Εάν υπάρχει ένα ερώτημα για το οποίο θα μπορούσε, ίσως, να «εγκληθεί» ο ΣΥΡΙΖΑ στην υπόθεση του Ποινικού Κώδικα είναι πολιτικό. Κι έχει να κάνει με το γιατί δεν ανέλαβε νωρίτερα, ακόμη κι ως κυβέρνηση, νομοθετική πρωτοβουλία για την στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων σε μέλη εγκληματικής οργάνωσης, όπως έκανε με την χθεσινή τροπολογία.
Το ίδιο ερώτημα αφορά και την Νέα Δημοκρατία, ως νυν κυβέρνηση, με μια διπλή προσθήκη εδώ: Γιατί απέρριψε την χθεσινή τροπολογία του ΣΥΡΙΖΑ. Και, γιατί επίσης αφού ως κυβέρνηση τροποποίησε δύο φορές τον ποινικό κώδικα δεν άλλαξε και τις διατάξεις που – όπως τώρα ανακάλυψαν τα στελέχη της – ρίχνουν στα «μαλακά» την ηγεσία της Χρυσής Αυγής.
Ένα δεύτερο πολιτικό ερώτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ έχει να κάνει με το χρόνιο έλλειμμά του στην διαχείριση πολιτικών σχέσεων και εσωτερικών κρίσεων. Η απόσταση και η ρήξη με τον Σταύρο Κοντονή ήταν παλιά και γνωστή και το τέλος της σχέσης προδιαγεγραμμένο. Όπερ, είναι ζητούμενο γιατί αφέθηκε να φθάσει στην χθεσινή έκρηξη και στα πολιτικά της παρελκόμενα, που συνέδεσαν υπογείως την ιστορική δίκη της Χρυσής Αυγής με μια εσωκομματική σύγκρουση.
Πέραν αυτών όμως, η δημόσια σύγκρουση περί ανεπάρκειας, ή ακόμη και δόλου, στον νέο Ποινικό Κώδικα υπέρ των χρυσαυγιτών είναι βαθιά υποκριτική. Όσο υποκριτική είναι και η αιφνίδια δημοκρατική αναβάπτιση διαφόρων – και πολλαπλής προέλευσης – «πλυντηρίων» του φασισμού και του ναζισμού τα τελευταία 24ωρα.
Στην δε ουσία, την πρώτη και καταλυτική απάντηση την δίνει μάλλον η ίδια η δικηγόρος της οικογένειας Φύσσα Ελευθερία Τομπαζόγλου:
«Το πλαίσιο του Ποινικού Κώδικα για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης είναι 5 έως 15 χρόνια. Δεν θεωρώ ότι 15 χρόνια είναι ευνοϊκή μεταχείριση, για οποιονδήποτε άνθρωπο», είπε χθες, σε ό,τι αφορά τις ποινές. Όσο για την στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, έδειξε απ’ ευθείας τους έχοντες την πραγματική ευθύνη: «Είναι μια συζήτηση απόλυτα προσχηματική», είπε, «γιατί το ζητούμενο δεν είναι το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, αλλά κατά πόσο το πολιτικό σύστημα του παρέχει κάλυψη. Δηλαδή, αυτοί ακόμη κι αν ξανακατέβουν σε εκλογές με έναν άλλον σχηματισμό, τα ίδια πρόσωπα, δεν νοείται ότι θα υπάρξει θεσμικός παράγοντας που δεν θα βγει να καταγγείλει αυτή την κίνηση».
Μια δεύτερη, νομική και πολιτική, απάντηση έδωσε εξ αρχής και ο Χάρης Καστανίδης, βουλευτής του Κινήματος Αλλαγής:
«Και με τον παλιό Ποινικό Κώδικα», έγραψε, «δεν μπορεί να επιβληθεί στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, αν δεν είναι αμετάκλητη η απόφαση.
2ον: Η κυβέρνηση δύο φορές τροποποίησε τον Π.Κ και δεν άλλαξε τη ρύθμιση του 2019.
3ον: Οι σχετικές προβλέψεις να γίνουν στην εκλογική νομοθεσία. Όχι στον Ποινικό Κώδικα».
Κατά ειρωνικό τρόπο, δε, πρώτος όλων είχε σπεύσει να δώσει τις απαντήσεις Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος δεν ανήκει στο ίδιο πολιτικό φάσμα ούτε με τον… ΣΥΡΙΖΑ, ούτε με τον Χάρη Καστανίδη. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είχε επιλέξει να αφιερώσει την τελευταία ομιλία του και παρέμβαση στην Βουλή τον Ιούνιο του 2019 για να αποθεώσει τον νέο Ποινικό Κώδικα και να ζητήσει την ψήφισή του «εδώ και τώρα»:
«Συμφωνώ», είχε πει τότε, «με τις διαπιστώσεις ότι δεν είναι νομοθετική πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για μια καθυστερημένη οφειλομένη ενέργεια που είχε υποχρέωση να πράξει η κυβέρνηση, όχι μόνο η παρούσα αλλά και η προηγούμενη και ίσως και οι πολλές προηγούμενες κυβερνήσεις».
Για να καταλήξει, ζητώντας την άμεση ψήφιση και εφαρμογή του νέου Κώδικα: «Δεν υπάρχει ούτε λόγος καθυστέρησης ούτε λόγος παράτασης των πολλών συζητήσεων. Τα θέματα είναι επιστημονικά, υπάρχει ένας διεθνής διάλογος και πρέπει με ψυχραιμία, με επιστημοσύνη και σε απόλυτη, ας το πούμε έτσι, συνομιλία με τα διεθνώς συμβαίνοντα να προχωρήσουμε»…