Του Χρήστου Μαζανίτη
Η αλλαγή στο τιμόνι της Προεδρίας των ΗΠΑ φαίνεται να διαμορφώνει έναν νέο οδικό χάρτη στις διεθνείς σχέσεις.
Από την ομιλία του κιόλας, κατά την διάρκεια της ορκομωσίας του, ο Τζο Μπάιντεν άφησε να εννοηθεί ότι η χώρα του θα επιδιώξει να επιστρέψει στο προσκήνιο της διεθνούς πολιτικής ως ηγέτιδα δύναμη. Οι Δημοκρατικοί των ΗΠΑ αποτιμώντας αρνητικά την έως τώρα προσωποπαγή και αλλοπρόσαλλη πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η απομάκρυνση από την παραδοσιακή προσέγγιση της ενεργού επιρροής σε παγκόσμιο επίπεδο, τελικά είναι ενάντια στα συμφέροντα των ΗΠΑ, αφού δίνει χώρο στους ανταγωνιστές της και δημιουργεί κενά εξουσίας τα οποία σπεύδουν να εκμεταλλευτούν. Ασφαλώς και δεν είναι εύκολο να αλλάξει από τη μια στιγμή στην άλλη η στρατηγική σε τόσο υψηλό επίπεδο, όμως τα σημάδια που βλέπουμε από τις πρώτες κιόλας μέρες είναι ενδεικτικά και έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη Χώρα μας, ειδικά σε σχέση με τις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας.
Το πιο χαρακτηριστικό σημάδι ήταν η δήλωση του νέου ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, που είπε ότι «η Τουρκία δε συμπεριφέρεται ως σύμμαχος», ενώ πρόσφατα δημοσιεύθηκε ένα άρθρο για τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις από το Ινστιτούτο Brookings,[1] στο οποίο χρησιμοποιείται ο όρος «ανάσχεση» (containment) για την περίπτωση που οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας επιδεινωθούν περαιτέρω. Ενός όρου που μέχρι πρότινος οι ΗΠΑ τον χρησιμοποιούσαν για χώρες όπως το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα. Για χώρες δηλαδή τις οποίες η παγκόσμια κοινότητα έχει τοποθετήσει στο περιθώριο.
Είναι πλέον γνωστό ότι το μεγαλύτερο αγκάθι στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις είναι η στρατηγική προσέγγιση Ρωσίας – Τουρκίας, η οποία επισφραγίστηκε με την αγορά του αντιπυραυλικού συστήματος S-400. Οι ΗΠΑ είναι ανένδοτες σε αυτό το θέμα και η μόνη λύση που δέχονται είναι η επιστροφή των πυραύλων πίσω στη Ρωσία. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του υπεύθυνου Τύπου του Πενταγώνου, που ξεκαθάρισε ότι ο Πρόεδρος Μπάιντεν δεν θα άρει τις κυρώσεις που έχουν ήδη επιβληθεί για την αγορά S-400 έως ότου η Τουρκία εξαφανίσει το υλικό. Μία λύση όμως που κάθε άλλο παρά εφικτή μοιάζει, αφού αν γινόταν κάτι τέτοιο, θα είχε εξαιρετικά αρνητικό αντίκτυπο για τη γείτονα στο εσωτερικό της στην διεθνή κοινή γνώμη και βεβαίως στις σχέσεις της με τη Ρωσία. Οι τριβές που προκαλεί αυτό το θέμα στην τουρκική ηγεσία φαίνεται και από το γεγονός ότι ενώ ο Υπουργός Άμυνας Ακάρ πρότεινε τη λύση της μεταφοράς των πυραύλων στο μοντέλο των κυπριακών S-300 που βρίσκονται στη Κρήτη, ο εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας Καλίν τον διέψευσε άμεσα λέγοντας ότι η δήλωση του «παρανοήθηκε», χωρίς όμως να δώσει περισσότερες διευκρινίσεις.
Ένα ακόμη σημείο τριβής στις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας είναι και η σωρεία καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία επί Προεδρίας Τραμπ μπορεί να ήταν ήσσονος σημασίας, για τον Πρόεδρο Μπάιντεν όμως αποτελεί κορωνίδα της πολιτικής του. Επομένως η απελευθέρωση του ακτιβιστή Osman Kavala που κατηγορείται μαζί με τον Αμερικανό ακαδημαϊκό τουρκικής καταγωγής Henri Barkey ότι δήθεν εξύφαναν συνωμοσία εναντίον του Προέδρου Ερντογάν, θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις ν’ αποτελέσει ένδειξη καλής θέλησης και σημείο επανεκκίνησης των αμερικανοτουρκικών συνομιλιών. Παρ’ όλα αυτά και με δεδομένη την διακαή επιθυμία της τουρκικής κυβέρνησης για την έκδοση στην Τουρκία του αυτοεξόριστου ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν, του φερόμενου ως πρωτεργάτη του πραξικοπήματος του 2016 και των παρακλαδιών της οργάνωσής του όπως θεωρούν οι Τούρκοι τον Kavala, οποιαδήποτε συζήτηση για την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων τοποθετείται στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Πρόσφατα μάλιστα 54 δημοκρατικοί και ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές συνέταξαν επιστολή προς τον Πρόεδρο Μπάιντεν, με την οποία τον καλούσαν να πιέσει τον Τούρκο Πρόεδρο να εγκαταλείψει την πολιτική του με την οποία ωθεί τη χώρα προς τον αυταρχισμό[2].
Όσο περνάει ο καιρός και δεν υπάρχει διάθεση από την πλευρά των ΗΠΑ για επαφές με την Τουρκία σε επίπεδο Προέδρων ή ΥΠΕΞ, αντιλαμβανόμαστε ότι ακόμα και οι πλέον αισιόδοξες φωνές δεν μπορούν να αναμένουν κάποιου είδους ανάταξη στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Οι Σύμβουλοι του Προέδρου Ερντογάν, και ίσως και ο ίδιος, φαίνεται ότι πόνταραν λανθασμένα όπως αποδείχθηκε στην επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, και τώρα τρέχουν και δεν φτάνουν με σκοπό να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ, με σκοπό τη διατήρηση των ανεδαφικών τους επιδιώξεων στο διηνεκές. Όμως κάτι τέτοιο δεν φαίνεται ότι μπορεί να γίνει αποδεκτό από την πολιτική που ακολουθεί η παρούσα αμερικανική κυβέρνηση, εκτός αν η τουρκική πλευρά αλλάξει προσανατολισμό στην πολιτική της, το οποίο με τις δεδομένες συνθήκες που επικρατούν στην Τουρκία θεωρείται μάλλον απίθανο.
Η καμπή των αμερικανοτουρκικών σχέσεων ανοίγει, λοιπόν, ένα παράθυρο ευκαιρίας προώθησης των ημετέρων θέσεων τοποθετώντας βαθμιαία την Τουρκία στο κάδρο του αυταρχικού, της αφερεγγυότητας και της αθέτησης των υποχρεώσεών της ως κράτους- μέλους του ΝΑΤΟ.
Και βεβαίως η νέα κατάσταση όπως διαμορφώνεται πρέπει να μας κινητοποιήσει ακόμα περισσότερο. Είναι ουτοπικό και λανθασμένο να περιμένουμε να μας βοηθήσει έτσι απλά και με έναν αυτόματο τρόπο ο Αμερικανός Πρόεδρος «Μπαϊντενόπουλος», όπως χαριτολογώντας τον αποκαλούν κάποια ελληνικά ΜΜΕ, προεξοφλώντας την στήριξη του προς τη χώρα μας. Στις διεθνείς σχέσεις τα πάντα κατευθύνονται από τα συμφέροντα που διακυβεύονται και συμπορεύονται.
Οι σχέσεις Ελλάδας-ΗΠΑ είναι ίσως στο καλύτερο επίπεδο από ποτέ και αυτό αποτελεί επίτευγμα που έχει έρθει μετά από σκληρή δουλειά, σταθερή και αξιόπιστη θέση και υποστήριξη των ίδιων αξιών με αυτές που έχει και η υπερδύναμη. Εμείς χτίζουμε, εδραιώνουμε και ενισχύουμε συμμαχίες, όπως για παράδειγμα με την πρόσφατη Συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών στο πλαίσιο του «Φόρουμ Φιλίας» (Philia Forum), με τη συμμετοχή της Αιγύπτου, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, της Κύπρου, του Μπαχρέιν, της Σαουδικής Αραβίας και της Γαλλίας με σκοπό την εδραίωση της ασφάλειας, της ειρήνης και της σταθερότητας στην Κεντρική και Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή. Από την άλλη, οι γείτονες μας με βήματα αδιαλλαξίας ολοταχώς φροντίζουν να διαλύουν τις δικές τους, εμφανίζοντας εμμονικές τάσεις προς οτιδήποτε δυτικό και λειτουργώντας βεβαίως προς όφελός μας.
Οι ΗΠΑ και μία σημαντική μερίδα άλλων κρατών, έχουν συνειδητοποιήσει το παιχνίδι των Τούρκων, οι χώρες της ΕΕ το αντιλαμβάνονται ή εθελοτυφλούν;
Παραπομπές:
[1] https://www.brookings.edu/wp-content/uploads/2021/02/FP_20210203_turkey_danforth.pdf
2 https://www.reuters.com/article/turkey-usa-rights-senate-int-idUSKBN2A931X