Ο αποκλεισμός της Ελλάδας από τη Διάσκεψη του Βερολίνου για την επίλυση της εμφύλιας κρίσης στη Λιβύη από Μέρκελ και Πούτιν, κατόπιν αιτήματος του Ερντογάν για μία ακόμα φορά, κατέδειξε την οδυνηρή πραγματικότητα για τη χώρα μας, στη σημερινή παγκόσμια γεωπολιτική ρευστότητα. Παρά τις ρητορείες και τα φληναφήματα του πολιτικού προσωπικού εξουσίας, πρωτίστως για εσωτερική κατανάλωση, τίποτα δεν μπορεί να κρύψει τις αλήθειες, με τις οποίες οφείλουμε, ως έθνος, να πορευθούμε και να αναδιοργανωθούμε, πριν επέλθουν εθνικοί “ακρωτηριασμοί”.
Πρώτον, δεν μπορούν, πλέον, ούτε ως ψευδαισθήσεις να σταθούν τα, μέχρι τώρα, αφηγήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, περί υπάρξεως “ομπρέλας προστασίας” λόγω της ένταξης της χώρας στην EΕ, στο ΝΑΤΟ κ.λπ. Και αυτό δεν αφορά μόνο τη Γερμανία, η οποία, για μια ακόμα φορά, ως παραδοσιακή πιστή σύμμαχος της Τουρκίας, φέρεται δολίως απέναντι στην Ελλάδα. Την απέκλεισε από τη Διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη, ενεργώντας ως προστάτης των τουρκικών συμφερόντων απέναντι σε μία χώρα, που είναι μέλος της ΕΕ, αλλά αφορά και τους υπόλοιπους ισχυρούς παράγοντες και “αρμούς” της Δύσης στη σημερινή ρευστή γεωπολιτική περίοδο.
Το ΝΑΤΟ τηρεί στάση επιτήδειας ουδετερότητας, η οποία, όμως, μετατρέπεται σε φιλοτουρκική στάση, αφού η Τουρκία παραβιάζει κατάφωρα το Διεθνές Δίκαιο, λόγω του αναθεωρητικού επιθετικού οίστρου της. Την ίδια στάση ουδετερότητας τηρούν και οι ΗΠΑ, όπως φάνηκε εμφατικά και στο τελευταίο ταξίδι του Έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσινγκτον και αυτό, παρά τα “χαστούκια” του Ερντογάν προς αυτές (αγορά των S-400 από τη Ρωσία και επιθετική φρασεολογία εναντίον τους).
Αποδεικνύεται, αντικειμενικά, ότι η φερόμενη ως εθνική στρατηγική της Ελλάδας (“ανήκομεν εις την Δύσιν”) με την έννοια του δεδομένου “κράτους-πελάτη”, όχι μόνο δεν αποτελεί πλέον ομπρέλα προστασίας για τα εθνικά μας θέματα, αλλά, πιθανότατα, μπορεί να μετατραπεί και σε θηλιά στον λαιμό της, λόγω της προσφοράς αυτής ως “θύματος” κατά την επίλυση των πολύπλοκων αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων στην περιοχή.
Ειδικότερα, για τον δόλιο ρόλο της Γερμανίας, στα εθνικά μας θέματα, είχε αναφερθεί προφητικά ο Παναγιώτης Κονδύλης, το 1993, στο επίμετρο του βιβλίου του Θεωρία του Πολέμου. Εκεί τόνιζε ότι όταν η Ελλάδα θα αναγκαστεί να αναζητήσει οικονομική προστασία, λόγω της προβλεπόμενης από αυτόν χρεωκοπίας, από την Ευρώπη (εννοώντας την Γερμανία κατά κύριο λόγο), τότε θα τεθούν σε μεγάλο κίνδυνο τα εθνικά μας θέματα, λόγω και της παραδοσιακής φιλοτουρκικής πολιτικής από την Γερμανία.
Υποταγμένη πλην προβλέψιμη Ελλάδα
Δεύτερον, η, μέχρι τώρα, ακολουθούμενη πολιτική της Ελλάδας ως πιστής και προβλέψιμης συμμάχου των ΗΠΑ και μέλους του ΝΑΤΟ και η πλήρης υποταγή της στα ξένα δυτικά κέντρα (πρωτίστως στης Γερμανίας, λόγω της οικονομικής μας χρεωκοπίας), έχει αρνητικότατες συνέπειες για τα εθνικά θέματα. Και αυτό, γιατί οι δύο τελευταίες κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, έχοντας δηλώσει την πλήρη υποταγή τους στις ΗΠΑ, μετέτρεψαν τη χώρα σε εκτελεστικό όργανο των ξένων συμφερόντων.
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία υπαγόρευσαν οι ΗΠΑ και η Γερμανία, με την οποία αφενός θίχτηκαν σοβαρά εθνικά συμφέροντα (αναγνωρίσαμε στο γειτονικό κράτος μακεδονική εθνότητα και γλώσσα), αφετέρου υπήρξε το πλαίσιο διάρρηξης των σχέσεων μας με την Ρωσία, της οποίας απελάσαμε απροειδοποίητα δύο διπλωμάτες, που, υποτίθεται, κινούνταν εναντίον της συμφωνίας!
Αυτό, σε συνδυασμό με την εσπευσμένη και υπαγορευμένη αναγνώριση του αυτοκέφαλου της Ουκρανικής Εκκλησίας από την Εκκλησία της Ελλάδος, έχουν δημιουργήσει συνθήκες “πάγου” με τη Ρωσία. Αυτή η εξέλιξη αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο για τα ελληνικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή. Παρατηρούμε, χωρίς καμία αντίδραση, τον Πούτιν να έχει μετατραπεί σε μεγάλο προστάτη των τουρκικών συμφερόντων τόσο στη Συρία, όσο και στη Λιβύη.
Στη μεν Συρία αυτό έγινε μετά το ξεπούλημα των Κούρδων από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, εγκαθιστώντας έτσι τον Ερντογάν εντός του συριακού εδάφους. Στη δε Λιβύη, από ταραξίας του διεθνούς δικαίου και των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας περί μη αποστολής στρατιωτικών δυνάμεων, μετατρέπεται (ελέω Πούτιν και Μέρκελ) σε εγγυητή της επιδιωκόμενης κατάπαυσης του πυρός στον λιβυκό εμφύλιο πόλεμο.
Κατόπιν απαίτησης Ερντογάν
Σύμφωνα δε με αξιόπιστες πληροφορίες, ο αποκλεισμός της Ελλάδας από τη Διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη οφείλεται σε απαίτηση Ερντογάν, στην προσπάθειά του προφανώς, να νομιμοποιήσει, εμμέσως πλην σαφώς, την παράνομη τουρκολιβυκή συμφωνία, με την οποία προσβάλλονται άμεσα τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Γίνεται αντιληπτό ότι στη σημερινή εποχή του λεγομένου “φθινοπώρου της αμερικανικής ηγεμονίας”, οι ΗΠΑ αποσύρονται σταδιακά από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, μετά την κατάρρευση της στρατηγικής της λεγόμενης Αραβικής Άνοιξης. Τη θέση τους καταλαμβάνει η Ρωσία με τη σύμπραξη της επιθετικής αναθεωρητικής Τουρκίας. Σ’ αυτή τη συγκυρία το πάγωμα των ελληνορωσικών σχέσεων αγγίζει τα όρια της εθνικής ηλιθιότητας.
Τρίτον, εκ των ανωτέρω πραγματικών συνθηκών στην ευρύτερη περιοχή, συνάγεται ότι η Ελλάδα απέναντι στον άμεσο τουρκικό κίνδυνο είναι μόνη της. Ουδείς τρίτος θα παρέμβει, προκειμένου να αντιμετωπισθεί τυχόν επιχείρηση παραβίασης αμέσων κυριαρχικών δικαιωμάτων της από την Τουρκία, όπως η τελευταία προαναγγέλλει, αποστέλλοντας ερευνητικά σκάφη και γεωτρύπανα στην ελληνική ΑΟΖ νοτίως της Κρήτης και στην περιοχή του Καστελλόριζου, τις οποίες επιχειρεί να ενσωματώσει με το παράνομο και ανυπόστατο τουρκολιβυκό σύμφωνο.
Αυτή η πικρή γυμνή αλήθεια κονιορτοποιεί τη επί δεκαετίας καταστροφική κατευναστική πολιτική της εγχώριας πολιτικοοικονομικής ελίτ, κυρίως κατά την ύστερη περίοδο της Μεταπολίτευσης και κατά την περίοδο της μνημονιακής κηδεμονίας. Η ίδια αλήθεια επιβάλλει νέες άμεσες εθνικές υποχρεώσεις για την προστασία των δικαιωμάτων του Ελληνισμού στην περιοχή. Επιβάλλει πρωτίστως μια νέα εθνική στρατηγική, η οποία θα στοχεύει στην ισχυροποίηση της αποτρεπτικής δυνατότητας της χώρας έναντι του τουρκικού επιβολέα.
Ο χρόνος μετράει αντίστροφα
Μία τέτοια αποτρεπτική στρατηγική προϋποθέτει την ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, την επιθετική ενεργοποίηση της ελληνικής διπλωματίας εν μέσω των σημερινών ρευστών συνθηκών και την πολιτική εθνική ομοψυχία στο εσωτερικό της χώρας. Αναγκαία συνθήκη για τα παραπάνω είναι η αποτίναξη του ρόλου της χώρας από αυτό της “αποικίας χρέους” ή του “κράτους-πελάτη” και η μετατροπή της έναντι φίλων και εχθρών σε αυτόνομο κυρίαρχο κράτος. Ένα κράτος που θα κινείται με βάση το διεθνές δίκαιο, το οποίο, όμως, πρέπει την ίδια ώρα, να είναι σε θέση να το επιβάλλει, στις περιπτώσεις εκείνες που τρίτοι το προσβάλλουν σε βάρος της.
Σ’ αυτή την κρίσιμη καμπή, η οποία μοιάζει με “τυφώνα” και οδηγεί σε επικίνδυνες ατραπούς, βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα. Αποδυναμωμένη οικονομικά, με ηγεσίες σε πολιτικό, οικονομικό και πνευματικό επίπεδο κατώτερες των εθνικών και κοινωνικών περιστάσεων, καθεύδει σε ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο μονοπάτι. Αρνητικό παράγοντα σ’ αυτή την εξέλιξη αποτελεί και η θρυμματισμένη εικόνα του αντιστασιακού χαρακτήρα του ελληνικού λαού, που, μετά την περίοδο της Μεταπολίτευσης, δείχνει να είναι γονατισμένος από την στοχευμένη, όπως φαίνεται, εσωτερική υποδούλωσή του.
Η Ελλάδα, αντί μιας ψευδεπίγραφης μνημονιακής κανονικότητας, που την περιορίζει στις ράγες της παρακμής, απαιτείται να υπερβεί αυτή την κατάσταση μέσω ενός εθνικού παραγωγικού σχεδίου και της πρόταξης εθνικών στόχων για την συνολική αναγέννησή της. Σημαντικός παράγοντας για την επίτευξη αυτού, αποτελεί η εθνική ενότητα και η ενίσχυση του πατριωτισμού, ο οποίος έχει πληγεί από την κυριαρχία των ιδεών του νεοφιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού και του ψευδοαριστερόστροφου εθνομηδενισμού, που κυριάρχησαν τις τελευταίες δεκαετίες. Πατριωτισμός όμως χωρίς ανάπτυξη, κοινωνική δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, είναι άδειο πουκάμισο.
Τον μεγάλο αυτό εθνικό στόχο μπορεί να επωμισθεί μόνο ένα νέο δημοκρατικό πατριωτικό πολιτικό υποκείμενο ανατροπής, πέραν της υπάρχουσας ελλιποβαρούς εξουσιαστικής κομματοκρατίας. Όμως, ο χρόνος για τη δημιουργία ενός τέτοιου πολιτικού υποκειμένου από τις δημοκρατικές πατριωτικές δυνάμεις τρέχει αντίστροφα, αφού η ξενοκρατία εδραιώνεται σε όλα τα επίπεδα, η νεολαία μεταναστεύει, η παραγωγική βάση της χώρας συρρικνώνεται και η γεωπολιτική αδυναμία της Ελλάδος διευρύνεται.