Το παλιό μοντέλο κυριαρχίας Γαλλίας – Γερμανίας στην ΕΕ μέρα με τη μέρα καταρρέει – Ποιος κυβερνά, τελικά, τη Γηραιά Ήπειρο;

«Το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι στο οποίο είκοσι δύο άντρες κυνηγούν μια μπάλα για 90 λεπτά και στο τέλος πάντα κερδίζουν οι Γερμανοί» είπε κάποτε ο Άγγλος ποδοσφαιριστής Gary Lineker.
Επί δεκαετίες η ΕΕ είχε παρόμοια προβλέψιμη πολιτική δυναμική: είτε αποτελούνταν από έξι χώρες είτε από 12 ή 27, τα κράτη μέλη κυνηγούσαν συμβιβασμούς.
Ώσπου κάποια στιγμή ό,τι είχε «συρραφόταν» από τη Γαλλία και τη Γερμανία γινόταν αποδεκτό από όλους.
Αλλά το παλιό μοντέλο κυριαρχίας των δύο μεγαλύτερων χωρών της ΕΕ τρίζει… αναφέρει σε άρθρο – παρέμβασή του ο Economist.
Εδώ και καιρό η Ευρώπη αντιμετωπίζει επαναλαμβανόμενες κρίσεις, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται πλέον μια νέα, πιο ρευστή γεωγραφία ισχύος.
Προς αυτή την κατεύθυνση συνέβαλαν η Covid αλλά και ο πόλεμος στην Ουκρανία…

Με άλλα λόγια, οι ισορροπίες έχουν πλέον μεταβληθεί.
Η άμυνα και η διεύρυνση προς τα ανατολικά, που κάποτε ήταν αδρανείς τομείς πολιτικής, αποτελούν τώρα προτεραιότητες – δίνοντας φωνή στους γείτονες της Ουκρανίας στην κεντρική Ευρώπη.
Η άνοδος της Κίνας και η αναζωπύρωση του τραμπισμού στην Αμερική έχουν αναγκάσει την ΕΕ να επανεξετάσει το οικονομικό ρυθμιστικό πλαίσιο – συχνά σύμφωνα με τις κρατικές γαλλικές γραμμές.
Επίσης, η κλιματική αλλαγή ενίσχυσε την αξία της ανάληψης δράσης σε συλλογικό επίπεδο – μια προσέγγιση που ευνοείται από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ στις Βρυξέλλες.
Πέρα από τα παραπάνω, από τη Φινλανδία μέχρι τη Γαλλία, οι λαϊκιστές της σκληρής Δεξιάς αποκτούν επιρροή ενόψει των εκλογών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τον ερχόμενο Ιούνιο.
Όχι πολύ καιρό πριν, η Angela Merkel ήταν η αναμφισβήτητη ηγέτις της Γηραιάς Ηπείρου.
Ο διάδοχός της στη γερμανική καγκελαρία, Olaf Scholz, δεν είναι στην ίδια θέση.
Αντιλαμβανόμενοι την αδυναμία Scholz, πολλοί έστρεψαν το βλέμμα τους προς τον πρόεδρος της Γαλλίας Emmanuel Macron, ο οποίος όμως -και αυτός- αντιμετωπίζει μια πολύ δύσκολη κατάσταση στο εσωτερικό.
Υπενθυμίζεται πως σε μια προσπάθεια να ανακτήσει τον έλεγχο απήλλαξε τη μέχρι πρότινος πρωθυπουργό της Γαλλίας από τα καθήκοντά της.
Επίσης, ο Macron δεν μπορεί να είναι ξανά υποψήφιος για τη γαλλική προεδρία το 2027.
Παλαιότερα, όταν η Γερμανία και η Γαλλία ευθυγραμμίζονταν ασκούσαν απαράμιλλη εξουσία.
Αλλά σπάνια το καταφέρνουν πλέον.
Χωρίς σαφή ηγεσία και με τα διακυβεύματα να πληθαίνουν, τα πράγματα, αν μη τι άλλο, είναι κρίσιμα.

Ρωσική εισβολή

Μετά την εισβολή της Ρωσίας τον Φεβρουάριο του 2022, λίγοι στράφηκαν προς τη Γερμανία για κατεύθυνση.
Η ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας είχε γαντζωθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο, και οι ένοπλες δυνάμεις της ήταν τόσο αδύναμες, που ο κ. Scholz εξέφρασε την ανάγκη για ένα Zeitenwende, μια αλλαγή φιλοσοφίας.
Αντίθετα, χώρες της κεντρικής Ευρώπης, με επικεφαλής την Πολωνία και τα τρία κράτη της Βαλτικής, ένιωσαν δικαιωμένες μετά από χρόνια προειδοποιήσεων για τον κίνδυνο που εγκυμονούσε η Ρωσία, ο πρώην επίκυρίαρχός τους.
Η επιρροή τους έχει φανεί σε δύο πολιτικά επίπεδα:
Το ένα αφορά την ίδια η ΕΕ, που πληρώνει για την αποστολή όπλων στην Ουκρανία.
Το δεύτερο είναι η διεύρυνση, η οποία στο παρελθόν ήταν εκτός ημερήσιας διάταξης.
Καμία χώρα δεν έχει προσχωρήσει στο μπλοκ μετά την Κροατία, το 2013.
Τώρα εννέα υποψήφιοι βρίσκονται σε διάφορα στάδια συνομιλιών.
Αξιοσημείωτη περίπτωση είναι η Ουκρανία, για την οποία στις 14 Δεκεμβρίου οι ηγέτες της ΕΕ συμφώνησαν να ξεκινήσουν επίσημες ενταξιακές συνομιλίες.
Σε αυτό το πλαίσιο, εάν και όταν το μπλοκ επεκταθεί σε 36 χώρες -κάτι που θα πάρει χρόνια, αν όχι δεκαετίες- το κέντρο βάρους θα μετατοπιστεί αποφασιστικά προς τα ανατολικά.
Γενικότερα, οι Κεντροευρωπαίοι έχουν τώρα αρκετό βάρος για να απωθήσουν τις ιδέες που προέρχονται από πιο δυτικά.
Το κυριότερο μεταξύ αυτών είναι η «στρατηγική αυτονομία», μια έννοια που αλλάζει σχήμα και προωθείται από τον κ. Macron.
Αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη θα πρέπει να ενεργεί ανεξάρτητα από τους άλλους, για παράδειγμα σηκώνοντας το βάρος της άμυνάς της.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Πολωνία ή τη Σλοβακία βρίσκουν πολύ πιο πειστικές τις εγγυήσεις ασφαλείας που προσφέρει το ΝΑΤΟ – και συνεπώς η Αμερική.
Οι γαλλικές εκκλήσεις προς τις ένοπλες δυνάμεις της ΕΕ να αγοράσουν ευρωπαϊκή (δηλαδή, συχνά γαλλική) στρατιωτική εξάρτηση έχουν σε μεγάλο βαθμό αγνοηθεί.
Ωστόσο, παρά την επιρροή που έχει η κεντρική Ευρώπη όσον αφορά την Ουκρανία, η φωνή της μόλις και μετά βίας ακούγεται όταν πρόκειται για άλλα κομμάτια χάραξης πολιτικής.
Διότι όσον αφορά την οικονομική πολιτική, η Ευρώπη αναγκάζεται να σκεφτεί όλο και περισσότερο με γαλλικούς όρους.
Εν προκειμένω, η ξεκάθαρη έκκληση του κ. Macron για στρατηγική αυτονομία έχει αποδειχθεί πολύ πιο ισχυρή.
Καθοδηγούμενη από μακροχρόνια δυσπιστία απέναντι στην παγκοσμιοποίηση – και νέους φόβους για τις αλυσίδες εφοδιασμού που μπορεί να διαταραχθούν από πανδημίες ή ακατάστατη γεωπολιτική – η Γαλλία επιθυμεί για τη Γηραιά Ήπειρο να γίνει πιο αυτάρκης.
Η ένταση στις σχέσεις μεταξύ Αμερικής και Κίνας, καθώς και η προοπτική μιας νέας κυβέρνησης Trump το 2025, έχουν κάνει άλλους Ευρωπαίους να… ακούσουν.

Αφελής…

Ο Macron έχει καταφέρει να προωθήσει την ιδέα ότι η Ευρώπη ήταν «αφελής» σε ό,τι αφορά τις συναλλαγές της με τον υπόλοιπο κόσμο, κρατώντας τις αγορές της ανοιχτές όταν δεν το έκαναν οι εμπορικοί εταίροι της (για παράδειγμα η Αμερική με το προστατευτικό σχέδιο πράσινης μετάβασης ή η Κίνα με υπερμεγέθεις επιδοτήσεις).
Οι κανόνες της ΕΕ που απαγορεύουν στις εθνικές κυβερνήσεις τις κρατικές επιδοτήσεις έμειναν στο ράφι κατά τη διάρκεια του Covid-19 και δεν ξαναγύρισαν ποτέ.
Με επωδό το «πρώτα η Ευρώπη», οι πολιτικοί έχουν πλέον περισσότερο έλεγχο στην οικονομία.
Σύμφωνα με τον Economist, το γαλλικό αφήγημα ότι η Ευρώπη πρέπει να έχει μια κοινή βιομηχανική πολιτική ήταν κάποτε ταμπού, αλλά τώρα θεωρείται η αποδεκτή προσέγγιση.
Βέβαια, οι παρορμήσεις της Γαλλίας επικράτησαν επειδή οι ιδέες της κάλυπταν το κενό που άφησε η Βρετανία, η οποία αποφάσισε να αποχωρήσει από την ΕΕ το 2016 και τελικά εγκατέλειψε το μπλοκ τέσσερα χρόνια αργότερα.
Αν παρέμενε μέλος της Ένωσης, θα είχε ματαιώσει τα γαλλικά σχέδια.
Τώρα το «καθήκον» αυτό επαφίεται σε πρώην βορειοευρωπαίους συμμάχους της, όπως η Δανία, η Ιρλανδία ή η Ολλανδία, καθώς και στην επιτροπή στις Βρυξέλλες.
Αλλά αυτή η χαλαρή συμμαχία μπορεί απλώς να αποδυναμώσει τα γαλλικά σχέδια, όχι να τα αποτρέψει.
Η Βρετανία δεν είναι η μοναδική που δεν βρίσκεται στο πρώτο τραπέζι της ΕΕ.
Εκπληκτικά απούσα είναι η Γερμανία: ο κ. Scholz θεωρείται αγνοούμενος στην ευρωπαϊκή σκηνή.
Ένας δύσκολος συνασπισμός που περιλαμβάνει αριστερούς Πράσινους και φιλελεύθερους μείωσε την ικανότητά του να συνάπτει συμφωνίες στις Βρυξέλλες.
«Ο γερμανικός συνασπισμός κινείται πιο αργά από τις συζητήσεις εντός της ΕΕ», λέει ένας ανώτερος αξιωματούχος των Βρυξελλών και αυτό έχει κοστίσει σε επιρροή.
Η απουσία της Γερμανίας συχνά είναι προς όφελος της Γαλλίας.
Ως εκ τούτου, πολλές ευρωπαϊκές αποφάσεις έχουν ευδιάκριτη γαλλική χροιά στις μέρες μας, για παράδειγμα, η απουσία σημαντικών νέων εμπορικών συμφωνιών (απεχθής για τους Γάλλους αγρότες) ή η μερική χαλάρωση των ευρωπαϊκών κανόνων που περιορίζουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα.
Κατ’ άλλα, όμως, η απουσία γερμανικής δέσμευσης εμποδίζει τις φιλοδοξίες του Macron: τα φεντεραλιστικά σχήματα που εκκολάπτονται στο Παρίσι πετυχαίνουν μόνο όταν το Βερολίνο προσχωρεί σε αυτά.
Και κανείς δεν πιστεύει ότι η κακή χημεία μεταξύ του ψυχρού, βόρειου κ. Scholz και του ζεστού, ευρωφίλου κ. Macron θα βελτιωθεί σύντομα.

Ωφελημένες οι Βρυξέλλες

Υπό άλλες συνθήκες, η Γαλλία θα μπορούσε να είχε αναζητήσει συμμαχίες που θα μετέβαλλαν περαιτέρω την ισορροπία δυνάμεων.
Αλλά δεν ακόμα και αυτό δεν είναι τόσο προφανές πλέον…
Της Ιταλίας ηγείται η Giorgia Meloni, της οποίας ο ακροδεξιός λαϊκισμός δυσκολεύει τους πολιτικούς συσχετισμούς.
Η Ολλανδία «χάνει» τον πρωθυπουργό της, Mark Rutte, ίσως υπέρ του Geert Wilders, ιδεολογικού συμμάχου της Meloni.
Η χαοτική πολιτική σκηνή στην Ισπανία έχει περιορίσει την όρεξή της να επηρεάσει την ευρωπαϊκή ατζέντα.
Ο προσφάτως επιστρέφων Donald Tusk στην Πολωνία είναι φιλελεύθερος και υπέρ της ΕΕ, αλλά έχει «δουλειές» στο σπίτι.
Ίσως ο μεγαλύτερος ωφελούμενος από αυτό το κενό είναι τα κεντρικά θεσμικά όργανα της ΕΕ στις Βρυξέλλες.
Υπό τη διοίκηση της Ursula von der Leyen, η οποία είναι Γερμανίδα, από το 2019 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, o εκτελεστικός βραχίονας της ΕΕ, έχει συσσωρεύσει περισσότερη δύναμη από ποτέ.
Ο μηχανισμός των Βρυξελλών είναι εδώ και πολύ καιρό μια τρομερή ρυθμιστική δύναμη, όπως ανακάλυψαν οι βαρόνοι της Silicon Valley όλα αυτά τα χρόνια.
Όλο και περισσότερο επηρεάζει και θέματα πολιτικής και γεωπολιτικής.
Αυτό ξεκίνησε με την Covid-19, όταν οι κυβερνήσεις ζήτησαν από την Επιτροπή να επιβλέπει την προμήθεια εμβολίων για ολόκληρο το μπλοκ.
Ένα αποτέλεσμα της ύφεσης που προκλήθηκε από την πανδημία ήταν το Next Generation EU, ένα ταμείο παροχής δανείων και επιχορηγήσεων ύψους 807 δισ. ευρώ (890 δισ. δολ.).
Η Επιτροπή μπόρεσε να κατευθύνει τα χρήματα με τρόπους που ταιριάζουν στις δικές της προτεραιότητες, για παράδειγμα σε σχέδια για μείωση των εκπομπών άνθρακα στο μηδέν έως το 2050.
Μάλιστα, υποδεικνύει στα κράτη μέλη πού να κατευθύνουν τα κονδύλια τα οποία δικαιούνται.
Αξίζει να σημειωθεί πως τόσο η Ουγγαρία όσο και η Πολωνία έχουν στερηθεί χρήματα για παραβίαση του εγχώριου κράτους δικαίου.
Ο Victor Orban, ο ηγέτης της Ουγγαρίας, ζητά περίπου 30 δισεκατομμύρια ευρώ από την ΕΕ που είναι μπλοκαρισμένα.
Στην Πολωνία, ο Tusk το φθινόπωρο προσπάθησε να ξεκλειδώσει κεφάλαια της ΕΕ που είχαν μπλοκαριστεί λόγω των πολιτικών του προκατόχου του.

Ομοσπονδία

Είναι αυτό το σημάδι μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης που ανατέλλει, ενός ευρωπαϊκού υπερκράτους που βρίσκεται στα σκαριά;
Όχι, υπάρχουν όρια στις εξουσίες της επιτροπής.
Πράγματι, η Von der Leyen συνεργάζεται στενά με τις εθνικές κυβερνήσεις, για παράδειγμα για τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας.
Μπορεί να επηρεάσει την ατζέντα των συζητήσεων, για παράδειγμα στη στάση της Ευρώπης έναντι της Κίνας για την εφαρμογή μιας πολιτικής λιγότερο συγκρουσιακής σε σχέση με αυτή που εφαρμόζουν οι ΗΠΑ, ωστόσο η δύναμή της εξακολουθεί να εξαρτάται από τους άλλους.
Πρέπει κάθε φορά να πείθει τους εθνικούς ηγέτες – και, βέβαια, έρχονται ευρωεκλογές.
Επίσης, οι Βρυξέλλες εξακολουθούν να δαπανούν λίγο περισσότερο από το 1% του συνολικού ΑΕΠ του μπλοκ.
Επισημαίνεται δε ότι οι εκλογές έχουν τον τρόπο να αναδιοργανώνουν την ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων.
Οι λαϊκιστές τα πήγαν καλά στην Ολλανδία και τη Σλοβακία, όχι τόσο στην Πολωνία και την Ισπανία, ενώ αναμένεται να κερδίσουν έδαφος στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τον Ιούνιο.
Η πιο ισχυρή δύναμη υπέρ των φιλελεύθερων αξιών και του κράτους δικαίου στη μεταπολεμική Ευρώπη μπορεί να απειληθεί.
Μόλις οι ευρωεκλογές τελειώσουν, η προσοχή θα στραφεί στις κάλπες των ΗΠΑ, που εξακολουθούν να είναι ο εγγυητής της ευρωπαϊκής ασφάλειας και ένας σημαντικός παράγων στην πολεμική προσπάθεια της Ουκρανίας.
Τυχόν νίκη Trump θα γινόταν δεκτή με φρίκη.
Το γεγονός ότι οι ψήφοι που πετούν έναν ωκεανό μακριά από το Παρίσι, το Βερολίνο ή τη Βαρσοβία έχουν τόση σημασία για το μέλλον της Ευρώπης σίγουρα θα «εξαπολύουν» επιχειρήματα ότι η αρχιτεκτονική της εξουσίας θέλει πολλή προσπάθεια ακόμη για να εξελιχθεί.

www.bankingnews.gr

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.