Μετεκλογικώς, μετά την ήττα της αριστεράς, η οποία φαίνεται βέβαιη μετά την κρίση που ξέσπασε στο εσωτερικό της λίγο πριν από την προκήρυξη των εκλογών, ας μην εύχεται κανείς τη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ και την επιστροφή του στο 3%
Την περασμένη Δευτέρα το πρωί, συμμετέχοντας στην εκπομπή των φίλων Γιώργου Παπαδάκη και Μαρίας Αναστασοπούλου στον ΑΝΤ1, είχα δίπλα μου στο πάνελ το κορυφαίο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο. Τον ρώτησα ευθέως αν ισχύουν όσα αποκαλύψαμε από τις στήλες της εφημερίδας μας τον Οκτώβριο του 2022 ότι ο ίδιος είπε στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματός του πως «δεν πρέπει να είμαστε και τόσο… πατριώτες στο Μεταναστευτικό και στα Ελληνοτουρκικά».
Αφού έκανε μία περιστροφή γύρω από τον εαυτό του, λέγοντας ότι το νόημα ήταν ότι δεν πρέπει να «παραπλευρίζουμε» τη Νέα Δημοκρατία σε αυτά τα θέματα (πρωτότυπο ρήμα, μάλλον μετάφραση από τα αγγλικά, ίσως ήθελε να πει πλαγιοκοπούμε), στο τέλος, έπειτα από πίεση που του άσκησα, το παραδέχτηκε. «Το είπατε ότι δεν πρέπει να είμαστε και τόσο πατριώτες;» επέμεινα. «Το είπα» απάντησε ευθαρσώς – προς τιμήν του.
Θα περίμενα, βεβαίως, έως το μεσημέρι η Νέα Δημοκρατία να κάνει τεράστιο θόρυβο για τη φράση αυτή του κορυφαίου στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ (αν την είχε πει ο Πολάκης, θα είχε εκδοθεί έκτακτο παράρτημα), αλλά οι εκλεκτικές συγγένειες και οι συμπάθειες μεταξύ των κυρίων Μητσοτάκη και Τσακαλώτου είναι γνωστές. Το γεγονός όμως παρέμεινε γεγονός. Ο επικεφαλής της μειοψηφίας στον ΣΥΡΙΖΑ διατύπωσε δημοσίως μία θέση η οποία δείχνει ότι μία μεγάλη ομάδα στελεχών του κόμματος αυτού απέχει από τα πιστεύω του μέσου Ελληνα και, το σημαντικότερο -όπως έδειξε και η ιστορία του Εβρου-, δεν ενδιαφέρεται και να τα προσεγγίσει. Προτιμούν να είναι περισσότερο διεθνιστές πάρα εθνιστές.
Δύο μέρες αργότερα, την Τετάρτη το βράδυ, πέτυχα στην Παλαιά Αγορά του φίλου Αχιλλέα Κυριακοπούλου κορυφαίο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ να δειπνεί με πολιτικούς του φίλους. Το ρώτησα αν τελικώς θα είναι υποψήφιος ο Παύλος Πολάκης στα Χανιά, καθώς καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης εβδομάδας κυκλοφορούσαν φήμες ότι, μετά την τροπή που έλαβαν τα πράγματα με την κατάρτιση του ψηφοδελτίου του κόμματός του, το όνομά του τελικά δεν θα ήταν. Με δική του απόφαση. Οι φήμες αυτές συνοδεύονταν, μάλιστα, από έγκυρες πληροφορίες ότι ο αψύς Σφακιανός είχε ανταλλάξει σκληρά ηλεκτρονικά μηνύματα με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Χαμογέλασε και δεν μου απάντησε.
Προτίμησε να μου διηγηθεί πολύ γρήγορα πώς με κόπο στο παρελθόν άλλος κορυφαίος κατάφερε να πείσει τον Παύλο Πολάκη να ψηφίσει το νομοσχέδιο για το σύμφωνο συμβίωσης ομοφυλοφίλων και το νομοσχέδιο για την αλλαγή ταυτότητας φύλου, καθώς στην αρχή απειλούσε ότι «προτιμώ να με πατήσει ασθενοφόρο παρά να δώσω θετική ψήφο, δεν θα έχω πρόσωπο να κυκλοφορώ στα Σφακιά». Βεβαίως, δεν τον ρώτησα τυχαία. Καθώς, καθ’ όλη τη διάρκεια της τετραετίας, ο Πολάκης διαφοροποιείτο από τον ΣΥΡΙΖΑ συμπτωματικά κάθε φορά που προσπαθούσε να σηκώσει κεφάλι ο Τσίπρας. Ενώ σε κάθε ομιλία του στο Κοινοβούλιο ο πρωθυπουργός αναζητούσε αφορμή να ανοίξει διάλογο με τον Παύλο Πολάκη, τον έψαχνε στα έδρανα.
Οποιο πολιτικό ένστικτο διαθέτω έπειτα από τόσα χρόνια στη δημοσιογραφία μού έλεγε ότι ο τύπος βρίσκεται σε πορεία αυτονόμησης και μάλλον επιθυμεί να διεκδικήσει την καρέκλα του αρχηγού του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης μετά τις εκλογές. Θεωρούσε τον εαυτό του ισοϋψή με τον αρχηγό του. Είχε άλλωστε δημιουργήσει στο facebook δικό του κόμμα, τους πολακιστές, οι οποίοι ενθαρρύνοντάς τον έθρεψαν τον εγωισμό του.
Πίσω στο καλοκαίρι του 2020, κορυφαίο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, ανησυχώντας μην προκηρύξει ο Μητσοτάκης εκλογές τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους για να κάψει την απλή αναλογική (ήταν η εποχή που η Νέα Δημοκρατία προηγείτο με 20 μονάδες στις δημοσκοπήσεις), με ρώτησε πόσο ισχυρό είναι το ενδεχόμενο αυτό. Ήταν και πάλι μία εποχή που ο Πολάκης με όσα έλεγε για τον αντιεμβολιασμό αλλά κι άλλα στελέχη του κόμματός του δημιουργούσαν σύγχυση. Απάντησα για τις εκλογές και ρώτησα το εξής απλό: «Στη Νέα Δημοκρατία οι αρχηγοί, όταν δεν υπάρχει πειθαρχία, επιβάλλονται, αν χρειαστεί, και με διαγραφές. Το έκανε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1985, το έκανε ο Κώστας Καραμανλής το 1998, το έκανε ο Αντώνης Σαμαράς το 2012, το έκανε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Εσείς γιατί ποτέ δεν διαγράφετε κανέναν;».
Η απάντηση που έλαβα ήταν μάλλον χιουμοριστική αλλά και ενδεικτική της αμηχανίας: «Εμάς κατηγορείτε εσείς οι νεοδημοκράτες για σταλινικούς, αλλά μάλλον εσείς είστε!».
Ολα όσα συμβαίνουν στον κύριο Τσίπρα μέσα στην προεκλογική εκστρατεία τώρα δείχνουν ότι καμιά φορά πρέπει να είναι κανείς τουλάχιστον αρχηγικός, ας αφήσουμε το «σταλινικός». Αρχηγικός. Οπου δεν πίπτει λόγος, αναγκαστικά πίπτει διαγραφή. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δρέπει τώρα τους καρπούς της τετραετούς ακινησίας του και μάλλον πρέπει να μετανιώνει γι’ αυτό. Για να συστήσει επιτροπή δεοντολογίας και να διαλύσει τύποις τις συνιστώσες έπρεπε να περάσουν τρία χρόνια από την ήττα του. Γράφω «τύποις», γιατί μόλις προχτές κορυφαίο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, παραμονές εκλογών, παραπονείτο στον Κώστα Σκανδαλίδη ότι «μας πήρε το κόμμα από τα χέρια στις εσωκομματικές εκλογές ο πασοκογενής Σπίρτζης». Ο νους τους εκεί.
Στην πραγματικότητα ο Τσίπρας παριστάνει τον αρχηγό σε ένα κόμμα του οποίου κάθε μέλος είναι ένας αρχηγός από μόνο του με δίκη του ατζέντα. Ενα κόμμα συνομοσπονδία. Διαβρωμένο βαθιά από στελέχη που είναι σε ανοιχτή γραμμή με τον αντίπαλο, από στελέχη που δεν θέλουν να διεκδικήσουν ξανά την εξουσία γιατί θα πρέπει να ξυπνούν πρωί και να εργαστούν, από στελέχη που βάζουν τον εγωισμό τους πάνω από την ηγεσία και, βεβαίως, από στελέχη που διαφωνούν με τη γραμμή γιατί βλέπουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εξελίσσεται σε δύναμη συστημική.
Συμπληρωματική της Ν.Δ. Ενα τέτοιο κόμμα -ευτυχώς για τον τόπο- δεν μπορεί να διεκδικήσει την εξουσία και υπό αυτήν την έννοια η Ν.Δ. είναι τυχερή. Τόσο τυχερή, ώστε θα έπρεπε να προσέχει πολύ όταν επιχειρεί να παρέμβει δημοσίως στα εσωτερικά του απαιτώντας τη διαγραφή του ενός ή του άλλου στελέχους του λες και πρόκειται για…βιλαέτι της. Μετεκλογικώς όμως, μετά την ήττα της Αριστεράς, η οποία φαίνεται βέβαιη μετά την κρίση που ξέσπασε στο εσωτερικό της λίγο πριν από την προκήρυξη των εκλογών, ας μην εύχεται κανείς τη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ και την επιστροφή του στο 3%. Γιατί αυτό που θα τον αντικαταστήσει -άγνωστο ποιοι θα καλύψουν το κενό- θα είναι πιο ομοιογενές και πιο επικίνδυνο.
Ο Πολάκης είναι ο λάθος άνθρωπος. Πήρε φόρα και ως ταύρος εν υαλοπωλείω έσπασε την τζαμαρία και μάτωσε. Αυτοί που θα περάσουν με άνεση μέσα από την τρύπα που άνοιξε στην τζαμαρία με φρασεολογία που διαπερνά οριζόντια μέρος του εκλογικού σώματος δεν θα είναι τόσο ανόητοι. Η Ιστορία αυτό δείχνει. Προσοχή λοιπόν. Η ένωση των άκρων, αριστερών και δεξιών, δεν είναι ευκταίο σενάριο. Η Γαλλία μάς δείχνει πως μπορεί να γίνει και πλειοψηφικό.