Του Ben Hall (*)
Ηταν πάντα δύσκολο να καταταγεί ο Εμανουέλ Μακρόν σε μια πολιτική κατηγορία. Ανέβηκε την κλίμακα του γαλλικού κράτους ως outsider που υπερέβαινε τη Δεξιά και την Αριστερά, δανειζόμενος ταυτόχρονα και από τις δύο. Το “ en même temps” (ταυτοχρόνως) έγινε σύνθημα. Προοδευτικός σε πολιτισμικά θέματα και επικριτής του υπερβολικού κράτους, ο Μακρόν δεν υπήρξε ποτέ ο πραγματικός φιλελεύθερος που οι ξένοι έβλεπαν ή ήθελαν να δουν.
Τέσσερα χρόνια μετά την ανάληψη της προεδρίας, είναι πιο δύσκολο από ποτέ να καταλάβει κανείς την ουσία του μακρονισμού. Το ερώτημα όμως αποκτά πιεστικό χαρακτήρα. Σε έναν χρόνο, η Γαλλία θα βρεθεί εν μέσω μιας άλλης πολωτικής προεδρικής εκστρατείας. Όλα δείχνουν ότι οι εκλογές θα εξελιχθούν σε μια επανάληψη της μάχης ανάμεσα στον Μακρόν και τη Μαρίν Λεπέν που δόθηκε το 2017. Αν οι εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου ήταν μια κομβική στιγμή για την αμερικανική δημοκρατία, οι εκλογές του 2022 στη Γαλλία θα καθορίσουν την τύχη της Πέμπτης Δημοκρατίας και, πιθανότατα, της ΕΕ.
Η μάχη θα είναι σκληρή. Δημοσκόπηση που δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα έδειξε ότι θα χρειαστεί δεύτερος γύρος, όπου ο Μακρόν θα επικρατήσει με 53%.
Ο γάλλος πρόεδρος έχει ανακάμψει από τις μαύρες ημέρες των κινητοποιήσεων των Κίτρινων Γιλέκων, όταν η δημοτικότητά του είχε φτάσει το 31%. Σήμερα, το ποσοστό του έχει αυξηθεί στο 48%. Επιπλέον, ο Μακρόν είναι πολύ δημοφιλέστερος από τους προκατόχους του Φρανσουά Ολάντ και Νικολά Σαρκοζί στην αντίστοιχη χρονική στιγμή της προεδρίας τους. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημά του είναι η αδυναμία των «συστημικών» αντιπάλων του από την κεντροδεξιά, την κεντροαριστερά ή τους Πρασίνους. Κανείς από αυτούς τους χώρους δεν δείχνει να μπορεί να τον απειλήσει στον δεύτερο γύρο, αν και σε αυτούς τους περίεργους καιρούς τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Κι έτσι, το πιθανότερο είναι ότι Μακρόν θα βρεθεί ξανά απέναντι στη Λεπέν. Το 2017, τα πράγματα ήταν σχετικά απλά. Το όραμα του Μακρόν για μια ανοιχτή, αισιόδοξη, φιλόδοξη, φιλοευρωπαϊκή χώρα και η εικόνα του ως ενός outsider που θα «έσπαγε αυγά» προσείλκυσαν ψηφοφόρους από πολλούς χώρους και οδήγησαν στην άνετη νίκη του επί του οργισμένου νατιβισμού της Λεπέν. Τώρα, όμως, ο Μακρόν πηγαίνει στη μάχη ως απερχόμενος πρόεδρος χωρίς καθαρό πολιτικό αφήγημα απέναντι σε μια πολιτικό που υιοθετεί όλο και πιο «συστημικές» θέσεις.
Τους τελευταίους μήνες, η κυβέρνηση έχει μετατοπιστεί προς τα δεξιά, με σκληρούς νόμους για την ασφάλεια και κατά του ισλαμικού «αυτονομισμού». Ο σκληροπυρηνικός υπουργός Εσωτερικών Ζεράλντ Νταρμαρέν έφτασε μάλιστα να πει για τη Λεπέν ότι «είναι πιο μετριοπαθής από όσο θα μπορούσαμε να είμαστε». Ο στόχος είναι σαφής: να μην ψηφίσουν την ακροδεξιά οι μετριοπαθείς συντηρητικοί. Ο κίνδυνος είναι όμως στον δεύτερο γύρο πολλοί αριστεροί ψηφοφόροι να ψηφίσουν λευκό.
Την ίδια στιγμή, η οικονομική ατζέντα του προέδρου έχει ανατραπεί από την πανδημία. Οι μεταρρυθμιστικές του φιλοδοξίες είχαν ήδη ψαλιδιστεί από τα Κίτρινα Γιλέκα και οποιαδήποτε οφέλη από τη φιλελευθεροποίηση της πρώτης εποχής εξανεμίστηκαν από την κρίση. Η κρίση, είπε πρόσφατα ο γάλλος πρόεδρος, «είναι μια ευκαιρία να επανεφευρεθούμε, με πρώτο εμένα». Επανεφεύρεση όμως σε ποια κατεύθυνση; Δεν μοιάζει να ξέρει. Παρά την έκτακτη βοήθεια για τα θύματα της πανδημίας, εξακολουθεί να θεωρείται ο πρόεδρος των πλουσίων.
Ένα σταθερό χαρακτηριστικό που προσφέρει ο Μακρόν είναι ο φιλοευρωπαϊσμός του. Η δημιουργία ενός ταμείου ανάκαμψης με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση ήταν μια μεγάλη επιτυχία. Η γαλλική προεδρία της ΕΕ στο πρώτο εξάμηνο του 2022 θα είναι μια ευκαιρία να προωθηθούν πρωτοβουλίες που υποστηρίζει το Παρίσι, όπως η αναμόρφωση των δημοσιονομικών κανόνων, η φορολόγηση των Big Tech και η φορολόγηση εισαγωγών από χώρες που δεν προστατεύουν το κλίμα. Το Παρίσι θα μιλήσει επίσης πολύ για τη «στρατηγική αυτονομία» της Ευρώπης.
Θα είναι αυτή η νεογκωλική στροφή το μεγάλο ατού του Μακρόν; Από τότε που πόζαρε με ένα αντίγραφο των Πολεμικών Απομνημονευμάτων του στρατηγού, ο Μακρόν προσπαθεί να χρησιμοποιήσει το πνεύμα του ντε Γκολ για να προσδώσει κύρος στο αξίωμά του. Η προσπάθεια αυτή μοιάζει με νοσταλγική βουτιά στο παρελθόν αντί για το μέλλον που υποσχόταν.
(*) Ο Μπεν Χολ είναι αρθρογράφος των Financial Times
Πηγή: Financial Times, ΑΠΕ – ΜΠΕ