Μετά την ανάπαυλα ολίγον ημερών μπήκαμε στο δεύτερο μέρος της περιόδου όξυνσης της τουρκικής προκλητικότητας. Η Τουρκία, με πρόσχημα την συμφωνία για τον τμηματικό καθορισμό της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος – Αιγύπτου, προχώρησε στην συνέχιση των προκλητικών ενεργειών εξαγγέλλοντας την διενέργεια ερευνών στην περιοχή νοτίου της Καρπάθου, η οποία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Από την Δευτέρα 10 Αυγούστου δηλαδή την ημερομηνία κατά την οποία το 1920 η Ελλάδα υπέγραψε την συμφωνία των Σεβρών, το τουρκικό ερευνητικό σκάφος Oruc Reis με την συνοδεία σκαφών του τουρκικού πολεμικού ναυτικού εισήλθε στα όρια της ελληνικής ΑΟΖ στο σημείο επαφής με την Κυπριακή ΑΟΖ ενώ κατά την ώρα συγγραφής του παρόντος, το τουρκικό ερευνητικό σκάφος συνέχισε να πλέει 52 με 55 ναυτικά μίλια νοτίου της Καρπάθου και θεωρείται ότι κατάσταση βαίνει προσωρινά προς εκτόνωση.
Με δηλώσεις του ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Μελβούτ Τσαβούσογλου προανήγγειλε πρόσθετες έρευνες σε Ρόδο, Κάρπαθο, Κρήτη στα τέλη Αυγούστου ενώ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να διενεργηθούν έρευνες και δυτικά των νησιών.
Η αντίδραση της ελληνικής κυβερνήσεως είναι κατά κύριο λόγο διπλωματική εμμένοντας στην πολιτική της μη κλιμάκωσης της κρίσης, αποστέλλοντας παράλληλα δυνάμεις του πολεμικού Ναυτικού στην περιοχή. Οι δηλώσεις ανακούφισης, περί μη διενέργειας ερευνών λόγω θορύβου των παραπλέοντα σκαφών καθώς και ότι τα τουρκικά σκάφη έχουν αποχωρήσει από την οριοθετημένη με την Αίγυπτο ΑΟΖ (χωρίς να διευκρινίζεται τι γίνεται με την υπόλοιπη ΑΟΖ) περισσότερο ανησυχία για τις μελλοντικές εξελίξεις δημιουργεί παρά καθησυχάζουν
Αναλύοντας την μέχρι τώρα αντίδραση διαπιστώνεται ότι, η Αθήνα θέλει να αντιμετωπίσει την τουρκική προκλητικότητα με μη στρατιωτικά μέσα γεγονός που δίνει έδαφος στην τουρκική προκλητικότητα. Δυστυχώς οι εν Ελλάδι κρατούντες εκείνο που δεν θέλουν να κατανοήσουν είναι ότι αυτή την στιγμή χρειάζεται να δοθεί έμπρακτα ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς την Άγκυρα το οποίο θα τονίζει την πρόθεσή της να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα στην περιοχή με οποιοδήποτε κόστος. Είναι ξεκάθαρο ότι με την τελευταία προκλητικότητά της η Άγκυρα προσπαθεί να δηλώσει ότι η περιοχή αυτή είναι αμφισβητούμενη ως προς την δικαιοδοσία της ΑΟΖ.
Οι τουρκικές αυτές προκλητικές ενέργειες κρίνεται ότι αποτελούν ως τουρκική αντίδραση στην τμηματική οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο Η συναφθείσα συμφωνία είναι καλή ή τουλάχιστον η καλύτερη που στην παρούσα συγκυρία μπορούσε να υπογραφεί. Ωστόσο όμως η συμφωνία αυτή έχει ένα σημαντικό μειονέκτημα καθώς αφορά μεταξύ άλλων την περιοχή δυτικά του 28ου παράλληλου αφήνοντας την περιοχή ανατολικά του 28ου παράλληλου σε ασάφεια. Η Τουρκία εκμεταλλευόμενη το εν λόγω μειονέκτημα αυτής της συμφωνίας προβαίνει σε αυτές τις ενέργειες.
Με βάση την διαμορφωθείσα κατάσταση ιδιαίτερα μετά την υπογραφή του παράνομου Τουρκολιβυκού μνημονίου, η μόνη η λύση για να ανακοπούν οι επιδιώξεις της Τουρκίας ήταν η οριοθέτηση της Ελληνικής ΑΟΖ με επίσημες διμερείς συμφωνίες. Προς την κατεύθυνση αυτή έγιναν η διμερής συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Ιταλία και η τμηματική οριοθέτηση με την Αίγυπτο. Ωστόσο όμως δεν έγινε η κρίσιμη ενέργεια που θα ακύρωνε επί της ουσίας τις τουρκικές διεκδικήσεις και δεν είναι άλλη από την υπογραφή συμφωνίας οριοθέτησης της ΑΟΖ με την Κύπρο. Τι άραγε εμποδίζει Ελλάδα και Κύπρο να οριοθετήσουν την ΑΟΖ;
Είναι πασιφανές ότι, η πολιτική της Τουρκίας έγκειται στο γεγονός ότι δεν επιθυμεί να προκαλέσει ένα θερμό επεισόδιο στο οποίο να θεωρείται υπαίτια και το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται με την εμπλοκή μέχρι στιγμής μονάδων του τουρκικού πολεμικού ναυτικού που δεν θεωρούνται ως μονάδες αιχμής. Εκείνο που επιθυμεί είναι να οδηγηθούν τα πράγματα σε ένα ιδιότυπο αδιέξοδο που να προκληθεί παρέμβαση του ξένου παράγοντα, (με ένα ενδεχόμενο αίτημα της Ελλάδας) και να συρθεί η Ελλάδα σε έναν διάλογο με ατζέντα τις επιδιώξεις της σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Επιπροσθέτως δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι υπάρχουν χώρες όπως η Γερμανία με ισχυρά οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα στην Τουρκία οι οποίες προωθούν την διεξαγωγή ενός διαλόγου με την Τουρκία αφήνοντας ανοικτή την ατζέντα.
Η Ελλάδα στην παρούσα συγκυρία, είτε αυτό αρέσει είτε αυτό δεν αρέσει στους κρατούντες, θα πρέπει να αποφύγει πάση θυσία τον διάλογο και να εμμείνει με αποφασιστικότητα στην γραμμή προάσπισης ρισκάροντας έστω το ενδεχόμενο θερμής πρόκλησης. Η χώρα με την στάση αυτή, αφενός μεν καθίσταται αξιόπιστος γεωπολιτικά παράγοντας στην περιοχή καθώς κάνει πράξη αυτά που εννοεί και αφετέρου δε, η ελληνική αντίδραση θα καταστεί ένας παράγοντας στην εξίσωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων ο οποίος δεν θα μπορεί να αγνοηθεί τόσο από την Τουρκία όσο και από τον διεθνή περίγυρο. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό από τους εν Ελλάδι κρατούντες πως, η επίκληση του Διεθνούς Δικαίου σε φίλους, σε συμμάχους και στους διεθνείς οργανισμούς, από μόνη της δεν έχει να προσφέρει τίποτα εάν δεν συνοδεύεται από μια έμπρακτη απόδειξη της βούλησης για την προάσπιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Θα πρέπει επιτέλους η Ελλάδα να εγκαταλείψει την φοβική πολιτική της μεταπολιτεύσεως που την οδήγησαν να θεωρείται από τον εξωτερικό περίγυρο ως ο αδύναμος κρίκος των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η στάση του διεθνούς περίγυρου δείχνει πασιφανέστατα ότι σε μια ελληνοτουρκική κρίση είμαστε και θα είμαστε μόνοι μας. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το εύρος της Ελληνικής ΑΟΖ και το ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον σε Βαλκάνια και Ανατολική Μεσόγειο επιβάλλει την διατήρηση αξιόμαχων ενόπλων δυνάμεων. Ασφαλώς οι ένοπλες δυνάμεις μας σήμερα είναι αξιόμαχες διαθέτοντας εξοπλισμό και υψηλής ποιότητας στελεχιακό δυναμικό και είναι σε θέση να προασπίσουν αποτελεσματικά την εθνική κυριαρχία. Ωστόσο όμως, η διατήρηση του αξιόμαχου των ενόπλων δυνάμεων καθιστά αναγκαία τη κατάρτιση και υλοποίηση ενός εξοπλιστικού προγράμματος ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων με οπλικά συστήματα τελευταίας τεχνολογίας δίνοντας ίσως μια λίγο μεγαλύτερη έμφαση στις αεροναυτικές δυνάμεις. Θα πρέπει, έστω και σε αυτή την δύσκολη οικονομική συγκυρία, να ευρεθούν και να δεσμευτούν πιστώσεις οι οποίες θα υπερβαίνουν τις σημερινές ανεπαρκείς διατιθέμενες πιστώσεις για την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων σε εξοπλισμό. Για τον εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων θα πρέπει να αξιοποιηθεί η συναφθείσα αμυντική συνεργασία με τις Η.Π.Α. για την διάθεση μεταχειρισμένου στρατιωτικού εξοπλισμού καθώς και η στρατηγική σχέση με το Ισραήλ διότι είναι γνωστές οι υψηλές επιδόσεις της αμυντικής βιομηχανίας της χώρας αυτής. Η παρούσα κυβέρνηση μετά τις δυσκολίες στην υπόθεση προμήθειας φρεγατών τύπου Bellhara, θα πρέπει να προσέξει να μην διαρραγούν οι παραδοσιακά καλές σχέσεις μας με την Γαλλία καθώς η χώρα αυτή αποτελεί παραδοσιακό προμηθευτή σε εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων και στο ελληνικό οπλοστάσιο υπάρχουν γαλλικά οπλικά συστήματα κρίσιμα για την άμυνα τις χώρας (αεροσκάφη Mirage-2000-5MK.2, υποστρατηγικοί πύραυλοι κρούσης Scalp, αντιπλοϊκοί πύραυλοι exocet κ.λπ.) και η υποστήριξη αυτών κάτι παραπάνω από αναγκαία.
Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο πως το προσεχές χρονικό διάστημα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για την χώρα καθώς δεν κρίνεται μόνο η εθνική μας κυριαρχία αλλά και η ίδια η γεωπολιτική υπόσταση της χώρας στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων για τις επόμενες δεκαετίες. Ελπίζουμε η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός να έχουν αντιληφθεί ή να αντιληφθούν εγκαίρως το μέγεθος του διακυβεύσαντος. Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό πως η εξωτερική πολιτική δεν ασκείται με όρους επικοινωνίας, δηλαδή με όρους το πώς θα το εκλάβουν οι πολίτες, αλλά ασκείται με όρους ουσίας πράξεων και ενεργειών με στόχο την προάσπιση των συμφερόντων της χώρας.