Η ιστορία των Greek statistics ξεκίνησε κάπου στο μακρινό 2004 με την απογραφή Αλογοσκούφη, πέρασε μέσα από την επιχείρηση αναθεώρησης του ελληνικού ΑΕΠ κατά… 27% το 2007 και κορυφώθηκε στο, αλήστου μνήμης, φθινόπωρο του 2009. Τότε, τον Σεπτέμβριο η κυβέρνηση Καραμανλή, κόντρα στα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας και τις προειδοποιήσεις Προβόπουλου, έδινε το έλλειμμα στο 3,7%. Έναν μήνα αργότερα, και συγκεκριμένα μόλις δύο ημέρες πριν από τις εκλογές, το υπουργείο Οικονομικών έστελνε στην Eurostat στοιχεία με πρόβλεψη για έλλειμμα 6%, και στα τέλη Οκτωβρίου η νέα κυβέρνηση Παπανδρέου ανακοίνωνε έλλειμμα 12,5%.
Ηταν τότε που ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ είπε το περίφημο «the game is over», αλλά η ιστορία της ελληνικής δημιουργικής λογιστικής δεν είχε ακόμη αποκαλυφθεί στην πλήρη έκτασή της. Τον Απρίλιο του 2010, η Eurostat ανακοίνωσε πως το έλλειμμα του 2009 ήταν τελικά 13,6%, τον Νοέμβριο του 2010 το έλλειμμα του 2009 αναθεωρήθηκε στο 15,4% του ΑΕΠ, για να καταλήξει έναν χρόνο μετά στο 15,8%.
Αυτή την ιστορία η Ελλάδα την πλήρωσε με μια χρεοκοπία και τρία Μνημόνια. Το εν λόγω τίμημα όμως δεν φαίνεται να συγκινεί, ούτε τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ούτε τον Χρήστο Σταϊκούρα. Αμφότεροι, μαζί με την ΕΛΣΤΑΤ, φλερτάρουν με την νέα εκδοχή των Greek statistics – είτε βαφτίζοντας ανάπτυξη την καραμπινάτη ύφεση, είτε μειώνοντας, με μαγικό τρόπο, την ανεργία εν μέσω lockdown και πανδημίας και «εξαφανίζοντας» περισσότερους από 400.000 ανέργους.
Xθες στην Βουλή ο Αλεξης Τσίπρας κατέθεσε τα στοιχεία της Eurostat που αποδεικνύουν ότι η ύφεση στην Ελλάδα δεν ήρθε τώρα αλλά ήταν παρούσα από τα τέλη του 2019, και πως δεν προέκυψε ως συνέπεια του κορονοϊού αλλά την είχε ήδη φέρει, τρεις μήνες νωρίτερα, η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. : Πρόκειται για τα στοιχεία που (σε τριμηνιαία βάσης σύγκρισης) δείχνουν ύφεση -0,7% στο τέταρτο τρίμηνο του 2019 και -1,7 στο πρώτο τρίμηνο του 2019.
«Η περιβόητη ύφεση στην οποία αναφέρεστε δεν είναι ύφεση αλλά ανάπτυξη», του απάντησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, προσθέτοντας ότι η ελληνική οικονομία «αναπτύχθηκε κατά 1% στο τελευταίο τρίμηνο του 2019 και συρρικνώθηκε μόλις κατά 0,9%» στο πρώτο τρίμηνο του 2020.
Τι έκανε ο πρωθυπουργός; Χρησιμοποίησε, αντί για τα στοιχεία της τριμηνιαίας εξέλιξης του ΑΕΠ, τα συγκριτικά στοιχεία σε βάση από χρόνο σε χρόνο: Συνέκρινε το τελευταίο τρίμηνο του 2019 με το αντίστοιχο του 2018 και το πρώτο τρίμηνο του 2020 με το πρώτο τρίμηνο του 2019, για να υποστηρίξει ότι η οικονομία δεν είχε μπει σε ύφεση προ κορονοϊού αλλά τελούσε σε τροχιά… δυναμικής ανάπτυξης.
Ουδέν ψευδέστερο. Διότι ακόμη και το τελευταίο εγχειρίδιο βασικών αρχών της οικονομίας δίνει ως τεχνικό ορισμό της ύφεσης τη συρρίκνωση του ΑΕΠ επί δύο συνεχόμενα τρίμηνα. Εάν αυτό δεν το γνωρίζει ο κ. Μητσοτάκης είναι σίγουρο πως το γνωρίζει ο κ. Σταϊκούρας, ο οποίος δίνει μάλλον με επιτυχία τις δικές του εξετάσεις εισόδου στον κόσμο των «γαλάζιων» Greek statistics.
Ανάλογη αλχημεία έκανε μία μέρα νωρίτερα και η ΕΛΣΤΑΤ, πετυχαίνοντας το μοναδικό στον κόσμο: Να μειώσει κατά 200.000 τους ανέργους τον Μάρτιο και να ρίξει το ποσοστό της ανεργίας από το 18,1% του Φεβρουαρίου στο 14,4%. Στην πραγματικότητα η ΕΛΣΤΑΤ βρήκε τη μέθοδο να εξαφανίσει 417.723 ανέργους, καθώς με βάση τα δικά της στοιχεία οι άνεργοι τον Μάρτιο ήταν μόλις 653.686 άτομα ενώ, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΑΕΔ οι εγγεγραμμένοι άνεργοι τον Μάρτιο ήταν 1.071.409.
Πώς το πέτυχε αυτό; Αξιοποίησε το μοντέλο της διεθνούς μεθοδολογίας που ορίζει πως για να θεωρείται κάποιος άνεργος πρέπει να πληροί τρεις προϋποθέσεις: Να μην έχει δουλειά, να αναζητά εργασία και να είσαι άμεσα διαθέσιμος να αναλάβει δουλειά. ´Οσοι δήλωσαν μη «άμεσοι διαθέσιμοι» για δουλειά λόγω της καραντίνας και του locdown, βγήκαν αυτομάτως από την λίστα των ανέργων και μπήκαν στην κατηγορία του «μη οικονομικά ενεργού πληθυσμού».
Σε πρώτο χρόνο, είναι προφανές ότι τα «Greek statistics Μητσοτάκη» επιστρατεύονται ως εργαλείο εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης. Σε δεύτερο, και ουσιαστικό επίπεδο, έχει ενδιαφέρον το εάν η κυβέρνηση συνειδητοποιεί πως, ενίοτε, η ιστορία επιστρέφει και εκδικείται. Και πως η πλασματική εικόνα που παρουσιάζει μπορεί να κοστίσει στη χώρα: Είτε σε μειωμένες κοινοτικές χρηματοδοτήσεις –τόσο από το πρόγραμμα SURE κατά της ανεργίας, όσο και από το Ταμείο Ανάκαμψης -, είτε σε διαπραγματευτικά όπλα όταν θα ζητά επανεξέταση του στόχου για τα πλεονάσματα το 2021.