Του Κώστα Τέο
Πέντε χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία και η συζήτηση για το ποιος βρίσκεται από πίσω, ποιος ευνοήθηκε απ’ αυτό και τι έχει αλλάξει από τότε στη χώρα συνεχίζεται. Η ιστορία, πάντως, δείχνει πως από το βράδυ της 15ης Ιουλίου του 2016 βγήκε κερδισμένος ο Ερντογάν, ο οποίος, για όσους το αγνοούν, σε ανύποπτο χρόνο το είχε χαρακτηρίσει ως «ευλογία θεού».
Αποδείχθηκε κατ’ αρχήν στις εκλογές της 24ης Ιουνίου του 2018, όταν ο «σουλτάνος» κατάφερε να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές από τον πρώτο γύρο. Επρόκειτο για εκλογές που σηματοδότησαν τη μετάβαση από το κοινοβουλευτικό σε ένα προεδρικό σύστημα, στο οποίο ο αρχηγός του κράτους συγκεντρώνει την εκτελεστική εξουσία, μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του Ιανουαρίου του 2017 και το δημοψήφισμα του Απριλίου το ίδιο έτος. Και για όσους το αγνοούν, αυτή προέβλεπε τη μεταφορά στον Πρόεδρο της χώρας εκτελεστικών εξουσιών που ανήκαν μέχρι τότε στον πρωθυπουργό και θεωρητικά ο Ερντογάν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία έως το 2029.
Πέντε χρόνια μετά το πραξικόπημα, ο Ερντογάν με τις δυνάμεις που έχει συγκεντρώσει, μπορεί να ψηφίσει αμφιλεγόμενους νόμους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Ιουνίου του 2020, όταν ψηφίστηκε νομοσχέδιο που δίνει ευρύτερες εξουσίες σε μια δύναμη νυχτερινών φρουρών της γειτονιάς, για περιπολία στους δρόμους των τουρκικών πόλεων, ένα μέτρο που καταγγέλλεται από αντιπάλους του ως ένα σχέδιο δημιουργίας «πολιτοφυλακής».
Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, η Βουλή εγκρίνει ένα νομοσχέδιο μεταρρύθμισης των δικηγορικών συλλόγων, το οποίο επικρίνεται από δικηγόρους που το θεωρούν ως μια απόπειρα μείωσης της ανεξαρτησίας τους, ενώ στη συνέχεια έρχεται στη Βουλή και ψηφίζεται ο νόμος που επεκτείνει τον έλεγχο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Βάσει του πλαισίου δεν υπάρχει, πλέον, καμία ελευθερία έκφρασης, καθώς οι βασικοί ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Twitter και το Facebook, θα πρέπει να έχουν εκπρόσωπο στην Τουρκία και να υπακούν στις αποφάσεις τουρκικών δικαστηρίων για την απομάκρυνση περιεχομένου εντός 48 ωρών, υπό την απειλή αυστηρών κυρώσεων. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση που δεν σεβαστούν τις υποχρεώσεις τους κατόπιν εντολών των εκπρόσωπων της τουρκικής κυβέρνησης, οι πλατφόρμες θα λαμβάνουν αρχικά μία προειδοποίηση και θα αντιμετωπίζουν πρόστιμα που θα ανέρχονται σε έως και 30 εκατομμύρια τουρκικές λίρες (περίπου 3,3 εκατομμύρια ευρώ), απαγόρευση να έχουν έσοδα από διαφημίσεις και σημαντική μείωση της ζώνης εύρους τους. Ταυτόχρονα, τότε, είχε γραφτεί πως ο Ερντογάν το έκανε για να «μπουν σε τάξη» τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αφού η κόρη του και ο γαμπρός του είχαν στόχοι στο Twitter.
Πιέσεις στην κοινωνία και τους πολίτες
Πέντε χρόνια μετά το πραξικόπημα, οι πιέσεις που δέχονται οι πολίτες είναι ασφυκτικές. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του περασμένου Δεκεμβρίου, όταν το Συνταγματικό Δικαστήριο κρίνει νόμιμη την παρατεταμένη κράτηση του επιχειρηματία και φιλάνθρωπου Οσμάν Καβαλά, ενός σημαντικού μέλους της κοινωνίας, που κατηγορείται για συμμετοχή στην απόπειρα πραξικοπήματος και κατασκοπεία, παραμένοντας φυλακισμένος από το 2017. Ο Καβαλά ο οποίος αρνείται αυτές τις κατηγορίες, γίνεται, μαζί με τον πρώην ηγέτη του φιλοκουρδικού Κόμματος Δημοκρατίας του Λαού (HDP) Σελαχαντίν Ντεμιρτάς, φυλακισμένος από το 2016, ένα από τα σύμβολα της καταστολής των τουρκικών αρχών.
Και το 2021 έρχεται το «μεγάλο χτύπημα» για τις γυναίκες. Στις 19 Μαρτίου 2021, η Τουρκία αποχωρεί από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για τη βία κατά των γυναικών, εξαγριώνοντας οργανώσεις προάσπισης δικαιωμάτων γυναικών και προκαλώντας τις επικρίσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ολόκληρου δυτικού κόσμου.
Ταυτόχρονα, σχεδόν 1,5 χρόνο παραμένει στο προσκήνιο η συζήτηση για την επαναφορά της θανατικής ποινής που καταργήθηκε το 2004. Ο Ερντογάν έχει τοποθετηθεί αρκετές φορές και έχει αφήσει το θέμα ανοιχτό με τον κυβερνητικό του εταίρο, τον εθνικιστή Ντεβλέτ Μπαχτσελί να έχει εκφραστεί υπέρ.
Το ιστορικό της βραδιάς
Ήταν το βράδυ της 15ης Ιουλίου, όταν ξεκίνησαν αναφορές για παρουσία στρατιωτών και τανκς στη γέφυρα του Βοσπόρου στην Κωνσταντινούπολη και προσγείωση στρατιωτικών ελικοπτέρων στο γήπεδο της Μπεσίκτας. Ακολούθησαν τα ρεπορτάζ για πολεμικά αεροπλάνα που πετούσαν πάνω από την Άγκυρα και πλέον όλοι κατάλαβαν ότι κάτι σοβαρό συνέβη.
Ο τότε πρωθυπουργός, Μπιναλί Γιλντιρίμ ανέφερε ότι γίνεται παράνομη απόπειρα κατάληψης της εξουσίας από «τμήμα του στρατού» και ακολούθησαν οι εικόνες των τοπικών ΜΜΕ από το αεροδρόμιο Ατατούρκ, όπου κυκλοφορούσαν άρματα μάχης. Twitter, Facebook και YouTube είναι μπλοκαρισμένα για τους Τούρκους χρήστες με το Twitter, ωστόσο, να ανακοινώνει πως η φραγή δεν ήταν ολική.
Ταυτόχρονα ανακοινώνεται ότι ο ανώτατος διοικητής των ενόπλων δυνάμεων είναι όμηρος των πραξικοπηματιών και αναφέρεται πως τα στρατεύματα εισήλθαν στα γραφεία του υπουργείου Δικαιοσύνης στην Κωνσταντινούπολη και ζήτησαν από το προσωπικό να αποχωρήσει.
Το τουρκικό Γενικό Επιτελείο εκδίδει ανακοίνωση στην οποία αναφέρει πως «οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις έχουν πλήρως καταλάβει την διαχείριση της χώρας για να επαναφέρουν την συνταγματική τάξη, ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες, το κράτους του νόμου και την γενική ασφάλεια η οποία ζημιώθηκε. Όλες οι διεθνείς συμφωνίες βρίσκονται ακόμα σε ισχύ. Ελπίζουμε πως οι καλές σχέσεις μας με όλες τις χώρες θα συνεχιστούν». Από την άλλη, όμως, υπάρχει αντίδραση… Η διοίκηση της 1ης Στρατιάς στην Κωνσταντινούπολη καθιστά σαφές πως ο στρατός δεν υποστηρίζει το πραξικόπημα και πως οι υπαίτιοι είναι μία πολύ μικρή ομάδα.
Λίγο αργότερα το πρακτορείο Reuters σε τηλεγράφημα του αναφέρει πως στρατιώτες ήταν εντός των κτιρίων του τουρκικού κρατικού ραδιοτηλεοπτικού σταθμού στην Άγκυρα. Μετά την κατάληψη από τον στρατό, εκδίδεται μία ανακοίνωση από τους επικεφαλής που αναφέρει πως η δημοκρατική και κοσμική εξουσία έχει διαβρωθεί από την παρούσα κυβέρνηση και πως η Τουρκία καθοδηγείται πλέον από ένα συμβούλιο ειρήνης το οποίο θα εγγυηθεί την ασφάλεια του πληθυσμού.
Τα πάντα κατεβάζουν διακόπτη. Το κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο σταματά να εκπέμπει. Το αεροδρόμιο Ατατούρκ κλείνει με όλες οι πτήσεις εσωτερικού και εξωτερικού να ακυρώνονται. Οι βόμβες που ρίχνουν F-16 στοχοθετούν το κτίριο της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, τους δρόμους γύρω από το προεδρικό παλάτι και τα αρχηγεία των ειδικών δυνάμεων και της αστυνομίας στην πρωτεύουσα.
Οι πρώτες πληροφορίες για τον Ερντογάν ανέφεραν πως βρισκόταν ασφαλής στην Μαρμαρίδα, όπου έκανε τις καλοκαιρινές του διακοπές, με το γραφείο της προεδρίας να εκδίδει ανακοίνωση υποστηρίζοντας πως οι δυνάμεις πιστές στον Φετουλάχ Γκιουλέν και το Κίνημα Χιζμέτ ήταν οι υπαίτιοι της απόπειρας του πραξικοπήματος. Και τότε γίνεται κάτι αδιανόητο για εκείνη την εποχή. Ο Ερντογάν που καθύβριζε τα social media και τις διάφορες πλατφόρμες, τις χρησιμοποιεί για να έρθει σε επαφή με τον τουρκικό λαό.
Βγαίνει μέσω της εφαρμογής FaceTime των κινητών τηλεφώνων στον αέρα του CNN Turk και καλεί τους συμπατριώτες του να αψηφήσουν τις στρατιωτικές απαγορεύσεις και να βγουν στους δρόμους. Το κάνει από ασφαλές μέρος, με δεδομένο πως νωρίτερα κομάντο του στρατού είχαν επιχειρήσει να τον σκοτώσουν στο εξοχικό του.
Λίγο μετά από τις 2 τα ξημερώματα, καταρρίφθηκε από τουρκικό F-16, στρατιωτικό ελικόπτερο στον εναέριο χώρο της Άγκυρας, ενώ ταυτόχρονα σημειώνονταν εκρήξεις έξω από το κτίριο του τουρκικού κοινοβουλίου. Ήταν η αρχή του τέλους για τους πραξικοπηματίες, αφού αμέσως μετά ξεκίνησαν από την αστυνομία οι συλλήψεις στρατιωτών που συμμετείχαν στο πραξικόπημα.
Λίγο αργότερα πηγές προσκείμενες στον Τούρκο πρόεδρο ανέφεραν ότι το αεροσκάφος που μετέφερε τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, της οποίας τα αεροδρόμια ήταν ασφαλή, με δεδομένο ότι είχαν αποχωρήσει οι στρατιώτες-πραξικοπηματίες. Στις 3:20 τα ξημερώματα του Σαββάτου 16ης Ιουλίου, το αεροπλάνο του Ερντογάν είχε προσγειωθεί σε απομονωμένο χώρο του και λίγα λεπτά αργότερα άρχισε να εκπέμπει κανονικά η κρατική ραδιοτηλεόραση. Στις 3:41 επισημοποιείται με ανακοίνωση ότι ο Ερντογάν είναι στην Κωνσταντινούπολη και πλέον οι πραξικοπηματίες ηττώνται.
Μέχρι το μεσημέρι της 16ης Ιουλίου η κυβέρνηση είχε καταφέρει να ανακτήσει τον έλεγχο της χώρας και ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι το πραξικόπημα είχε αποτύχει, ωστόσο ο Ερντογάν παρέμενε ακόμα στο αεροδρόμιο Ατατούρκ, απ’ όπου διέταξε τη δίωξη και σύλληψη στρατιωτικών και δικαστικών υπαλλήλων ως ύποπτων για συμμετοχή στο πραξικόπημα.
Ο θλιβερός απολογισμός της βραδιάς… Περισσότεροι από 300 νεκροί, πάνω από 2.100 τραυματίες, τεράστιες υλικές ζημιές σε κυβερνητικά κτίρια και τη Βουλή, αλλά και πογκρόμ συλλήψεων. Λέγεται και γράφεται πως περισσότεροι από 77.000 άνθρωποι συνελήφθησαν, πάνω από 160.000 άτομα έχασαν τις δουλειές τους, 180 μέσα ενημέρωσης αναγκάστηκαν να κλείσουν και περίπου 150 δημοσιογράφοι βρίσκονται στη φυλακή.