Του Χρήστου Μαζανίτη
Τα χτυπήματα που δέχεται τελευταία η Τουρκία λόγω της παράλογης τακτικής της να ενεργεί χωρίς να λαμβάνει υπόψιν το διεθνές δίκαιο, δεν έχουν τέλος. Το τελευταίο ήρθε πριν από λίγες μέρες από τη Λιβύη, μία χώρα που τόσο ταλαιπωρείται τα τελευταία χρόνια από την εμφύλια διαμάχη και τον αγώνα περιφερειακών δυνάμεων να επηρεάσουν τις εξελίξεις ή να αποκτήσουν ερείσματα στην κατάσταση που θα διαμορφωθεί στο μέλλον.
Συγκεκριμένα, το δικαστήριο της Ανατολικής Λιβύης, κατόπιν προσφυγής του προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Αλ Σάλεχ, έκρινε ως άκυρο το μνημόνιο σχετικά με την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών που υπέγραψαν η Λιβύη με την Τουρκία τον Νοέμβριο του 2019, το γνωστό παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο.
Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, η πολιτική ηγεσία της Τρίπολης πρέπει να ακυρώσει τη συμφωνία με την Τουρκία. Και η απόφαση δεν περιορίζεται μόνο στην οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, αλλά καταδικάζει και την υπογραφή ενός ακόμη υπογεγραμμένου μνημονίου, αυτού της αποστολής τουρκικών στρατιωτικών δυνάμενων στο έδαφος της Λιβύης! Ακυρώνει δηλαδή ουσιαστικά την προσπάθεια της γείτονος να «πατήσει πόδι» στη Λιβύη με το «έτσι θέλω», διότι όπως υποστηρίζει η απόφαση, παραβιάζει την κυριαρχία της Λιβύης.
Κάποιος λοιπόν τώρα θα αναρωτηθεί, ποια είναι η βαρύτητα μίας απόφασης ενός δικαστηρίου σε μία χώρα που σπαράσσεται από εμφύλιο πόλεμο; Και ποια είναι τα πολιτικά κριτήρια που ενδεχομένως υπάρχουν πίσω από το σκεπτικό της; Η απάντηση είναι ότι όπως η κυβέρνηση της Τρίπολης του Σάρατζ, η οποία διατηρούσε άριστη σχέση με τον Ερντογάν, έτσι και η Βουλή των Αντιπροσώπων, της οποίας ο Πρόεδρός της προσέφυγε στο δικαστήριο, αποτελούν δύο νομικά αναγνωρισμένες οντότητες σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, άρα και οι ενέργειες τους έχουν μεγάλη βαρύτητα.
Το προφανές ερώτημα που τίθεται τώρα είναι πως θα μπορέσει η τουρκική διπλωματία από εδώ και στο εξής να υποστηρίξει τη συμφωνία για τις θαλάσσιες ζώνες σε κάποιο διεθνές φόρουμ; Ποιον θα καταφέρει να πείσει εκτός από το εσωτερικό ακροατήριο ότι οι προθέσεις της αναφορικά με την εμπλοκή της στη Λιβύη είναι αγαθές; Πλέον υπάρχει επίσημη δικαστική απόφαση για το παράνομο των ενεργειών της, γεγονός που ακυρώνει την οποιαδήποτε αξιοπιστία προσπαθούσε τεχνηέντως να προσδώσει ο συνασπισμός Σάρατζ-Ερντογάν.
Πλέον στην Λιβύη υπάρχει μεταβατική κυβέρνηση εν όψει των εκλογών του Δεκεμβρίου. Μπορεί ο μεταβατικός πρωθυπουργός Αμπντούλ Χαμίντ Ντμπεϊμπά, που ηγείται πλέον της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, να μην έκρυψε τα φιλοτουρκικά του αισθήματα σε πρόσφατες δηλώσεις του στο τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων Ανατολή (Anadolu), όμως ο μεταβατικός Πρόεδρος του τριμελούς μεταβατικού Προεδρικού Συμβουλίου – διάδοχος του Σάρατζ, που κρατάει τα κλειδιά των συμφωνιών, ανεδείχθη ο Μοχάμαντ Γιουνές Μένφι.
Πρόκειται για τον πρέσβη της Τρίπολης στην ΑΘήνα, που τον Δεκέμβριο του 2019 είχε απελαθεί, λίγο μετά τη σύναψη του παρανόμου τουρκολιβυκού μνημονίου, τον οποίον η Αθήνα έσπευσε να αγκαλιάσει αμέσως μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του ξεκαθαρίζοντας ότι η απέλαση τότε είχε να κάνει με την στάση της κυβέρνησής του κι όχι με τον ίδιο ως πρόσωπο ή διπλωμάτη. Μάλιστα, διπλωματικές πηγές σημείωναν προς το enikos.gr ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας ουδέποτε είχαν διακοπεί με τον Μένφι, εξ ου και η απόσταση που ο ίδιος έχει πάρει με την πολιτική του προκατόχου του Σάρατζ από τον Ερντογάν.
Συμπερασματικά, η απόφαση αυτή του δικαστηρίου της Αλ Μπάιντα είναι προφανώς ένα πολύ δυνατό χαρτί στην δόμηση της ελληνικής επιχειρηματολογίας. Της προσδίδει ακόμη μεγαλύτερη αξιοπιστία στη μάχη που κάνει για να αποδείξει τα, σε κάποιους, όχι και τόσο αυτονόητα. Απέναντι σε ένα αναθεωρητικό καθεστώς που επιδιώκει συνεχώς να «απλώνει τα πλοκάμια του» χωρίς να υπολογίζει τις φωνές που υποστηρίζουν το διεθνές δίκαιο, αυτή η εξέλιξη είναι ένα μεγάλο ατού. Και αποδεικνύεται για μία ακόμη φορά η προχειρότητα και η βιασύνη πίσω από την προσπάθεια της Τουρκίας να εκμεταλλευτεί και να υποδαυλίσει προς όφελος της την αστάθεια στο εσωτερικό ενός άλλου κράτους.
Το λαϊκό ρητό «το ψέμα έχει κοντά ποδάρια» εξακολουθεί να ισχύει για τη γείτονα, της οποίας η επιμονή να καταγγέλλει την πραγματικότητα ούτε εντύπωση προκαλεί πλέον, ούτε έννομα αποτελέσματα παράγει βεβαίως. Επί τη ευκαιρία, δεν ακούσαμε κάτι από το λαλίστατο κατά τα άλλα Υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας, Μεβλούτ Τσαβούσογλου επί του θέματος, ούτε κι από τον υπουργό Άμυνας Χουλουσί Ακάρ. Ίσως το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει να εξηγεί και την συντονισμένη επίθεση προς τον Πρωθυπουργό, με αποκορύφωμα τις δηλώσεις από τον ίδιο τον Ερντογάν.