Σε προηγούμενο άρθρο μας είδαμε τους όρους και το υπόστρωμα, πάνω στους οποίους αρθρώνεται η σημερινή πολιτική των ισχυρών δυνάμεων και πιο ειδικά του πάλαι ποτέ κυρίαρχου Δυτικού Κόσμου, ο οποίος βλέπει την θέση του να αμφισβητείται από την άνοδο νέων ισχυρών κρατών. Όπως συμβαίνει συχνά στην ιστορία, το βασικό κληροδότημα που αφήνει πίσω της η κυρίαρχη θέση είναι οι στρατιωτικές δυνατότητες.
Ο από καιρό ισχυρός είχε τον χρόνο και τις δυνατότητες να δημιουργήσει στρατιωτικούς μηχανισμούς, αντίστοιχους με την οικονομική του ισχύ και ηγεμονία. Να κτίσει δηλαδή αυτό που ονομάζουμε στρατιωτική παράδοση, η οποία υπογράμμιζε εμφατικά και έκφραζε δυναμικά, εκεί όπου χρειαζόταν, την κυρίαρχη θέση. Δεδομένου ότι η δόμηση στρατιωτικού εργαλείου είναι επίπονη και μακρόχρονη υπόθεση, οι νέοι ανερχόμενοι ισχυροί υστερούν, για ένα διάστημα, σε αυτόν τον τομέα.
Για να το διευκρινίσουμε καλύτερα η σημερινή στρατιωτική ισχύς της Κίνας υπολείπεται της οικονομικής της ισχύος. Το ίδιο συμβαίνει με τις μικρότερες ανερχόμενες δυνάμεις. Στην ουσία, ενώ ο Δυτικός Κόσμος εκτοπίζεται από το οικονομικό-παραγωγικό προσκήνιο παραμένει ακόμα κυρίαρχος στο στρατιωτικό πεδίο. Πρόκειται για πρόσκαιρο πλεονέκτημα. Στην πολιτική δε τα πλεονεκτήματα σπεύδει κανείς να τα αξιοποιήσει όσο ισχύουν. Για τον λόγο αυτό οι ΗΠΑ είναι πολεμόχαρες.
Η στρατιωτική ισχύς της Δύσης εκφράζεται (επίσης σταθερά της ιστορίας) με την κυριαρχία στις θάλασσες, οι οποίες είναι αυτό που πάντα ήταν στην ιστορία: οι διαδρομές, οι δρόμοι των αγαθών και του πλούτου. Σε αυτό, λοιπόν, το πεδίο συναντούμε σήμερα μια εντυπωσιακή αναντιστοιχία. Ενώ η Δύση έχει χάσει τα πρωτεία στην παραγωγή, διατηρεί τον έλεγχο του μεγάλου εμπορίου, που διασχίζει θάλασσες και υφαίνει σε πυκνό πλέγμα τον πολιτισμό μας.
Πρόκειται για αντίφαση που γεννά προστριβές και συγκρούσεις. Είναι ενδεικτικό ότι η οικονομική πίεση προς την Κίνα και τις ανερχόμενες δυνάμεις εστιάζεται στο εμπόριο. Η στρατηγική των ΗΠΑ πλέον, που δεσπόζουν, έχει βασικό στόχο: να συντηρήσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ιστορικής κοιτίδας του καπιταλισμού απέναντι στους διεκδικητές που εμφανίζονται αυτή την εποχή.
Τα μέτωπα των ΗΠΑ
Για να το πετύχει πρέπει να λειτουργήσει σε δύο μέτωπα: Το πρώτο αφορά την Κίνα. Το δεύτερο τις ανερχόμενες περιφερειακές δυνάμεις. Αυτές, αν και κάποτε ήταν μέρος του δυτικού συστήματος διαμέσου της ιμπεριαλιστικής παρουσίας του, προοδευτικά απογαλακτίζονται. Προχωρούν σε πολιτική χειραφέτηση και χαράζουν την επανατοποθέτησή τους στο νέο κόσμο. Σε αυτά τα δύο μέτωπα το εργαλείο, που αντιτάσσει η Δύση είναι τη στρατιωτική υπεροχή της με άξονα την αμερικανική ισχύ.
Η στρατιωτική υπεροχή δεν μπορεί να είναι παρά πρόσκαιρη κατάσταση. Οι οικονομικές ανατροπές και η ανακατανομή του παγκόσμιου πλούτου σε όφελος νέων ισχυρών, αργά ή γρήγορα θα προκαλέσει ανατροπές και στις στρατιωτικές ισορροπίες. Πριν γίνει αυτό πρέπει να αποδώσουν οι στρατηγικές της ανάσχεσης. Από την επιτυχία τους ή όχι θα καθοριστεί ο χρονισμός των ανατροπών και η βιαιότητα με την οποία θα ξεσπάσουν. Και κάπως έτσι ερχόμαστε στην “αλλοπρόσαλλη” πολιτική του Προέδρου Τραμπ.
Οι δημογραφικές ανατροπές, όπως συνήθως συμβαίνει στην Ιστορία, προηγούνται των οικονομικών κι αλλάζουν τα δεδομένα και τις δυνατότητες χρήσης του στρατιωτικού εργαλείου. Έχουν αφαιρέσει από τον πίνακα επιλογών την έννοια “κατάκτηση”. Οι δημογραφικές ισορροπίες έχουν ανατραπεί σε βάρος της Δύσης, ώστε να μην έχει νόημα η κλασική στρατηγική: κατοχή εδάφους και πολιτικός έλεγχος (υποδούλωση αν θέλετε πείτε το) του πληθυσμού της. Η αποικιοκρατική εξάπλωση του Δυτικού Κόσμου έχει πλέον ξεθωριάσει.
Η στρατιωτική κατοχή του Ιράν των 80.000.000 και κατοίκων θα απαιτούσε 800.000 στρατό. Ως μέτρο σύγκρισης να θυμίσουμε ότι στα 1944 ο γερμανικός στρατός κατοχής της Ελλάδας, μαζί με την Χωροφυλακή της Ελληνικής Πολιτείας και τα συνακόλουθα Τάγματα Ασφαλείας και τους αντικομμουνιστές “πρόθυμους”, εξασφάλιζε μια σχέση 1:35 σε σχέση με τον πληθυσμό. Ουδείς θα ισχυριζόταν ότι αυτό αρκούσε για να επιβληθεί η ναζιστική κυριαρχία. Σε κάθε περίπτωση οι Δυτικές δυνάμεις αδυνατούν να διαθέσουν σήμερα 800.000 στρατό.
Ο μη κλασικός πόλεμος
Έτσι, λοιπόν, απομένει η προοπτική ενός μη κλασικού πολέμου, όπου στόχος είναι η καταπόνηση και η εξασθένιση του αντιπάλου, η αποσύνθεση των κρατικών δομών του και, ως συνέπεια, η υπονόμευση των οικονομικών και στρατιωτικών δυνατοτήτων του. Ήταν η στρατηγική της “Αραβικής Άνοιξης”. Ένα τέτοιο είδος πολέμου προϋποθέτει την σύμπραξη εσωτερικών δυνάμεων, την μόχλευση εσωτερικών αντιθέσεων (κοινωνικών, θρησκευτικών, εθνικών, φυλετικών), ή/και αντιθέσεων που σοβούν στην ευρύτερη περιοχή. Για το πως εφαρμόζεται αυτή η τακτική είναι διδακτική η προσεκτική ανάγνωση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Πρόκειται για πόλεμο δια μοχλεύσεων και αντιπροσώπων.
Οι πολεμικές δυνατότητες του Δυτικού Κόσμου βασίζονται στην τεχνική υπεροχή. Είναι, όμως, μικρές εκεί όπου εμπλέκονται πολλοί άνθρωποι, στο έδαφος. Είναι, όμως, ασύγκριτα ισχυρές εκεί όπου κυριαρχούν οι τεχνικές δυνατότητες: σε θάλασσα και αέρα. Το ερώτημα που βαραίνει στα Δυτικά επιτελεία είναι το πώς θα αξιοποιήσουν το συγκριτικό τους πλεονέκτημα. Σε αυτό το σημείο ξεκινούσε ο “διάλογος” της πολιτικής Τραμπ με τις πολιτικές των προκατόχων του.
Οι προηγούμενες είχαν αποτύχει. Η στρατιωτική κατάληψη του Ιράκ π.χ. δεν απέδωσε αποτελέσματα, εξαιτίας της “αποσπασματικότητας” του σχεδίου. Δεν μπόρεσε να μεταβάλει την κατάκτηση σε κατοχή: σε μόνιμο στρατιωτικό και ως εκ τούτου πολιτικό έλεγχο. Το παράδειγμα του Αφγανιστάν είναι ακόμα πιο οδυνηρό. Στην Συρία η αποτυχία κτύπησε κόκκινο. Οι κρατικές και στρατιωτικές δομές της Συρίας όχι μόνο δεν καταστράφηκαν, αλλά συνυφάνθηκαν με το Ιράν και τη Ρωσία. Δημιούργησαν (μαζί με την ενίσχυση της θέσης της Τουρκίας στην περιοχή) αρνητικές εξελίξεις για τα συμφέροντα της Δύσης στην στρατηγικά σημαντική αυτή περιοχή.
Η σύγκρουση Δύσης-Κίνας
Λιγότερο διακριτές στρατηγικές πρωτοβουλίες των ΗΠΑ δεν είχαν καλύτερο αποτέλεσμα. Η περίσφυξη της Κίνας, λόγου χάρη, μέσα από στρατηγικό φράγμα νησιών και θέσεων έξω από τις ακτές της, με την επιβλητική παρουσία του 7ου Αμερικανικού Στόλου, υποτίθεται ότι θα την υποχρέωνε να αποδεχθεί την αμερικανική ναυτική κυριαρχία. Ως εκ τούτου θα υποχρέωνε την Κίνα να υποτάξει τις εμπορικές φιλοδοξίες της στις επιθυμίες της Δύσης.
Με τον τρόπο αυτό θα ακυρωνόταν σε μεγάλο βαθμό η οικονομική-παραγωγική της ισχύς και ίσως επέρχονταν δυναμικές αναταράξεις στο καθεστώς, στην ενότητα και στην δυναμική της χώρας. Η αντίδραση της Κίνας στη Νότια Κινεζική Θάλασσα οδήγησε σε αδιέξοδο κι αυτό το σχέδιο. Η δημιουργία νησιών και στρατιωτικών βάσεων από το πουθενά στη μέση της θάλασσας έδωσαν το μέτρο των δυνατοτήτων της Κίνας και έστειλαν μήνυμα στους δυνάμει συμμάχους των ΗΠΑ.
Οι περιοδικές επισκέψεις ναυτικών συγκροτημάτων των ΗΠΑ (με ή χωρίς αεροπλανοφόρο) δεν είναι σε θέση να ανατρέψουν τις εντυπώσεις που δημιουργεί η κινεζική δραστηριότητα. Έτσι προκύπτει το ίδιο πρόβλημα: η Κίνα μπορεί να εγκατασταθεί επί της ξηράς (μάλλον επί των υδάτων), αλλά οι ΗΠΑ και ο στόλος τους είναι μόνο “περαστικοί”. Αυτό το σκηνικό του αμερικανικού στρατηγικού αδιεξόδου, κληρονόμησε από τους προκατόχους της η Προεδρία Τραμπ.
Τι κατανόησε ο Τραμπ
Κατανόησε αυτό που αδυνατούσαν να κατανοήσουν οι Κλίντον και Ομπάμα και ένα μεγάλο μέρος των αμερικανικών στρατιωτικών, οικονομικών και πολιτικών ελίτ: Οι ΗΠΑ δεν ήταν πλέον σε δεσπόζουσα θέση σε έναν ολοένα και πιο σύνθετο κόσμο. Η πολιτική τους, λοιπόν, δεν μπορούσε πλέον να είναι πολιτική ηγεμόνα. Εκείνο που χρειαζόταν πλέον ήταν η προσαρμογή στη νέα εποχή.
Εάν επιθυμούσαμε να ορίσουμε μονολεκτικά αυτήν την εποχή θα την ονομάζαμε “εποχή των σκακιστών”. Η σκακιέρα πλέον γέμισε με όλα όσα γεμίζει: βασιλιάδες και βασίλισσες, πιόνια και ανάμεσα τους πλήθος ενδιάμεσοι – πύργοι, άλογα, αξιωματικοί. Οι Κλίντον και Ομπάμα ανήκαν σε “αυτοκρατορική” εποχή. Ο Τραμπ ανήκει στην γενιά των σκακιστών, στην ίδια που ανήκουν ο Πούτιν, ο Ερντογάν οι ηγέτες της Κίνας και οι ηγέτες του Ιράν.
Αυτή την πραγματιστική και αντίστοιχη με τα δεδομένα του κόσμου μας πολιτική είχαν ονοματίσει “αλλοπρόσαλλη”. Πρόκειται μάλλον για ψευδεπίγραφο τίτλο. Τα χαρακτηριστικά, τις προοπτικές και ίσως τα αδιέξοδα της προσέγγισης Τραμπ θα εξετάσουμε διεξοδικά σε επόμενο άρθρο, παρ’ ότι έχουν ήδη εισέλθει στην εποχή Μπάιντεν, ο οποίος έσπευσε να δώσει άλλο δείγμα γραφής.