Του Θόδωρου Τοσουνίδη
Η κοινή επιστολή τριών φίλων, του Βαγγέλη, του Χρήστου και του Άρη, μέσω της οποίας τοποθετούνται αρνητικά και καταγγελτικά στην «ένστολη λύση» της Κυβέρνησης για το
Ελληνικό Πανεπιστήμιο, με κινητοποίησε πολλαπλώς.
Πρόθεσή μου δεν είναι να διαφωνήσω μαζί τους, αλλά να προσπαθήσω να διευρύνω και ίσως να εμβαθύνω στην προσέγγιση και στην αντιμετώπιση ενός προβλήματος που έχει
πάρει μόνιμα χαρακτηριστικά εδώ και δεκαετίες.
Το πανεπιστήμιο από τη φύση του είναι «γόνιμη μήτρα» πρωτοπόρας και καινοτόμας γνώσης, θεωρίας και πράξης.
Δεν μπορεί λοιπόν να «ακρωτηριάζεται» η φύση του μόνο σε
χώρο διδασκαλίας και αναπαραγωγής, κωδικοποιημένων και τυποποιημένων γνώσεων όπως στενά και μονοσήμαντα περιγράφουν ή και θέλουν κάποιοι.
Είναι σχεδόν αυτονόητο ότι αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πανεπιστημίου το ριζοσπαστικοποιούν έναντι της υπόλοιπης κοινωνίας και το καθιστούν ταυτόχρονα εν δυνάμει κίνδυνο της όποιας κατεστημένης τάξης πραγμάτων, η οποία για να αποφύγει την «αποκαθήλωσή της», τείνει να λειτουργεί κατασταλτικά και περιοριστικά σε βάρος του.
Απαραίτητος όρος για να επιτελεί την αποστολή του αυτή είναι να μπορεί να λειτουργεί και να δρα ελεύθερα, προστατευμένο είτε από την αυθαιρεσία των κρατικών μηχανισμών, είτε
από τις προσπάθειες επιβολής δογματικών και ακραίων αντιλήψεων, αλλά και κομματικών ανταγωνισμών.
Η αέναη αυτή προσπάθεια καθιστά την ύπαρξη, του ασύλου και του αυτοδιοίκητου του πανεπιστημίου, διαχρονική αναγκαιότητα.
Το ελληνικό παράδοξο είναι ότι δεν μπορέσαμε, ίσως οι μόνοι σε όλον τον αναπτυγμένο κόσμο, να συνδυάσουμε και να διασφαλίσουμε τον ελεύθερο και ανοιχτό χαρακτήρα του
πανεπιστημίου, με την περιφρούρηση των απαραίτητων προϋποθέσεων για την εύρυθμη και απρόσκοπτη λειτουργία του.
Μέσα σ’ ένα φαύλο κύκλο αλληλοδιαδεχόμενων κυβερνήσων, υπουργών και νόμων επί δεκαετίες, καταλήξαμε σήμερα στην «ένστολη λύση» της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που απ’
ότι φαίνεται πιστεύει ότι για κάθε πρόβλημα αρκεί ένας αστυνομικός για να λυθεί.
Ταυτόχρονα όμως η αλήθεια είναι και οφείλουν όλοι να την αναγνωρίσουν, ότι προσφέρθηκε ισχυρή επιχειρηματολογική βάση και άλλοθι στην αντίληψη ότι το ελληνικό πανεπιστήμιο
και όσοι υπερασπίζονται το άσυλο και το αυτοδιοίκητό του δεν μπορούν να τα περιφρουρήσουν και γι΄αυτό χρειάζεται η επιβολή «έξωθεν βοήθειας».
Τα επαναλαμβανόμενα φαινόμενα ανομίας, βίας,προπηλακισμών, καταστροφών,παρακώλυσης της λειτουργίας του από οργανωμένες ακραίες μειοψηφίες, συχνά εξωπανεπιστημιακές, καταλύουν στην πράξη όλα αυτά που προσπαθούμε να
υπερασπιστούμε έναντι των κατασταλτικών λογικών.
Παράλληλα και εξαιτίας όλων αυτών, δημιουργήθηκε ένα κλίμα ανοχής ή και αποδοχής σεπολύ μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας υπέρ των «δραστικών» και «ένστολων» λύσεων
ακόμη κι αν δεν εγγυούνται ούτε την «ευταξία», ούτε την «ειρήνη» στον πανεπιστημιακό χώρο.
Οφείλουμε επιπλέον να αναγνωρίσουμε ότι το ζήτημα αυτό δεν είναι αποκομμένο και κλεισμένο «εντός των πανεπιστημιακών τοιχών», αλλά αποτελεί έναν καθρέπτη που αντανακλά την συνολική εικόνα της ελληνικής κοινωνίας και ακόμα περισσότερο την λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό που δεν επιτεύχθηκε επί δεκαετίες στο ελληνικό πανεπιστήμιο ελλείψει συναινέσεων, πνεύματος συνεργασίας, ανάληψης ευθυνών, υπέρβασης των κομματικών ανταγωνισμών και ισχυρής διακομματικής πολιτικής βούλησης, είναι αυτό που χαρακτηρίζει συνολικά την πολιτική λειτουργία και τον δημόσιο διάλογο στην χώρα μας.
Είναι επιπλέον γεγονός ότι μέσα σ’ αυτή την πολιτική και κοινωνική συνθήκη και η ίδια η πανεπιστημιακή κοινότητα δεν ανέλαβε τις ευθύνες που τις αναλογούν, αλλά παρέμεινε
πολλές φορές παθητικός δέκτης των αποφάσεων άλλων, ως να μην την αφορά άμεσα το ζήτημα.
Ενδεικτικό παράδειγμα είναι ότι σχεδόν ποτέ δεν αξιοποιήθηκαν από τα πρυτανικά συμβούλια οι προβλέψεις όλων των νόμων, από το 1982 έως σήμερα, για την δυνατότητα εισόδου και επέμβασης της αστυνομίας εντός του πανεπιστημιακού χώρου όταν τελούνταν ποινικά κολάσιμες πράξεις, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Δυστυχώς η σύγχυση που επιβλήθηκε στις έννοιες, μεταξύ παραβατικότητας και πολιτικού ακτιβισμού ή μεταξύ αυθαιρεσίας και ελευθερίας, συσκοτίζει μαζί με την ευθυνοφοβία, την
πραγματική εικόνα και φρενάρει τη λήψη αποφάσεων και απαραίτητων πρωτοβουλιών.
Ανάμεσα σ’ αυτές τις συμπληγάδες καλούμαστε σήμερα να αντιμετωπίσουμε από τη μία «την ένστολη λύση» της κυβέρνησης και από την άλλη, το πραγματικό ζητούμενο που είναι
η ουσιαστική υπεράσπιση και κατοχύρωση του αυτοδιοίκητου και του ασύλου, με την πανεπιστημιακή κοινότητα πρωταγωνίστρια.
Αυτή τη στιγμή το ΟΧΙ, χωρίς να στήριζεται σε προτάσεις, σχέδιο και ισχυρή πολιτική απόφαση θα σβήσει γρήγορα σαν βεγγαλικό.
Το ΟΧΙ στον Νόμο Κεραμέως – Χρυσοχοϊδη πρέπει να συνοδεύεται με μία δέσμη μέτρων, όπως π.χ. η σύνταξη Εσωτερικών Κανονισμών Λειτουργίας, η συγκρότηση Επιτροπών
Δεοντολογίας, η δημιουργία Υπηρεσίας Επιτήρησης των χώρων που θα ανήκει στα πανεπιστήμια, αλλά και η ξεκάθαρη διαδικασία που θα ορίζει το πως και πότε θα εισέρχονται
στον πανεπιστημιακό χώρο οι διωκτικές αρχές, για τις ποινικά κολάσιμες πράξεις, με ευθύνη των πρυτανικών αρχών και σε συνεργασία με την Υπηρεσία Επιτήρησης χώρων και των
αρμόδιων εισαγγελέων.
Τέτοιας κατεύθυνσης προτάσεις μπορεί να αποτελέσουν την αρχή για την οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος.
Ταυτόχρονα θα στέλνει ένα μήνυμα εντός και εκτός του πανεπιστημίου ότι η Ακαδημαϊκή Κοινότητα έχει τη θέληση και τη δύναμη να υπερασπιστεί το αυτοδιοίκητο.
Ας αποφύγουμε τη σύγχιση, η συζήτηση σήμερα δεν γίνεται για τα απαραίτητα κονδύλια, τις υποδομές, την κάλυψη των κενών του προσωπικού, αλλά για την Ψυχή του πανεπιστημίου.
Αυτή πρέπει να διαφυλάξουμε.
Με ανάληψη των ευθυνών, με πράξεις και ισχυρή πολιτική απόφαση.
Υπερασπιζόμαστε μία δημοκρατία που στηρίζει και στηρίζεται στις πολλές και διαφορετικές φωνές.
Όχι στις πιο δυνατές και βίαιες