Το σενάριο λύσης που προωθούν Μέρκελ-Στόλτενμπεργκ για τα ελληνοτουρκικά είναι καθαρό και εχει γίνει απολύτως σαφές και στις δύο πλευρές, Αθήνα και Άγκυρα: Διμερής διάλογος, με κλειστό χρονοδιάγραμμα, και με τελικό στόχο την υπογραφή συνυποσχετικού για προσφυγή στη Χάγη σε διάστημα κάποιων μηνών.
Η Αθήνα και ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες απο ευρωπαϊκές πηγές, έχει αποδεχθεί το συγκεκριμένο πλαίσιο υπό τρεις όρους: Να αποσυρθεί το Oruc Reis από την ελληνική υφαλοκρηπίδα, να υπάρξει μορατόριουμ ενός μήνα και να έχει προκαθοριστεί το πλαίσιο του διαλόγου.
Ο Ταγίπ Ερντογάν, κατά τις ίδιες πληροφορίες, δηλώνει επίσης ότι αποδέχεται τον διάλογο και την προσφυγή στη Χάγη, αλλά πρέπει πρώτα να πει το «ναι» η Αθήνα για να αποσύρει τα πλοία του από την ανατολική Μεσόγειο. Επιχειρεί, εν ολίγοις, να δείξει ότι η Ελλάδα παίζει παιχνίδι προσχημάτων κι ότι είναι εκείνη που στην πραγματικότητα δεν θέλει τον διάλογο και τη λύση.
Το εάν απλώς αγοράζει χρόνο, το εάν μπλοφάρει και σε ποιον βαθμό, θα φανεί μέσα στις επόμενες μέρες και, το πολύ, μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες. Έως τότε θα έχει ξεδιπλωθεί πλήρως η νέα πρωτοβουλία Μέρκελ και θα έχει φανεί εάν ο τούρκος πρόεδρος θα παραμείνει στη γραμμή της ρητορικής μόνον κλιμάκωσης ή θα δοκιμάσει εμπράκτως και ευθέως τις έσχατες «κόκκινες γραμμές» της Ελλάδας.
Στο τελευταίο ενδεχόμενο δυο είναι τα σενάρια που θεωρούνται πιθανότερα τόσο από την κυβέρνηση όσο και από διπλωματικούς παράγοντες.
Το ένα είναι η έκδοση νέας τουρκικής ΝΑVTEX που θα δεσμεύει για έρευνες του Orus Reis την περιοχή σε ακτίνα 12 έως 6 μιλίων απο το Καστελόριζο.
Το δεύτερο είναι η χορήγηση άδειας στην ΤΡΑΟ, την τουρκική εταιρία υδρογονανθράκων, για έρευνα στην περιοχή του τουρκολυβικού συμφώνου. Πρόκειται για την κίνηση που προδιέγραψε προχθές η τουρκική φιλοκυβερνητική εφημερίδα Γενί Σαφάκ προαναγγέλοντας έρευνες στα έξι ναυτικά μίλια από την Κρήτη, τη Ρόδο ή την Κάρπαθο. Και στις δυο περιπτώσεις οι έρευνες στα 6 ναυτικά μίλια συνιστούν πλέον απειλή για την ίδια την κυριαρχία της χώρας, και όχι μόνον για τα κυριαρχικά της δικαιώματα, και «η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι επιχειρησιακή», όπως τονίζεται απο διπλωματικές πηγές.
Η πολεμική εμπλοκή είναι προφανές ότι δεν αποτελεί επιλογή της κυβέρνησης, στην κατάσταση διπλωματικού εγκλωβισμού όμως στην οποία έχει περιέλθει η Ελλάδα ουδείς αποκλείει πια το θερμό επεισόδιο εάν ο Ερντογάν αποφασίσει να φτάσει στα άκρα. Προς αποτροπή αυτής της εκδοχής, την οποία επίσης προφανώς δεν επιθυμούν ούτε η Γερμανία ούτε το ΝΑΤΟ, η διαμεσολάβηση Μέρκελ θα ενταθεί τις επόμενες μέρες ενώ νέες πρωτοβουλίες, τόσο προς την πλευρά της Άγκυρας όσο και προς την Αθήνα, αναμένονται και από την Ουάσιγκτον. Παράλληλα, στην εναγώνια προσπάθεια για σύναψη νέων και ισχυρότερων συμμαχιών, η κυβέρνηση στρέφεται και στο νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα – μαμούθ προσβλέποντας κυρίως στην αμυντική στήριξη της Γαλλίας.
Στο πλαίσιο αυτό τις τελευταίες ώρες διαρρέεται από το Μαξίμου ότι είναι πιθανή συνάντηση Μητσοτάκη – Μακρόν στο Παρίσι στις 10 Σεπτεμβρίου. Στόχος είναι να κλείσει εκεί η αμυντική συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας και στη συνέχεια ο Γάλλος πρόεδρος και ο Έλληνας πρωθυπουργός να μεταβούν μαζί στην Κορσική για τη σύνοδο των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου στις 12 του μήνα. Το ραντεβού στα Ιλίσια δεν έχει κλείσει ακόμη, κατά τις πληροφορίες πάντως η ελληνογαλλική συμφωνία θα παριλαμβάνει την αγορά μαχητικών Rafale και ίσως και πυραύλους μεσαίου και μεγάλου βεληνεκούς.
Σ’ αυτό το σκηνικό, πρώτη επιδίωξη της κυβέρνησης είναι να αποδώσουν οι παράλληλες πιέσεις πριν από τη σύνοδο κορυφής της 24ης Σεπτεμβρίου διότι ούτε εκεί αναμένεται να υπάρξει απόφαση άμεσης επιβολής ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Τουρκίας. Τα μηνύματα που φθάνουν από τις Βρυξέλλες λένε ότι οι κυρώσεις, υπό το βάρος της γερμανικής άρνησης ακόμη κι εάν αποφασιστούν απλώς θα παραπεμφθούν προς εφαρμογή στο μέλλον.