«Δεν πάει να βρέχει και να χιονίζει, η Ν.Δ. ας κερδίζει…»

Παραμονές της διεξαγωγής των αυτοδιοικητικών εκλογών αποφάσισα να επισκεφθώ ένα γεωγραφικό σημείο του λεκανοπεδίου στο οποίο ευρίσκονται τα απώτατα όρια της Περιφέρειας Αττικής. Το ορεινό Κατσιμίδι. Αν φθάσεις έως εκεί στην ανατολική Πάρνηθα (σε ύψος 830 μέτρων) και κατέβεις το βουνό από την πίσω πλευρά του, είσαι μια ανάσα από τη Βοιωτία. Για να μην πω «στη Βοιωτία» .

Είχα καιρό να πάω. Το ήθελα πολύ. Εκεί πάνω δεν έχει καθόλου βουητό από αυτοκίνητα και κοσμοσυρροή, ησυχάζει το κεφάλι σου. Είσαι εσύ, οι άνθρωποι, τα πεύκα, τα πρόβατα, και τα βράδια οι μετρημένοι 65 λύκοι που κυνηγούν κυρίως τα ελάφια. Νιώθεις «peacefully», που λένε και οι φίλοι μας οι Αγγλοι.

Η φωτιά της Βαρυμπόμπης το 2021 με στενοχώρησε πολύ. Οσο κάθε Ελληνα . Η διαδρομή έως πάνω ήταν μαγευτική, έχανες τον ουρανό κάτω από τα πεύκα στις στροφές του Τατοΐου. Η Ιστορία μας ρίχνει τον ίσκιο της. Εκεί στα θερινά ανάκτορα συζητούσαν στις 20 Απριλίου 1967 σε βραδινό δείπνο οι βασιλείς, ο Κανελλόπουλος, ο Ράλλης, ο Σπαντιδάκης και διαβεβαίωναν τον «συνωμότη» βουλευτή Φαρμάκη ότι δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει… πραξικόπημα.

Για καιρό πολύ απαγόρευα στον εαυτό μου να κατευθυνθώ προς την περιοχή, από τον φόβο της βαθιάς απογοήτευσης για αυτό που επρόκειτο να αντικρίσω. Περίμενα να περάσουν δύο χρόνια, λοιπόν, με την ελπίδα ότι η μάνα φύση θα αρχίσει να κάνει το θαύμα της. Αλλά αυτό που είδαν τα μάτια μου ήταν πέραν πάσης προσδοκίας. Από τη γέφυρα της Βαρυμπόμπης στην εθνική οδό αμέσως μετά τη ΒΙΑΝΕΞ, το TATOI TENNIS CLUB, τον «Αρη» που βρίσκεται στο ύψος των Θρακομακεδόνων, τον Παλαιό «Λεωνίδα», που σήμερα είναι αγνώριστος -μόνο η ταμπέλα θυμίζει ότι ενθάδε κείται ρεστοράν που επισκεπτόταν τις Κυριακές ο Καραμανλής με τον Χατζιδάκι και τον Χορν-, τη «Θέα», τον «Αγιο Μερκούριο», τα βασιλικά κτήματα στο Τατόι έως το Κατσιμίδι και την Αγία Τριάδα, καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα, δεν έχει μείνει κατά μήκος και κατά πλάτος ούτε ένα δέντρο. Τί-πο-τα. Ούτε για δείγμα. Η Βαρυμπόμπη και το Τατόι έχουν σβηστεί από τον χάρτη. Κοίταγα δεξιά, κοίταγα αριστερά, με κίνδυνο να… τρακάρω, αλλά πουθενά ίχνος «ζωής».

Και γι’ αυτό το έγκλημα δεν πλήρωσε κανείς. Και αφού δεν πλήρωσε για αυτό το βουνό που συγχωρεί ήταν το «διαβατήριο» για τα επόμενα. «Και τι έγινε που καίγεται το σύμπαν, Αλαμάνα και Γραβιά, Εύβοια, Ρόδος και Δαδιά… ήρωες εμείς, θριαμβεύουμε!» Εφθασα περίλυπος στο Κατσιμίδι . Ο «Λάμπρος», η παραδοσιακή ελληνική ταβέρνα με τις αυθεντικές ελληνικές γεύσεις και την κούκλα αυλή, ήταν στη θέση του. Ερημος σχεδόν. Πού οι παλαιές δόξες!

Ποιος ανεβαίνει στα καμένα το καλοκαίρι για να δει το κάρβουνο απλωμένο παντού και όχι στις ψησταριές; Μόνο χειμώνα και στο τζάκι. Ο Κώστας Πολύζος με τη σύζυγό του, την κόρη του και τον μπόμπιρά της που μάζευε καπάκια από τις μπίρες και τα αναψυκτικά όπως κάναμε μικροί ήταν στη θέση του. Στις επάλξεις. Μελαγχολικός. Ακριβέστερα: Ζωγραφιζόταν η χαρμολύπη στο πρόσωπό του. Η λύπη γι’ αυτό που έγινε, η χαρά επειδή το άντεξε. Μου αρέσει να ακούω και να «ανοίγω» τις καρδιές των ανθρώπων. Πάντα έχεις να μάθεις κάτι από τους ανθρώπους. Οταν φθάσαμε στο κυδώνι, τον κάλεσα στο τραπέζι να μου μιλήσει για τη ζωή του. Η φωτιά ήταν μόνο μια στροφή από αυτήν. Μια ζωή κατά την οποία δημιουργούσε, έπεφτε, σηκωνόταν. Δημιουργούσε, έπεφτε, σηκωνόταν. Δημιουργούσε, έπεφτε, σηκωνόταν. Ακόμη σηκώνεται. Επεφτε «όχι» από δικά του λάθη. Σηκωνόταν χάρη στις δικές του δυνάμεις.

Μοναδική αξιοπρέπεια

«Πώς αποφάσισες να έρθεις να… επενδύσεις εδώ ψηλά;» τον ρώτησα. Μου είπε για τις περιπέτειές του με το εμπόριο τη δεκαετία του 1990, στου Ζωγράφου και στην Πάρο, δεν έχουν νόημα οι λεπτομέρειες. Με το ταξί. Και στο τέλος με την ταβέρνα που του «χάρισε» ένα καλός άνθρωπος που βρέθηκε στον δρόμο του, όταν εκείνος ανέβαινε τον γολγοθά του. Δεν του άρεσε να τα θυμάται, αλλά αυτές ήταν οι νίκες του. Να πιστεύεις και να σηκώνεσαι. Η σύζυγός του πετάχθηκε από την καρέκλα μόλις έφερα τη συζήτηση στη φωτιά: «Τα βλέπεις αυτά τα πεύκα απέναντι στην πλαγιά; Θυμάμαι από ποιο ξεκίνησε η φωτιά, πώς πήγε να ανέβει και στο τέλος πώς μας έσωσαν οι Γάλλοι! Αυτό το ελάχιστο πράσινο που βλέπεις το οφείλουμε στους Γάλλους. Και φέτος που έπιασε ξανά ας είναι καλά οι εθελοντές πυροσβέστες που είχαν ανοίξει αντιπυρικές ζώνες μέσα στο δάσος…» «Δεν αναγνωρίζω τον τόπο Οδηγώ έως εδώ και μερικές φορές χάνομαι, τόσο αγνώριστος έχει γίνει» συμπλήρωσε ο Κώστας.

Οι άνθρωποι αυτοί αισθάνονταν λύπη αλλά διηγούνταν όσα δραματικά έζησαν με μοναδική αξιοπρέπεια. Ο Κώστας δε και με πραότητα, όχι με οργή. Δεν ύβρισε κανέναν προσωπικώς. Ούτε τον πρωθυπουργό ούτε την Πυροσβεστική που έστειλε να σβήσει τη φωτιά τον στρατηγό της καταστροφής στο… Μάτι, ούτε εκείνους που θέλουν να αλλάξουν τις χρήσεις γης για να γίνει το Τατόι χρυσοτόκος όρνιθα συμφερόντων, κανέναν. Κύριος. Ακόμα και αν η επιχείρησή του επλήγη βαριά από την καταστροφή του περιβάλλοντος.

Ο μπόμπιρας που έτρεχε γύρω μας κάνοντας συλλογή καπάκια από σπράιτ και άμστελ, και οι πασχαλιές που ορθώνονταν μήνα Σεπτέμβριο έξω από το κατάστημα του έθρεφαν την ελπίδα. «Από πού κατάγεσαι, Κώστα;» τον ρώτησα φεύγοντας, από περιέργεια, γιατί δεν είμαστε έτσι όλες οι φυλές των Ελλήνων. «Από την Καρδίτσα!» μου απάντησε. Από την πολύπαθη Καρδίτσα. Με μια καρδιά, να! Ολη εκείνη η μέρα στο ορεινό Κατσιμίδι ανακλήθηκε στη μνήμη μου την Κυριακή το βράδυ. Οταν έβλεπα υπουργούς της Ν.Δ. να πανηγυρίζουν αλαζονικά στην τηλεόραση ότι «δεν είχαμε καμία φθορά από τις πυρκαγιές και από τις πλημμύρες, νικήσαμε». Φούσκωναν σαν τα παγόνια για τα νικητήρια της καταστροφής. Σε παραλλαγμένο Στράτο, «δεν πάει να βρέχει και να χιονίζει, η Ν.Δ. ας κερδίζει».

Οι αλαζόνες…

Δεν είναι έτσι, παιδιά. Δεν γίνεται να χαίρεστε τόσο προκλητικά την ασυλία σας από τον λαό ελλείψει αντιπολίτευσης, όταν καταστρέφεται ο τόπος, γίνεται ρημαδιό , δεν μένει τίποτε όρθιο. Διότι, αν τη χαίρεστε, θα πρότεινα σε κάθε αλαζόνα από εσάς που πανηγυρίζει για τα ποσοστά της Ν.Δ. στην Αττική, στη Θεσσαλία, στον Εβρο το εξής: Πήγαινε να δεις τη νίκη σου στα καμένα της Βαρυμπόμπης. Της Δαδιάς. Στα πλημμυρισμένα του Παλαμά. Μπες στην αεράτη Μερσεντές σου, πήγαινε εκεί, πες μπροστά στα νεκρά δένδρα το ποίημα για την «ανίκητη φύση» και μετά πανηγύρισε τα έργα σου.

Και αν δεν αισθανθείς γελοίος, έλα να μας το πεις. Εν προκειμένω, επιστρέφω: Επειδή ο νέος περιφερειάρχης Νίκος Χαρδαλιάς έχει αυτό που στις μέρες μας ονομάζουμε «ενσυναίσθηση», δεν είναι αναίσθητος, και επειδή είχε προσωπική εμπλοκή στη διαχείριση της πυρκαγιάς της Βαρυμπόμπης (του άφησε άσχημες μνήμες), θα του πρότεινα το εξής: Να αρχίσει τη θητεία του από τους ξεχασμένους. Με επισκέψεις στα απώτατα όρια της Περιφέρειάς του. Προς Βορρά, Νότο, Ανατολή και Δύση. Με αρχή από τον «Λάμπρο» στο Κατσιμίδι. Αφού δεν μπορέσατε να σώσετε την καρδιά του δάσους, τουλάχιστον δώστε λίγη χαρά στις πληγωμένες ψυχές των ανθρώπων.

Δείξτε ότι δεν τους ξεχάσατε στο έλεος του Θεού – είναι δεν είναι δικοί σας. Και ότι σε αυτή την παράταξη, εκτός από μανία και απληστία για ψήφους και εξουσία, έχει μείνει και κάτι από τον παλαιό εαυτό της: ανθρωπιά. Κάν’ το, Νίκο! Διότι από τους υπουργούς μην περιμένεις. Οσο περνά ο καιρός, μας πείθουν ότι τα ρομπότ έχουν περισσότερα αισθήματα συγκριτικώς με μερικούς από δαύτους που έστησαν αντίσκηνο στα κανάλια την Κυριακή.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.