Καθώς συμπληρώνεται ένας και πλέον χρόνος από τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών για ρωσική παρέμβαση στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, οι διπλωματικές επιπτώσεις – η αποδόμηση δηλαδή του διμερούς πλαισίου σχέσεων μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας που είχε να παρατηρηθεί για δεκαετίες- κυριαρχούν στις εξελίξεις, σχολιάζει η εφημερίδα «The New York Times».
Ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν στοιχημάτιζε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ που έκανε θετικά σχόλια για τον ίδιο και τον αυταρχικό τρόπο άσκησης της εξουσίας στη Μόσχα στον προεκλογικό αγώνα του 2016, θα συμπεριφερόταν στη Ρωσία με τον ίδιο θετικό τρόπο. Κυρίως, ότι θα αντιμετώπιζε τη Ρωσία ως υπερδύναμη που ήταν κάποτε ή τουλάχιστον ως μία μεγάλη και υπολογίσιμη δύναμη στο γεωγραφικό τόξο από τη Συρία μέχρι την Ευρώπη, δίνοντας έμφαση και στις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις που έχουν αναβαθμιστεί μετά δύο δεκαετίες που παρέμειναν σε στασιμότητα.
Ωστόσο, σήμερα το στοίχημα αυτό όχι μόνο δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αλλά γύρισε μπούμερανγκ. Εάν το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε την περασμένη εβδομάδα από το Κογκρέσο έστειλε κάποιο μήνυμα στη Μόσχα, το μήνυμα αυτό είναι ότι, τα χέρια του προέδρου Τραμπ είναι “πλέον δεμένα” για την πορεία των σχέσεων με το Κρεμλίνο κατά τα επόμενα χρόνια.
Έχουν περάσει μόλις μερικές εβδομάδες από τη φιλική συνάντηση των δύο προέδρων στο περιθώριο της διάσκεψης των χωρών-μελών της G20 στο Αμβούργο. Από την άλλη μεριά, ο τρόπος υπογραφής συμφωνιών, για τον οποίο ο πρόεδρος Τραμπ μιλούσε σε συνεντεύξεις και κατά τη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα του 2016, έχει απομακρυνθεί από το πλαίσιο δράσης της Ουάσινγκτον.
Το Κογκρέσο δεν είναι έτοιμο να συγχωρέσει την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία ούτε να επιτρέψει την αύξηση της επανεπένδυσης κεφαλαίων στο ρωσικό τομέα της ενέργειας. Οι νέες αμερικανικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας ψηφίστηκαν με την υποστήριξη των Δημοκρατικών, οι οποίοι κατηγορούν τον πρόεδρο Πούτιν για τον ρόλο του στην ήττα της προεδρικής υποψηφίου του Δημοκρατικού Κόμματος Χίλαρι Κλίντον. Οι Ρεπουμπλικάνοι από την πλευρά τους, φοβούνται ότι ο πρόεδρος Τραμπ δεν έχει καταλάβει ποιον έχει ν’ αντιμετωπίσει στη Μόσχα.
Έτσι, με την απόφασή του να διατάξει εκατοντάδες Αμερικανούς διπλωμάτες και Ρώσους που εργάζονται για την πρεσβεία των ΗΠΑ στη Μόσχα να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους, ο πρόεδρος Πούτιν που θεωρείται δεινός τακτικιστής, όχι όμως μεγάλος στρατηγιστής, άλλαξε και πάλι πορεία των εξελίξεων. Για την ώρα, Αμερικανοί αξιωματούχοι και ανεξάρτητοι ειδικοί σε θέματα της Ρωσίας δηλώνουν ότι φαίνεται πλέον πως ο Ρώσος πρόεδρος πιστεύει ότι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα για τον ίδιο μπορεί να εξασφαλιστεί από την κλιμάκωση της έντασης. Ιδιαίτερα, όταν η κλιμάκωση αυτή γίνεται με όρους Ψυχρού Πολέμου κι όχι από μία προσπάθεια διαχείρισης της κατάστασης μέσω συνδυαστικών πολιτικών κινήσεων, διπλωματικών τεχνασμάτων, κυβερνοεπιθέσεων, αλλά και κατευθυνόμενης πληροφόρησης.
Ωστόσο, δεν έχει ξεκαθαριστεί σε ποιόν ακριβώς βαθμό η ανακοίνωση της απέλασης των Αμερικανών διπλωματών από τη Μόσχα θα επηρεάσει τις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας σε καθημερινό επίπεδο. Τα ρωσικά ΜΜΕ ανέφεραν ότι θα απαγορευτεί σε 755 διπλωμάτες να εργάζονται στην πρεσβεία των ΗΠΑ στη Μόσχα, οι οποίοι πιθανόν θ? απελαθούν. Στον αριθμό αυτό, περιλαμβάνονται και Ρώσοι που εργάζονται για την πρεσβεία, σε εργασίες που δεν σχετίζονται με την άσκηση διπλωματικών καθηκόντων. Αναφορά του γενικού επιθεωρητή στο αμερικανικό υπουργείο των Εξωτερικών για το 2013, προσδιόριζε σε 934 τους “τοπικά εργαζόμενους” στην αμερικανική πρεσβεία της Μόσχας και σε τρία προξενεία, επί συνόλου 1.279 εργαζομένων. Έτσι, ο πραγματικός αριθμός των Αμερικανών που εργάζονται στις υπηρεσίες διπλωματικής εκπροσώπησης των ΗΠΑ στη Ρωσία, είναι 345. Οι περισσότεροι από αυτούς αναφέρουν συχνά παρενοχλήσεις από Ρώσους διπλωμάτες, γράφει η ΝΥΤ.
Παράλληλα, υπάρχουν και αρκετοί που δεν είναι διπλωμάτες κι εργάζονται για την αμερικανική κυβέρνηση στη Ρωσία σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Πρόκειται για ειδικούς όλων των υπηρεσιών της κυβέρνησης των ΗΠΑ, από την ενέργεια μέχρι την αγροτική οικονομία, αλλά και μία μεγάλη ομάδα κατασκόπων, οι οποίοι συνήθως δραστηριοποιούνται υπό διπλωματική κάλυψη.
“Ένας από τους μεγαλύτερους στόχους του Πούτιν είναι να διασφαλίσει ότι η Ρωσία μάς αντιμετωπίζει σαν να ήταν ακόμη η Σοβιετική Ένωση, μία πυρηνική δύναμη η οποία πρέπει να εμπνέει σεβασμό και φόβο”, δήλωσε η Άγγελα Στεντ, διευθύντρια του προγράμματος ευρασιατικών, ρωσικών και ανατολικοευρωπαϊκών σπουδών στο Georgetown University. “Νομίζει επίσης ότι ίσως το εξασφαλίσει αυτό από τον Τραμπ?, τόνισε η Στεντ που είχε θητεία στο επιτελείο των υπηρεσιών ασφάλειας επί προεδρίας του Τζορτζ Μπους του νεότερου, με αρμοδιότητα σε θέματα για τη Ρωσία και την Ευρασία. Τώρα οι Ρώσοι, πρόσθεσε, παρατηρούν το χάος που επικρατεί στον Λευκό Οίκο -και διαπιστώνουν ένα επίπεδο απρόβλεπτων εξελίξεων εκεί κι αυτό τους καθιστά νευρικούς”. Η αντίδραση της Ρωσίας φυσικά ήταν η επιστροφή στην παλιά διπλωματική πρακτική και η απέλαση διπλωματών, είναι φυσικά μία από τις παλαιότερες πρακτικές.
Όσοι από την αμερικανική κυβέρνηση έχουν υπηρετήσει την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, επιστρέφουν επίσης στην ίδια διπλωματική φρασεολογία.
Ο Νταν Κόατς, διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφάλειας (DNI), δήλωσε κατά τη διάρκεια διάσκεψης για την ασφάλεια αυτόν τον μήνα στο Άσπεν του Κολοράντο ότι δεν έχει καμία αμφιβολία ότι οι Ρώσοι “προσπαθούν να υποβαθμίσουν τη δημοκρατία της Δύσης”. Η δήλωση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις δηλώσεις του Τραμπ για τη Ρωσία.
Υψηλόβαθμος Αμερικανός αξιωματούχος που μίλησε διατηρώντας την ανωνυμία του για ένα από τα πιο λεπτά διπλωματικά ζητήματα με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπη η κυβέρνηση Τραμπ, δήλωσε ότι ο Λευκός Οίκος διατηρεί ελπίδες για μία καλύτερη σχέση με τη Ρωσία. Η τηλεοπτική συνέντευξη του προέδρου Πούτιν στην οποία ανακοίνωσε τη μείωση του διπλωματικού προσωπικού δεν είχε υπεροψία, τόνισε ο αξιωματούχος. Η Ρωσία μοιάζει αβέβαιη με την κατεύθυνση του πλαισίου των διμερών σχέσεων με τις ΗΠΑ, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο για μία ανατροπή του αρνητικού κλίματος, συμπλήρωσε.
Πηγή: The New York Times