«Έχω συναντηθεί αρκετές φορές με την καγκελάριο της Γερμανίας και εκτιμώ ότι χτίζω μια καλή σχέση μαζί της. Επίσης, έχω συναντηθεί με τον Δρ. Σόιμπλε και είχαμε μια ειλικρινή συζήτηση. Συμφωνήσαμε να μην δημοσιοποιήσουμε το περιεχόμενο της συζήτησης. Και οι δύο πλευρές τήρησαν το λόγο τους. Αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο για την οικοδόμηση της εμπιστοσύνης. Οι καλές προσωπικές σχέσεις είναι σημαντικές. Τις δημιουργείς πρωτίστως όταν δεν υπόσχεσαι πολλά, αλλά φέρνεις αποτελέσματα. Είμαι πολύ προσεκτικός σε όλες τις δημόσιες τοποθετήσεις μου, και δεν πρόκειται να επαναλάβω όλα τα λάθη που ο κ. Τσίπρας έκανε, όταν έλεγε ότι θα σκίσει τα μνημόνια. Είναι κομβικό ζήτημα για εμένα η οικοδόμηση της αξιοπιστίας μου και της αξιοπιστίας της κυβέρνησής μου. Επιπλέον, δεν επιθυμώ να γίνω ένας πρωθυπουργός που στις Συνόδους Κορυφής μιλάει αποκλειστικά για την Ελλάδα. Η Ευρώπη αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις».
Αυτά δήλωσε μεταξύ άλλων στην γερμανική εφημερίδα FAZ ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Με λίγα λόγια ο πρόεδρος της ΝΔ ομολογεί πως συνομιλεί μυστικά με τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών, Βόλγκανγκ Σόιμπλε και το χειρότερο, έχει δεσμευτεί στην γερμανική πλευρά να μην αποκαλύψει το περιεχόμενο των συνομιλιών του. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να απαιτήσει επιτακτικά να γνωστοποιηθεί τι περιλαμβάνουν οι μυστικές συζητήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Βόλγκανγκ Σόιμπλε. Το περιεχόμενο των συνομιλιών αυτού του τύπου δεν μπορεί να αποκρύπτονται από τον ελληνικό λαό, ιδιαίτερα δε όταν εμπλέκεται σε αυτές ένας υποψήφιος πρωθυπουργός.
Είναι προφανές ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο θερμότερος υποστηρικτής του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε σε ευρωπαϊκό επίπεδο, υπονομεύει τα συμφέροντα της χώρας συμμαχώντας με εκείνους που δεν θέλουν να δώσουν λύση στο θέμα του ελληνικού χρέους.
Η στάση της Νέας Δημοκρατίας, όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, την περίοδο δηλαδή της σκληρής διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης Τσίπρα με τους θεσμούς ήταν εξόφθαλμα υπονομευτική και ντροπιαστική. Η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης πόνταραν στην αποτυχία της διαπραγματευτικής διαδικασίας μόνο και μόνο για να πέσει η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Σήμερα έχασαν, αλλά ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, χωρίς ντροπή, δεν διστάζει να ομολογήσει πως φόρεσε τη φανέλα της “Εθνικής Γερμανίας”. Και πρέπει να υπενθυμίζεται ότι η ντροπιαστική αντεθνική στάση των ευρωβουλευτών της Νέας Δημοκρατίας όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, μόνο τυχαία δεν ήταν.
Κατά τα λοιπά, μιλώντας στη γερμανική εφημερίδα, ο πρόεδρος της ΝΔ, μίλησε ξανά εναντίον της ίδιας του της χώρας. Τόνισε πως το 2015 η Ελλάδα δεσμεύτηκε σε ένα τρίτο πρόγραμμα διάσωσης, που περιλαμβάνει συγκεκριμένα προαπαιτούμενα, προκειμένου οι δανειστές να εκταμιεύσουν τα χρήματα που χρειάζεται η χώρα. «Τα περισσότερα προαπαιτούμενα αφορούν σε δομικές μεταρρυθμίσεις. Όταν μιλάμε για τέτοιες μεταρρυθμίσεις, κυρίως αναφερόμαστε σε αλλαγές που καθιστούν πιο φιλελεύθερη την οικονομία, προάγουν τον ανταγωνισμό, μειώνουν το γραφειοκρατικό βάρος και βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού. Μιλάμε δηλαδή για μια φιλελεύθερη ατζέντα».
«Η μεγάλη διαφορά της Νέας Δημοκρατίας από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι εμείς πιστεύουμε σε αυτή την ατζέντα» συνέχισε ο πρόεδρος της ΝΔ. «Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις. Εμείς στοχεύουμε να εφαρμόσουμε βαθιές τομές και σημαντικές μεταρρυθμίσεις πέρα και πάνω από το πρόγραμμα. Με τον τρόπο αυτό, θα πείσουμε τους δανειστές ότι είμαστε αξιόπιστοι. Πιστεύουμε στη μεταρρυθμιστική μας ατζέντα και πιστεύουμε ότι η εφαρμογή της είναι προς όφελος της Ελλάδας. Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να ταυτιστεί με τη μεταρρυθμιστική ατζέντα και για αυτό έχουμε υποχώρηση και πισωγύρισμα σε πολλούς τομείς» είπε χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενος στη θητεία του ως υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε πως εφάρμοσε δύσκολες μεταρρυθμίσεις σε δύσκολους καιρούς, ενώ ερωτηθείς αν η ΝΔ θα υπηρετήσει τη φιλελεύθερη ατζέντα του, τόνισε χαρακτηριστικά: «Εκλέχθηκα πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας μέσω μιας ανοιχτής διαδικασίας. Έλαβα το 54% των ψήφων, γεγονός που ήταν μεγάλη έκπληξη για πολλούς, καθώς θεωρήθηκα πολύ φιλελεύθερος. Και για να το πω ξεκάθαρα: Έχω εντολή να αλλάξω αυτό το κόμμα και να πορευτώ πολιτικά με μία φιλελεύθερη ατζέντα. Και αυτό ακριβώς πρόκειται να πράξω. Φυσικά, η Νέα Δημοκρατία είναι ένα παλιό, παραδοσιακό κόμμα, αλλά όλοι αντιλαμβάνονται ότι αυτό πρέπει να αλλάξει. Τα παραδοσιακά κόμματα που δεν αλλάζουν ρισκάρουν να κατρακυλήσουν. Αυτό δεν θα συμβεί σε μας».
Ο κ. Μητσοτάκης ξεκαθάρισε ότι «οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων που βραχυπρόθεσμα φτάνουν το 3,5%, είναι πολύ υψηλοί» και συνέχισε: «Δεν θα βρείτε πολλούς οικονομολόγους που θα χαρακτηρίσουν ρεαλιστικούς αυτούς τους στόχους. Ο διάλογος αναφορικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους συνδέεται άρρηκτα με τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Το 2014, το Δ.Ν.Τ. ανακοίνωσε ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο. Το 2017 ανακοίνωσε ότι δεν είναι. Μεσολάβησε η καταστροφική περίοδος των πρώτων έξι μηνών του 2015 με τη διενέργεια του δημοψηφίσματος. Το Δ.Ν.Τ. αναθεώρησε προς τα κάτω κατά 1,5% τη μακροχρόνια πρόβλεψή του για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Το Δ.Ν.Τ. εκτιμά ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν θα καταφέρει να φέρει εις πέρας εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να πετύχει βιώσιμη ανάπτυξη. Είναι υποχρέωσή μου να αλλάξω την επικρατούσα πεποίθηση ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να προχωρήσει σε βαθιές μεταρρυθμιστικές τομές».
Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας υπογράμμισε ότι η Ελλάδα μπορεί να πετύχει ανάπτυξη 4% «για τουλάχιστον τρία χρόνια στη σειρά» και συμπλήρωσε: «Οι δομικές μεταρρυθμίσεις από μόνες τους δεν είναι αρκετές για να επιστρέψουμε σε ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Χρειαζόμαστε δημοσιονομικό χώρο για να μειώσουμε τους φόρους και με τον τρόπο αυτό να καταστήσουμε πιο ανταγωνιστική την ελληνική οικονομία. Αυτό το αναγκαίο περιθώριο θα το αποκτήσουμε όταν χαμηλώσουμε τους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων που μας επιβλήθηκαν. Δομικές μεταρρυθμίσεις χωρίς μείωση της φορολογίας δεν μπορούν να οδηγήσουν σε μακροχρόνια βιώσιμη ανάπτυξη. Και όσο παραμένουμε κολλημένοι σε ένα μοντέλο που δεν επιτρέπει στην ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί, οι Ευρωπαίοι θα αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα με την Ελλάδα. Εάν δεν αναπτυχθεί η οικονομία μας, δεν μπορούμε να αποπληρώνουμε τα χρέη μας».