Όταν το 2019 ο πρωθυπουργός από το βήμα της ΔΕΘ προχωρούσε σε μια σειρά εξαγγελιών, σε μια μικρή χρονικά απόσταση από τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησής του, σίγουρα δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι το 2020 θα ήταν μια χρονιά κρίσης σε κάθε επίπεδο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, έχει να δούμε τι εξ αυτών που είχε πέρυσι εξαγγείλει ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ τελικά πραγματοποιήθηκε.
Πέρυσι ο πρωθυπουργός είχε ανακοινώσει χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές, λιγότερες εισφορές, κίνητρα και διευκόλυνση επενδύσεων. Δεν είχε περιοριστεί σε αυτά, αλλά ανακοίνωνε μέτρα για την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας με εργαλείο την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, ενώ προανήγγειλε την ψήφο των Ελλήνων του εξωτερικού από τον τόπο διαμονής τους και την καθιέρωση της επιστολικής ψήφου. Ιδιαίτερη έμφαση έδινε στις επενδύσεις, στα εργασιακά αλλά και στο ψηφιακό κράτος, ανακοινώνοντας μέτρα για την ενίσχυση της πλήρους απασχόλησης και την αντιμετώπιση της υποδηλωμένης εργασίας. Είχε ακόμη εξαγγείλει τη σταδιακή μείωση του ΕΝΦΙΑ και το ξεμπλοκάρισμα επενδύσεων.
Έναν χρόνο μετά κάποια εξ αυτών έχουν προχωρήσει, κάποια όχι, ενώ κάποια άλλα… έμειναν στη μέση ή έχασαν την… ουσία τους, αποτελώντας κέλυφος των αρχικών δεσμεύσεων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το νομοσχέδιο για την ψήφο των αποδήμων, το οποίο μετατράπηκε σε άσκηση… συναίνεσης μεταξύ των κομμάτων. Το τελικό αποτέλεσμα σίγουρα δεν δικαίωσε όσους πίστευαν ότι οι απόδημοι Έλληνες θα μπορούσαν χωρίς εμπόδια να ψηφίζουν για τις εκλογές στη χώρα μας.
Ο αριθμός των «αλλαγών» που ήλθε ύστερα από απαίτηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης δεν δικαίωσε την αρχική αισιοδοξία. Η μείωση του ΕΝΦΙΑ άρχισε, αλλά δεν… προχώρησε, ενώ οι ιδιοκτήτες ακινήτων είδαν ακόμη και αυτήν την ελάφρυνση επί της ουσίας να εξανεμίζεται, καθώς τα μέτρα για την πανδημία με τη μείωση των ενοικίων δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα σε πολλούς εξ αυτών που αδυνατούν να πληρώσουν και τον… ελαφρά μειωμένο ΕΝΦΙΑ.
Οι επενδύσεις που ανήγγειλε ο πρωθυπουργός, με εμβληματική αυτή στο Ελληνικό, εντός του οποίου τα έργα θα ξεκινούσαν τον Ιανουάριο του 2020, δεν δικαιώνουν το χειροκρότημα. Οι χαμηλής έντασης εργασίες που άρχισαν το δεύτερο εξάμηνο του 2020 σίγουρα δεν έχουν φέρει τα αποτελέσματα που θα ήθελε ο πρωθυπουργός.
Η δε περσινή εξαγγελία του πρωθυπουργού για κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και της εισφοράς αλληλεγγύης -αν και είχε διευκρινίσει ότι δεν θα γίνει μέσα στο 2020- αναμένεται να επαναληφθεί και φέτος, καθώς δεν θα καταργηθούν τελικά ούτε και το 2021.
Από την άλλη, κάποιες φορολογικές ελαφρύνσεις όντως έγιναν και οι μειώσεις στις εισφορές που θα άρχιζαν το ’20 όντως άρχισαν. Οι πρωθυπουργικές εξαγγελίες για την αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας με το επίδομα ύψους 2.000 ευρώ για τη γέννηση τέκνου επιβεβαιώθηκαν, καθώς αυτοί που έγιναν γονείς μέσα στο 2020 το πήραν. Το ίδιο ισχύει και για τη μείωση σε 13% του φορολογικού συντελεστή για βρεφικά είδη, παιδικά καθίσματα αυτοκινήτων και κράνη για μοτοσικλετιστές.
Στα θετικά θα πρέπει να πιστωθούν και η αναστολή του ΦΠΑ στις νέες οικοδομές και η έκπτωση ύψους 40% στις δαπάνες για ανακαίνιση ή αναβάθμιση υπαρχόντων κτιρίων.
Κάποια άλλα μένει να τα δούμε, όπως, παραδείγματος χάριν, τη δέσμευση του πρωθυπουργού για τη διατήρηση του έκτακτου επιδόματος των συνταξιούχων. Την περίφημη 13η σύνταξη, την οποία η Ν.Δ. κατηγορούσε τον ΣΥΡΙΖΑ ότι είχε δώσει ως «προεκλογικό μποναμά» πέρυσι.
Ανάπτυξη… του χρόνου;
Η βασικότερη, όμως, «υπόσχεση» του πρωθυπουργού πέρυσι και αυτή που είναι σίγουρο ότι θα επαναλάβει φέτος ήταν αυτή της ανάπτυξης. Περιγράφοντας το μείγμα πολιτικής της κυβέρνησης σημείωνε ότι πρόκειται για μια πολιτική η οποία δεν εστιάζει μόνο στις μειώσεις φόρων και στη στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος, αλλά δίνει πρωταρχική σημασία, πρωταρχική έμφαση, στην ισχυρή ανάπτυξη.
Ισχυρή ανάπτυξη, η οποία θα έρθει μόνο μέσα από κύμα ιδιωτικών επενδύσεων, ξένων αλλά και εγχώριων, που θα δημιουργήσουν πολλές θέσεις εργασίας και θα εξασφαλίσουν καλούς μισθούς σε όσο το δυνατόν περισσότερους Έλληνες. Αυτό οι Έλληνες δεν το είδαν.
Φυσικά, η πανδημία του Covid-19 έπαιξε σημαντικό ρόλο και αυτό το αναγνωρίζουν οι πάντες. Χωρίς, όμως, να είναι όλοι σίγουροι ότι αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος. Την ίδια αυτή «ανάπτυξη» θα την ψάξει η κυβέρνηση και μέσα στο 2021.