Στη δημοσκόπηση της Marc που παρουσίασε χθες το βράδυ ο Alpha η πολιτική κυριαρχία Μητσοτάκη επαναβεβαιώνεται, η ψαλίδα των 21 plus μονάδων υπέρ της κυβέρνησης παγιώνεται και η ΝΔ εμφανίζεται να συγκεντρώνει ποσοστό 41,6% έναντι 20,4% του ΣΥΡΙΖΑ. Παραδόξως, στην ίδια δημοσκόπηση, παρά τα σαρωτικά ποσοστά υπέρ της κυβέρνησης, οι πολίτες εμφανίζονται ιδιαίτερα ανήσυχοι για την οικονομική τους κατάσταση: Το 64,7% θεωρεί πολύ ή αρκετά πιθανό να υποστεί μείωση αποδοχών λόγω κορονοϊού και το 61,1% ανησυχεί και για επιδείνωση των συνθηκών εργασίας. Επίσης, πάνω από ένας στους δύο έλληνες – το 51,4% – δηλώνει ότι δεν θα πάει φέτος ούτε καν ολιγοήμερες διακοπές.
Εξίσου παραδόξως ίσως, οι ίδιοι πολίτες που ανησυχούν για επιδείνωση της οικονομικής και εργασιακής τους κατάστασης βλέπουν θετικά ή μάλλον θετικά – σε ποσοστό 51,4% – τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης των εργαζομένων και των επιχειρήσεων. Είτε πρόκειται για δημοσκοπικό διπολισμό, είτε για εμπέδωση της θέσης «για όλα φταίει ο κορονοϊός», και η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση έχουν λόγους να προσπεράσουν τι όποιες παραδοξότητες και να ανησυχήσουν με τα ποιοτικά στοιχεία (και αυτής) της έρευνας.
Για την μεν κυβέρνηση ο επίμονος φόβος που καταγράφεται σε όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις για την οικονομία και την εργασία δείχνει ότι η περίοδος «χάριτος» του κορονοϊού και της επικοινωνιακής διαχείρισης της ύφεσης φθάνει οσονούπω στο τέλος της. Διότι η οικονομία μπορεί ενίοτε να είναι «κλίμα», είναι όμως και ο αριθμοί.
Το «κλίμα» και το κυβερνητικό αφήγημα επί το παρόντος λέει πως η ύφεση θα είναι οξεία αλλά εξίσου έντονη θα είναι και η ανάκαμψη, λέει πως έρχονται τα ευρωπαϊκά δισεκατομμύρια – πότε, με ποιους όρους και με ποιες δεσμεύσεις άραγε; – του Ταμείου Ανάκαμψης, όπως λέει και ότι έρχονται και «στρατηγικές επενδύσεις» 1,1 δισ. ευρώ μαζί με 3.300 θέσεις εργασίας.
Οι αριθμοί, την ίδια ώρα λένε πως τα φορολογικά έσοδα κατέρρευσαν στο πρώτο εξάμηνο του έτους, πως το πρωτογενές έλλειμμα έφθασε στα 5,86 δις – δηλαδή τρέχει ήδη με ετήσιο ρυθμό πάνω από 3,5% -, και πως η ύφεση στην καλύτερη περίπτωση θα είναι της τάξης του 8%, δηλαδή θα φθάσει στα ίδια επίπεδα με εκείνα της χειρότερης μνημονιακής χρονιάς, του 2012. Η τελευταία που το είπε αυτό ήταν η HSBC στην έκθεσή της με την οποία προέβλεψε ασθενέστερη από την προσδοκώμενη ανάκαμψη το 2021 και εκτίμησε ότι το καλύτερο δυνατό σενάριο για τον τουρισμό φέτος είναι μια μείωση εσόδων της τάξης του 50%. Οι ξενοδόχοι και οι παράγοντες της τουριστικής αγοράς τα λένε ακόμη χειρότερα, με βάση τα έως τώρα δεδομένα βλέπουν τον τζίρο το πολύ στο 25% των περσινών 18 δις ευρώ, και οι πληροφορίες αναφέρουν πως στο υπουργείο Οικονομικών γίνονται ήδη δημοσιονομικές ασκήσεις επί χάρτου με σενάριο απόδοσης του τουρισμού μόλις στο 15% των επιπέδων του 2019.
Η – πρόσφατη – ιστορία επίσης λέει ότι σπανίως το «κλίμα» παράγει πολιτικό αποτέλεσμα διαρκείας εάν δεν ευδοκιμήσουν και οι αριθμοί. Και τούτου δοθέντος, στο κυβερνητικό επιτελείο μάλλον πρέπει να αναζητούν ήδη νέο αφήγημα και να προετοιμάζονται για διαχείριση παράλληλης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης το φθινόπωρο.
Εως τότε, στον ΣΥΡΙΖΑ ο προβληματισμός θα συνεχίσει να εστιάζει στο επίμονο ποσοστό των αναποφάσιστων και αποστασιοποιημένων ψηφοφόρων – ένα ποσοστό, που στην μέτρηση της Marc φθάνει στο 14% και σε όλες τις δημοσκοπήσεις κινείται σταθερά σε διψήφια νούμερα.
Ως απλός αριθμός παραπέμπει επίμονα στα ποσοστά που λείπουν σήμερα από την αξιωματική αντιπολίτευση για να φθάσει το 32% των εκλογών του περσινού Ιουλίου. Ως πολιτικό στοιχείο μπορεί και να σημαίνει ότι εάν όντως υπάρχει σχέδιο «περιορισμού» του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα κόμμα με απήχηση 20% έως 25% όπως είπε ο Γιάννης Δραγασάκης, τότε – προσώρας τουλάχιστον – αυτό το σχέδιο αποδίδει. Είτε γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει «δέσει» ακόμη την σχέση του με εκείνο το τμήμα της κοινωνίας που τον έκανε κυρίαρχο στην κεντροαριστερά πέρσι το καλοκαίρι, είτε γιατί δεν έχει καταθέσει πειστικό εναλλακτικό πρόγραμμα απέναντι στις μείζονες οικονομικές προκλήσεις, είτε γιατί το αντίπαλο στρατόπεδο τραυματίζει, αδίκως ή δικαίως, το ηθικό του πλεονέκτημα. Ό,τι απ’ όλα κι εάν ισχύει – όλα μαζί, το πιθανότερο –, το δεδομένο είναι πως δεν υπάρχει απεριόριστος πολιτικός χρόνος ούτε για την αξιωματική αντιπολίτευση. Κι εάν ο Σεπτέμβρης θα είναι δύσκολος για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, θα είναι εξίσου πιεστικός και για τον Αλέξη Τσίπρα. Με κοινωνικά αιτήματα που θα υπερβαίνουν κατά πολύ την αποκρυστάλλωση της ιδεολογικής ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ…