Διαβάζω ότι οι τεχνοκράτες υπουργοί και υφυπουργοί της κυβέρνησης αναζητούν εκλογικές περιφέρειες για τις επόμενες εκλογές. Αυτό με έβαλε σε σκέψεις που θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας.
Η χρησιμοποίηση των τεχνοκρατών στην κυβέρνηση έγινε με την επίκληση της ανάγκης αξιοποίησης ανθρώπων που έχουν την εμπειρία της αγοράς, ειδικές γνώσεις και κυρίως δεν παίρνουν αποφάσεις με μικροπολιτικά κριτήρια, αλλά με βάση «τι πρέπει» να γίνει .
Μέσα απ’ αυτή τη λογική, υπάρχει η προσδοκία ότι η κυβέρνηση και γενικότερα η διοίκηση θα κινείται με ρυθμούς αγοράς ή εάν προτιμάτε με ρυθμούς που επιβάλλουν οι σύγχρονες τάσεις της διοικητικής επιστήμης.
Όμως η εκδήλωση της επιθυμίας των τεχνοκρατών να είναι υποψήφιοι στις επόμενες εκλογές όχι μόνο ακυρώνει την επιχειρηματολογία για «κυβέρνηση τεχνοκρατών» αλλά δημιουργεί τη βάση πάνω στην όποια μπορεί να στηριχθεί το επιχείρημα ότι η δημιουργία τεχνοκρατικής κυβέρνησης είναι το πρώτο βήμα για την αλλαγή της σύνθεσης της κοινοβουλευτικής ομάδας και κατ ́ επέκταση για την αλλαγή του πολιτικού χαρακτήρα του κόμματος.
Θέλοντας να μειώσει τις πιέσεις από τους εκλεγμένους βουλευτές, κατά το σχηματισμό κυβέρνησης, αλλά και θέλοντας να τοποθετήσει στην κυβέρνηση ανθρώπους που εμπιστεύεται, ένας πρωθυπουργός αυτό που έχει να κάνει, είναι να δηλώσει ότι επιθυμεί να έχει μια κυβέρνηση με εξωκοινοβουλευτικούς τεχνοκράτες.
Αφού τοποθετηθούν τεχνοκράτες σε κυβερνητικές θέσεις, αρχίζει η εκστρατεία προβολής τους από τα ΜΜΕ. Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο της κομματικής πειθαρχίας οι βουλευτές δεν ασκούν αυστηρό κοινοβουλευτικό έλεγχο.
Αυτά έχουν ως αποτέλεσμα από την μία πλευρά να αποκτούν την αναγνωρισημότητα που τους δίνει η κυβερνητική θέση και από την άλλη να εμφανίζονται ως ιδιαίτερα αποτελεσματικοί αφού δεν υπάρχουν «δύσκολες» κοινοβουλευτικές ερωτήσεις.
Από την άλλη πλευρά, κοινοβουλευτικές προσωπικότητες που έχουν συνδέσει το όνομά τους με τους αγώνες της παράταξης και έχουν επιρροή στους ψηφοφόρους της , όντας εκτός κυβέρνησης, δεν έχουν το ενδιαφέρον των ΜΜΕ. Αυτό τις οδηγεί στο παρασκήνιο και κατά συνέπεια στη λήθη των εκλογέων.
Το επόμενο βήμα είναι οι τεχνοκράτες υπουργοί/υφυπουργοί να ενεργούν ως πολιτικοί καθώς ο στόχος τους είναι να εκτεθούν στις επόμενες εκλογές. Στη κατεύθυνση αυτή, η προτεραιότητα τους είναι να εξασφαλίσουν ποια θα είναι η εκλογική τους περιφέρεια ώστε να στρέψουν το ενδιαφέρον τους και να
ικανοποιήσουν μικροαιτήματα για να εξασφαλίσουν επιρροή στο εκλογικό σώμα.
Έτσι ένας τεχνοκράτης υπουργός/υφυπουργός που θέλει να πολιτευτεί, δεν είναι παρά ένας πολιτευτής που εκμεταλλεύεται τη θέση που του δόθηκε όχι για το κοινό καλό αλλά για να δημιουργήσει τις ευνοϊκές συνθήκες για την εκλογή του. Ειδικά το τελευταίο ακυρώνει το κύριο επιχείρημα της συγκρότησης τεχνοκρατικής κυβέρνησης.
Τώρα, οι τεχνοκράτες υπουργοί όντας γνωστοί εκλέγονται βουλευτές εκτοπίζοντας τους βουλευτές που έχουν συνδέσει το όνομά τους με την πολιτική παράταξη ή εκφράζουν συγκεκριμένη πολιτική θέση ή ανήκουν σε ιδιαίτερη ιδεολογική τάση.
Οι νέοι βουλευτές έχουν απόλυτη υποταγή στον αρχηγό, ο οποίος τους πήρε από την αφάνεια και τους έκανε πρωταγωνιστές στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Ταυτόχρονα, η εκλογή τους έχει οδηγήσει εκτός ψηφοδελτίου ή εκτός εκλογής υποψηφίους που ήταν βουλευτές και δεν είναι ευθυγραμμισμένοι με τον αρχηγό.
Επίσης η εκλογή των τεχνοκρατών της κυβέρνησης, με την αναγνωρισημότητα που τους δίνει το αξίωμα τους, αφαιρούν ψήφους από τις ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες της κοινοβουλευτικής ομάδας με αποτέλεσμα να φαίνεται ότι μειώνεται η απήχησή τους στο εκλογικό σώμα και κατά συνέπεια η επιρροή τους στις πολιτικές επιλογές του κόμματος.
Έτσι, έχει εξουδετερωθεί η εσωτερική αντιπολίτευση. Ο αρχηγός έχει γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος και τώρα μπορεί να αλλάξει την πολιτική κατεύθυνση και τις αρχές του κόμματος.
Υπό το πρίσμα αυτό μπορεί να ερμηνευτεί η μεγάλη συμμετοχή τεχνοκρατών εξοκοινοβουλευτικών υπουργών και υφυπουργών στην κυβέρνηση που δεν έχουν καμία ιδεολογική σχέση με την ιδεολογία της ΝΔ.