Βλέπουμε και ξαναβλέπουμε εκείνες τις εικόνες με τα αποβατικά πλοία να ξεφορτώνουν στρατό και τανκ στις ακτές της Κερύνειας μας. Τον κυπριακό ουρανό να γεμίζει με αλεξιπτωτιστές. Τα τουρκικά αεροσκάφη να βομβαρδίζουν ανελέητα, να σκοτώνουν και να καταστρέφουν.
Τον Ιούλιο του 1974 σταμάτησε το ρολόι, σταμάτησε ο χρόνος και η ζωή. Ανατράπηκαν όλα. Έγιναν όλα όπως σχεδιάσθηκαν. Από τους Αμερικανούς, με εμπνευστή τον Κίσιγκερ, τον μαθητή του, τον Ετζεβίτ, τη χούντα, τα παλικάρια της φακής της ΕΟΚΑ Β’, που με τον πρώτο τουρκικό πυροβολισμό κρύφτηκαν… Οι Εγγλέζοι τα ήξεραν αλλά επέλεξαν τον ρόλο του «εποικοδομητικού» παρατηρητή.
Όλα αυτά αφορούν τα σχέδια, την πολιτική, τη διπλωματία. Η άλλη πραγματικότητα είναι η ανθρώπινη. Στρατιώτες, κληρωτοί και έφεδροι, προδομένοι έδωσαν μια άνιση μάχη, σε ένα προδομένο πόλεμο. Σε αυτό, λοιπόν, τον πόλεμο πολλοί έχασαν τη ζωή τους, πολεμώντας για να υπερασπιστούν την πατρίδα. Πολλοί συνελήφθησαν. Κάποιοι αιχμαλωτίστηκαν και μετά από πολλές κακουχίες στις φυλακές του Αττίλα, βασανιστήρια, επέστρεψαν. Άλλοι δεν επέστρεψαν ποτέ. Δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ και οι σοροί τους θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους, ρίχθηκαν σε πηγάδια, αφέθηκαν άθαφτοι να «χάσκουν» κάτω από τον καυτό ήλιο του κυπριακού καλοκαιριού.
Η φωτογραφία με τον αιχμάλωτο του Αττίλα, με τα χέρια δεμένα πιστάγκωνα, να του ανάβει το τσιγάρο ο Τούρκος στρατιώτης, δεν μπορεί να φύγει ποτέ από τη μνήμη. Το βλέμμα του, χωρίς φόβο, κουρασμένο και γνωρίζοντας προφανώς τι θα ακολουθούσε, παραμένει βαθιά αποτυπωμένο στο μυαλό. Ήταν το τελευταίο τσιγάρο!
Οι αγνοούμενοι! Οι συγγενείς με τις φωτογραφίες στα χέρια, τις κρατάνε στη θέση της καρδιάς, αναζητώντας κάποιον να τους πεις ένα καλό νέο. «Τον είδες, ήταν…». Το μαρτύριο αυτό το κουβαλάνε οι οικογένειες μια ολόκληρη ζωή. Κι όταν άρχισε το πρόγραμμα των εκταφών, άρχισε η διαδικασία παράδοσης μερικών οστών, για να τελεστούν οι κηδείες! Στα πρώτα χρόνια στριμώχνονταν οι «επίσημοι», για να τύχουν -και από αυτό- λίγη δημοσιότητα. Στη συνέχεια, οι συγγενείς αντέδρασαν. Τις επαναλαμβανόμενες ομιλίες, που άλλαζαν μόνο τα ονόματα, δεν τις χρειάζονταν οι συγγενείς. Ήθελαν να μείνουν μόνοι με τον πόνο τους. Όπως όλα αυτά τα χρόνια.
Πρόσφυγες συγκεντρωμένοι σε πρόχειρους συνοικισμούς. Σε αντίσκηνα «χώρεσαν» ολόκληρες οικογένειες, που ζούσαν τη νέα πραγματικότητα. Τα αντίσκηνα, στη συνέχεια, αντικαταστάθηκαν με πρόχειρους συνοικισμούς, με φτηνά υλικά κτισμένοι. Κτίστηκαν με βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Η ενοχή δεν ξεπληρώνεται με τα δολάρια.
Η Κύπρος του 1974, όπως και σήμερα μόνη, αναζητούσε τρόπους να επιβιώσει. Οι δυσκολίες μεγάλες, αλλά δεν χάθηκε.
Η συνέχεια γνωστή. Μόλις στάθηκε στα πόδια της η Κύπρος, η «κανονικότητα» επέστρεψε σε όλο της το μεγαλείο. Στο Κυπριακό στηρίχθηκαν καριέρες και οι βαρύγδουπες διακηρύξεις ήταν μόνο για εσωτερική κατανάλωση. Πίσω από τις κλειστές πόρτες, στις κατ’ ιδίαν επαφές, στις γνωστές πρεσβείες διαφορετικά πράγματα λεγόντουσαν. Αναζητείτο, έλεγαν και λένε, συμβιβασμός. Ένας, όμως, συμβιβασμός, που εν πολλοίς θα ικανοποιεί τον τουρκικό εθνικισμό.
Πολιτικά οι «συμβιβασμοί» ξεπερνούσαν/ ξεπερνούν τα όρια της επιβίωσης. Έδειχναν μειωμένες αντοχές. Καμία διάθεση για ανατροπή της κατοχής.
Αλλά και στα άλλα πεδία, υπήρξε επιστροφή στην «κανονικότητα». Οι υπόγειες συναλλαγές του χρήματος, που βίωσε το κράτος και η κοινωνία οδήγησε σε διαδοχικές οικονομικές καταστροφές. Οι υπερβολές παρέσυραν πολλούς. Άλλοι σκοπίμως και με προσωπικό όφελος, άλλοι από άγνοια κινδύνου, οι οποίοι παρασύρθηκαν στην καταστροφή. Θριάμβευσε η ιδεολογία της μίζας, που διαπερνά οριζόντια το πολιτικό – οικονομικό κατεστημένο.
Από το 1974 πέρασαν πολλά χρόνια. Ξεθώριασε η μνήμη. Μαυρόασπρες εικόνες μακρινές και σχεδόν ξένες για κάποιους. Όλοι εκείνοι που πέρασαν τα πάνδημα, που αιχμαλωτιστήκαν, έχασαν ανθρώπους, κρατούν τη μνήμη.
Η σημερινή εικόνα είναι ως να μη βιώσαμε την εισβολή, δεν ζούμε τη συνεχιζόμενη κατοχή. Ούτε μια απολογία, μια συγγνώμη, δεν μπορεί να αρθρωθεί σε όσους σκοτώθηκαν, χάθηκαν, υπέφεραν, κράτησαν μέχρι τέλους γι’ αυτή την πατρίδα. Αρκεί μια συγγνώμη; Δεν αρκεί. Αλλά ούτε αυτή δεν μπορεί να ειπωθεί γιατί, στην πραγματικότητα, πολλοί αισθάνονται ντροπή και προσπαθούν να κρυφτούν στις ενοχές τους.
Το «Δεν ξεχνώ», έγινε συλλεκτικό κομμάτι σε παλαιοπωλεία και η κατοχή συνήθεια. Οι εύκολες διαδρομές, που περνούν από το κέρδος, τον ατομικισμό, οδηγούν στη λήθη. Γι’ αυτό και δεν αισθάνονται την ανάγκη για μια συγγνώμη…
Κώστας Βενιζέλος