Σε άθρο των Financial Times αναλύεται ο τρόπος με τον οποίο η ρωσική εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου έχει αλλάξει τον σύγχρονο κόσμο.
Όπως αναφέρεται στο in.gr η εισβολή θα σηματοδοτήσει το σημείο στο οποίο ο κόσμος αναμφίβολα χωρίστηκε σε μπλοκ. Ασχέτως του ποιο θα είναι το αποτέλεσμα του πολέμου του Βλαντιμίρ Πούτιν, η γεωπολιτική είναι τώρα χωρισμένη μεταξύ της δύσης και μιας κινεζο-ρωσικής Ευρασίας. Οι περισσότερες από τις υπόλοιπες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας, της μεγαλύτερης χώρας καθοριστικής σημασίας του κόσμου, βρίσκονται κάπου ανάμεσα.
Σε έναν πιο ήρεμο κόσμο, γράφει ο Edward Luce στους Financial Times, τα αντίθετα μπλοκ θα κατέληγαν σε μια ψυχροπολεμικού τύπου συνύπαρξη. Μια τέτοια σταθερότητα θα μπορούσε να χρειαστεί χρόνο για να προκύψει. Βραχυπρόθεσμα ο κόσμος θα συνεχίσει να βρίθει αβεβαιότητας.
Στην συνέχεια θέτει τα εξής ερωτήματα: Επιστρέφουμε στην εποχή των πυρηνικών; Αντιστρέφεται η παγκοσμιοποίηση; Βγαίνει τώρα από το τραπέζι η συνεργασία για την κλιματική αλλαγή; Μπορεί η δημοκρατία να ξεπεράσει την απολυταρχία; και τονίζει πως μέχρι πρόσφατα οι περισσότεροι δυτικοί νόμιζαν πως γνώριζαν τις απαντήσεις.
Η απέχθεια του Πούτιν προς τη Δύση έχει γίνει το κίνητρό του και ήταν αυτός που έριξε την αυλαία. Παράλληλα, οι σχεδιαστές στρατηγικής της Δύσης έτειναν να αγνοούν τη Ρωσία, θεωρώντας την μια φθίνουσα δύναμη. Αλλά αυτή η εξασθένιση του status της Ρωσίας την κάνει πιο βιαστική απ’ ότι η Κίνα, που μέχρι πρόσφατα αρκούνταν να πηγαίνει με το πάσο της. Το πιο προφανές ερώτημα είναι ποια από τις δυο χώρες θα ορίσει τον ρυθμό.
Όσον αφορά τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, όπως τονίζουν οι Financial TImes, τις τελευταίες εβδομάδες έχει μετατραπεί σε έναν σταυροφόρο του στιλ Ronald Reagan για την παγκόσμια ελευθερία. Η ομιλία του Μπάιντεν στη Βαρσοβία έκανε εντύπωση για τον εκτός κειμένου υπαινιγμό του πως ο Πούτιν πρέπει να φύγει. Αλλά τα επίσημα σχόλιά του ήταν εξίσου σημαντικά. Βρισκόμαστε σε μια παγκόσμια μάχη μεταξύ της απολυταρχίας και της δημοκρατίας, είπε ο Μπάιντεν. «Πρέπει να προετοιμαστούμε για μια μακρά μάχη».
Ο στόχος της Αμερικής
Στην συνέχεια του άρθρου τονίζεται ότι ο ακήρυκτος στόχος της Αμερικής είναι να αλλάξει το ρωσικό καθεστώς. Από τις τρεις μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις του κόσμου, η Κίνα φαίνεται να είναι πιο συνδεδεμένη με το status quo. Τίποτα απ’ όσα έχει πει ή κάνει ο Σι Τζινπίνγκ από τότε που εισέβαλε η Μόσχα στην Ουκρανία δεν μοιάζει με το «γάντι» που έχει ρίξει ο Μπάιντεν. Ο Πούτιν έχει υποβαθμίσει τον στόχο του πολέμου του στον έλεγχο ενός τμήματος του εδάφους της Ουκρανίας και στην ουκρανική ουδετερότητα –που και τα δυο μοιάζουν επιτεύξιμα.
Ως εκ τούτου, ο απροσδόκητος «τζόκερ» είναι η Αμερική του Μπάιντεν. Κάποια στιγμή ο ηγέτης της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, θα δοκιμάσει το βάθος της ρητορικής του προέδρου των ΗΠΑ. Πριν από τις αναφορές της περασμένης εβδομάδας για ρωσικά εγκλήματα πολέμου στην Μπούκα και αλλού, ο Ζελένσκι είπε ότι ήταν ανοιχτός σε μια συμφωνία και ήθελε να συναντήσει τον Πούτιν κατ’ ιδίαν.
Η Δύση επιμένει ότι μόνο ο Ζελένσκι μπορεί να αποφασίσει τι είναι αποδεκτό. Αυτή είναι η μισή ιστορία. Η άλλη μισή είναι ότι οι ΗΠΑ είναι απίθανο να άρουν όλες τις κυρώσεις τους, ή ακόμα και τις περισσότερες από αυτές, όσο ο Πούτιν βρίσκεται στην εξουσία. Οτιδήποτε λιγότερο θα ήταν οπισθοχώρηση. Σύμφωνα με τα λόγια του Μπάιντεν, οι κυρώσεις είναι «ένα νέο είδος οικονομικής πολιτικής δεξιοτεχνίας που έχει τη δύναμη να προκαλεί ζημιά αντίστοιχη με αυτή της στρατιωτικής ισχύος».
Η προέκταση αυτού είναι πως οι κυρώσεις θα είναι επίσης στην υπηρεσία της μάχης της Αμερικής υπέρ της δημοκρατίας. Η Ρωσία, η οποία ήταν η 11η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο πριν από τις 24 Φεβρουαρίου, σύντομα δεν θα κατατάσσεται καν στην πρώτη εικοσάδα, προειδοποίησε ο Μπάιντεν. «Το σκοτάδι που οδηγεί την απολυταρχία τελικά δεν ταιριάζει με τη φλόγα της ελευθερίας», είπε.
Αυτή είναι η νέα παγκόσμια διπολικότητα στην πιο ακραία της μορφή. Στον Πούτιν ανήκει η διαβόητη διάκριση πως είναι η «μαμή» της· στον Μπάιντεν ανήκει ο πρωταρχικός ρόλος του να θέτει τους όρους. Τρεις τομείς είναι οι πιο προφανείς. Ο πρώτος είναι ο οικονομικός. Πριν την εισβολή στην Ουκρανία, υπήρχαν εικασίες ως προς το αν οποιοδήποτε νόμισμα, συμπεριλαμβανομένου του κινεζικού ρένμινμπι, θα μπορούσε να αντικαταστήσει το δολάριο.
Πιθανή η απώλεια πρωτοκαθεδρίας του δολαρίου
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι τους οποίους επικαλούνται οι Financial Times, θεωρούν πως μια απώλεια της πρωτοκαθεδρίας του δολαρίου παραμένει εξαιρετικά απίθανη στο κοντινό μέλλον. Πολλά εξαρτώνται από το τι σχεδιάζει να κάνει η Ουάσινγκτον. Οι ΗΠΑ έχουν δείξει την αξιοσημείωτη δύναμη που έχουν να μπλοκάρουν μια μεγάλη οικονομία και να στοχεύουν την παγκόσμια ελίτ της.
Επιπλέον, ο Μπάιντεν θα μπορούσε να κατάσχει μέρος ή ολόκληρο το αποθεματικό ξένου συναλλάγματος της Ρωσίας για να ξαναχτίσει τη χώρα.
Χαρακτηριστικό ανάλογο παράδειγμα είναι αυτό που έγινε νωρίτερα φέτος όταν οι ΗΠΑ κατάσχεσαν τα μισά από τα περιορισμένα αποθεματικά του Αφγανιστάν. Τα «παγωμένα» περιουσιακά στοιχεία της Ρωσίας ξεπερνούν τα 300 δις. δολάρια. Αν οι ΗΠΑ έκαναν το ίδιο στη Μόσχα, αυτό θα πυροδοτούσε μια κίνηση απομάκρυνσης από το δολάριο.
Επίσης, στο άρθρο αναφέρεται μία ακόμη ανησυχία η οποία είναι η παγκόσμια κούρσα εξοπλισμών, καθώς πριν την εισβολή του Πούτιν, η Κίνα και η Ρωσία ήδη εκσυγχρόνιζαν τα πυρηνικά τους συστήματα, κυρίως τους υπερηχητικούς πυραύλους τους, ενώ οι ΗΠΑ τώρα θα αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες. Αυτές θα μπορούσαν να αυξηθούν έως και στο 5% του ΑΕΠ –μια αύξηση κατά περίπου 25%.
Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν χρειάζεται πλέον να πιεστούν από την Ουάσινγκτον για να ανταποκριθούν στις δεσμεύσεις τους για δαπάνες 2% για το ΝΑΤΟ. Οι χώρες σε άλλα σημεία του πλανήτη θα συμπεράνουν πως ήταν ανόητο που η Ουκρανία εγκατέλειψε τα πυρηνικά της όπλα το 1994. Η διάδοση των πυρηνικών είναι πιθανόν να γίνει ένας επαναλαμβανόμενος πονοκέφαλος τα επόμενα χρόνια.
Τέλος, στο άρθρο των Financial Times αναφέρεται το τρίτο μέτρο το οποίο είναι ιδεολογικό. Συγκεκριμένα, τονίζεται ότι η πιο εκπληκτική αντίδραση στην επιθετικότητα του Πούτιν ήταν η ένταση της λαϊκής αντίδρασης στη δύση. Είναι ανοικτό ερώτημα το αν αυτό θα έχει διάρκεια. Η πρόσφατη δημοσκοπική άνοδος της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν εν όψει των προεδρικών εκλογών της Γαλλίας αποτελεί προάγγελο της ευθραστότητας της δημοκρατίας. Ένας άλλος είναι η σχεδιαζόμενη ρεβάνς του Ντόναλντ Τραμπ το 2024 με τον Μπάιντεν. O Τραμπ και η Λεπέν θα εμφάνιζαν μια πολύ διαφορετική δύση από αυτή που υπερασπίζονται ο Μπάιντεν και ο Εμανουέλ Μακρόν. Αναμφίβολα βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα εποχή. Αλλά η αποφασιστικότητα της δύσης δεν είναι ακόμα δεδομένη.