπουσα σημασία στη “μεγάλη εικόνα” ελπίζοντας ότι έτσι θα αποφύγουν δύσκολες αποφάσεις. Ως αποτέλεσμα, φέρνουν πιο κοντά εξελίξεις που θέλουν να αποφύγουν…
Το επίμαχο ζήτημα είναι η συμπεριφορά της Τουρκίας. Όσο κι αν φαντάζει υπερβολή, η συμπεριφορά της έχει δανειστεί στοιχεία από τη ναζιστική Γερμανία. Αυτή την πραγματικότητα αρνούνται να αναγνωρίσουν οι μεγάλες δυνάμεις που εμπλέκονται στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, με αποτέλεσμα να φέρνουν πιο κοντά μια μεγάλη σύγκρουση στην περιοχή.
Μόλις εδραιώθηκε ο Χίτλερ στην εξουσία, αφού πρώτα πέρασε ένα διάστημα στο οποίο κατόρθωσε να αντιμετωπίσει κάθε αντίπαλο και να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στα χέρια του, ξεκίνησε την εφαρμογή του επεκτατικού τους σχεδίου. Παρομοίως, ο Ερντογάν, αφού εδραιώθηκε στην εξουσία παριστάνοντας τον μετριοπαθή ισλαμιστή-μοντέλο για τις χώρες της Μέσης Ανατολής και αφού αντιμετώπισε τους αντιπάλους του, συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες στα χέρια του. Ελέγχοντας αποτελεσματικά πλέον το βαθύ κράτος ξεκίνησε την εφαρμογή του δικού του επεκτατικού του σχεδίου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ναζιστική Γερμανία καθοδηγούνταν από την πεποίθηση ότι ασφυκτιούσε στα τότε σύνορά της και όφειλε να αναζητήσει “ζωτικό χώρο” (Lebensraum) για να αναδείξει τον δυναμισμό της. Με τον τρόπο αυτό θα αποκτούσε τον ρόλο που της άρμοζε στον κόσμο. Σήμερα, η Τουρκία δεν κρύβει ότι ασφυκτιά στα τωρινά σύνορά της και ευθέως φλερτάρει, όπως προκύπτει από τη ρητορική ηγετικών στελεχών της, με την έννοια του “ζωτικού χώρου”.
Με τον τρόπο αυτό επιδιώκει να αναγνωριστεί στον ρόλο που θεωρεί ότι πρέπει να έχει στην ευρύτερη περιοχή ως μια παγκόσμια, αν και μεσαιομεγάλου μεγέθους, δύναμη. Από τη ρητορική του Ερντογάν δεν λείπουν ούτε τα ρατσιστικά στοιχεία. Άλλοτε με τη μορφή της επίδειξης ασέβειας απέναντι στους υπόλοιπους, με ιδιαίτερη έμφαση στον Ελληνισμό και άλλοτε με έμμεσες αναφορές στην υπεροχή της “τουρκικής φυλής”.
Όπως και η ναζιστική Γερμανία
Ο Χίτλερ αρχικά κατόρθωσε να ενσωματώσει αναίμακτα την Αυστρία και ακολούθησε η Σουδητία. Βρετανία και Γαλλία, ιδίως η πρώτη διά του πρωθυπουργού Τσάμπερλεν, θεώρησαν ότι δια του κατευνασμού μπορούν να διαχειριστούν τη γερμανική φιλοδοξία. Είχαν πιστέψει ότι εάν συμφωνούσαν η Γερμανία να ενσωματώσει τη Σουδητία, εκεί θα σταματούσαν όλα και μια νέα “τάξη” θα αναδυόταν στη Γηραιά Ήπειρο.
Ακολούθησε, όμως, η “πρόσκληση” από τη Σλοβακία, που οδήγησε στην εξουδετέρωση και της Τσεχίας. Ο Τσάμπερλεν είχε γυρίσει, μετά τη Συμφωνία του Μονάχου (1938) που αφορούσε τη Σουδητία, “θριαμβευτής” στο Λονδίνο. Ανέμιζε τη συμφωνία που έφερε την υπογραφή του Χίτλερ, κομπάζοντας ότι διέσωσε την ειρήνη στην Ευρώπη.
Η εξέλιξη δεν ήταν αυτό που οραματιζόταν. Όσοι πίστεψαν στον κατευνασμό ενός αντιπάλου με φιλοδοξίες χωρίς όριο έφεραν πιο κοντά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις τρομακτικές καταστροφές που επέφερε. Η πολιτική κατευνασμού σημάδεψε ανεξίτηλα την οπτική των Αγγλοσαξόνων και καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Στον αντίποδα η Τουρκία έχει προχωρήσει στην κατοχή εδαφών της Συρίας και τώρα επιχειρεί να επεκταθεί στη Λιβύη. Ταυτόχρονα, έχει ξεπεράσει κάθε όριο προκλήσεων απέναντι σε Κύπρο και Ελλάδα. Η αμφισβήτηση του δικαιώματος των νήσων να έχουν θαλάσσιες ζώνες δημιουργεί διεθνώς ένα επικίνδυνο προηγούμενο.
Η Τουρκία επιχειρεί να επιβάλει τις προδήλως παράνομες αξιώσεις της, όπου πιστεύει ότι την παίρνει, χρησιμοποιώντας την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας, ή και χρήση στρατιωτικής βίας. Η ακρότητα της συμπεριφοράς που επιδεικνύει τορπιλίζει τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης για την εξεύρεση μίας λύσης με διπλωματικά μέσα. Όπως η ναζιστική Γερμανία με τις χωρίς όριο επεκτατικές επιδιώξεις, έτσι και η σημερινή Τουρκία δείχνει να μην ικανοποιείται με τίποτε άλλο πέραν από την επιβολή των θέσεών της.
Ο ρόλος των ΕΣΣΔ/Ρωσίας
Εξαιρετικής σημασίας είναι και ο ρόλος των ΕΣΣΔ/Ρωσίας και στις δυο υπό εξέταση περιόδους. Μετά την ολοκλήρωση της απορρόφησης της Τσεχοσλοβακίας στο Γ’ Ράιχ και ενώ θα εξαπολυόταν η γερμανική επίθεση στην Πολωνία, οι Σοβιετικοί ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με Αγγλία και Γαλλία με αντικείμενο την αναχαίτιση της ναζιστικής απειλής. Όταν, όμως, οι συζητήσεις αυτές κατέρρευσαν, ο Στάλιν προχώρησε σε συμφωνία με τον Χίτλερ, το περίφημο “Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ”.
Η συμφωνία εκείνη δεν είχε καλύτερη τύχη από τη “Συμφωνία του Μονάχου”, καθώς για μια ακόμη φορά οι δεσμεύσεις του Χίτλερ αποδείχθηκαν εφήμερες. Οι Ναζί εισέβαλαν στη Σοβιετική Ένωση και ασχέτως με την τελική έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι σοβιετικοί λαοί κλήθηκαν να πληρώσουν βαρύτατο τίμημα αίματος. Αυτή η θυσία συνέβαλλε ασφαλώς τα μέγιστα στο να γλιτώσει η Γηραιά Ήπειρος και ο κόσμος ολόκληρος από τη ναζιστική λαίλαπα.
Το μέγα λάθος της Δύσης στον Μεσοπόλεμο σε σχέση με την ναζιστική Γερμανία, ήταν πως ήλπιζε ότι θα έσπρωχνε τη χώρα αυτή σε πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση. Θεωρούσε πως έτσι θα αποδυνάμωνε τον πρώτο αντίπαλο, που ήταν ο κομμουνισμός, αλλά και τη Γερμανία που θα αναλωνόταν σε μια πολεμική περιπέτεια με ανυπολόγιστες απώλειες. Οι προσδοκίες αυτές, όμως, αποδείχθηκαν μάταιες. Φοβούμενος ακριβώς αυτό, ο Στάλιν έσπευσε να συμφωνήσει με τον Χίτλερ, με αποτέλεσμα η γερμανική πολεμική μηχανή να στραφε’ί πρώτα εναντίον της Γαλλίας και της Βρετανίας.
Σήμερα, η Τουρκία, τηρουμένων ασφαλώς των αναλογιών και των μεγεθών, κερδίζει ταυτοχρόνως από τους δύο παγκόσμιους ανταγωνιστές, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Και οι δύο ελπίζουν ο ένας να την χρησιμοποιήσει εναντίον του άλλου. Όσο αυτό συμβαίνει, τόσο η Άγκυρα θα κινείται ανεξέλεγκτα, ακολουθώντας μια αναθεωρητική πολιτική, που ισοπεδώνει το μεταπολεμικό δικαιικό σύστημα των διεθνών σχέσεων και που ουσιαστικά ανοίγει το κουτί της Πανδώρας.
Χαρακτηριστική αδυναμία Δύσης
Η επέλαση της Τουρκίας στο μέτωπο της Συρίας, που έθετε σε κίνδυνο τα ρωσικά συμφέροντα, αναστράφηκε με την αξιοποίηση από τη ρωσική διπλωματία του τρόμου που προκάλεσαν στην Τουρκία οι δυνητικές συνέπειες της κατάρριψης του ρωσικού μαχητικού Su-24. Η Μόσχα προσεταιρίστηκε την Άγκυρα και μέσω της σχέσης που καλλιεργήθηκε, η Ρωσία μπορεί να ελέγχει τα περιθώρια κινήσεων της Τουρκίας.
Η Λιβύη είναι ένα νέο μέτωπο που βρίσκει Ρωσία και Τουρκία σε αντίπαλα στρατόπεδα, αλλά και εκεί γίνεται προσπάθεια οι δυο τους να μην πάνε σε ρήξη. Οι Ρώσοι “αγοράζουν” χρόνο, γνωρίζοντας ότι μακροπρόθεσμα τα συμφέροντά τους είναι ανταγωνιστικά με τα τουρκικά συμφέροντα σε πολλά μέτωπα. Στο πλαίσιο αυτό διαχειρίζονται και την εμφανή πλέον επιθυμία των Τούρκων να αποκτήσουν πυρηνικό οπλοστάσιο.
Οι Ρώσοι έχουν ήδη πλασαριστεί στον πυρηνικό τομέα της Τουρκίας μέσω συμβολαίου κατασκευής πυρηνικής εγκατάστασης. Βασικός στόχος τους είναι η εθνική ασφάλεια κι όχι μόνο το οικονομικό όφελος. Θεωρούν έτσι πως θα έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν την προσπάθεια της Τουρκίας να καταστεί πυρηνική δύναμη.
Σήμερα, η Δύση δείχνει ξανά χαρακτηριστική αδυναμία συνειδητοποίησης των πραγματικών διαστάσεων της απειλής που συνιστά η ανεξέλεγκτη συμπεριφορά της Τουρκίας. Μόνο το τελευταίο διάστημα υπάρχουν ενδείξεις δημιουργίας αντισυσπειρώσεων με αμυντικά χαρακτηριστικά, τόσο σε πολιτικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο. Όλα δείχνουν όμως ότι οι εξελίξεις θα είναι ραγδαίες…