Με μια συνέντευξή του στην «Καθημερινή της Κυριακής» ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, μια μέρα πριν από την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών με την Τουρκία, δυναμιτίζει κάθε προσπάθεια ελληνοτουρκικής προσέγγισης δηλώνοντας την αντίθεσή του τόσο με αυτές τις συνομιλίες όσο και με ενδεχόμενη προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Τα επιχειρήματά του είναι τα αναμενόμενα για έναν εθνικιστή: Δεν έχει νόημα ο κατευνασμός του επεκτατιστή, θα αποτραπούν οι ευρωπαϊκές κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας λόγω της διαδικασίας διαλόγου, το Διεθνές Δίκαιο μας ευνοεί και δεν έχουμε λόγους να αναζητήσουμε την ετυμηγορία του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Ο πρώην πρόεδρος της ΝΔ έχει εκφράσει έγκαιρα τη θέση «δεν κάνουμε διάλογο με πειρατές». Η τεράστια μιντιακή ασυλία που απολαμβάνει του προσέφερε απόλυτη προστασία και η δήλωσή του αυτή δεν πήρε τις διαστάσεις που της αναλογούσαν.
Εξάλλου, είναι γνωστό ότι εξαιτίας του δικού του βέτο δεν έρχονται προς κύρωση στη Βουλή τα μνημόνια που συνδέονται με τη συμφωνία των Πρεσπών. Αλλά από το Μέγαρο Μαξίμου συσκοτίζουν το θέμα χάρη -και πάλι- στη μιντιακή σιωπή.
Ο Αντώνης Σαμαράς δεν έχει κρύψει ποτέ ότι δεν έχει απαρνηθεί τον εαυτό του της δεκαετίας του 1990, όταν ως μακεδονομάχος ανέτρεψε την τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Υπενθυμίζει, όταν νομίζει πως χρειάζεται, τις απόψεις του αλλά αποφεύγει να προκαλεί ανοιχτές εσωκομματικές συγκρούσεις όσο η «γραμμή» του γίνεται σεβαστή από την ηγεσία της ΝΔ.
Τώρα που ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αναγκάστηκε να συγκατατεθεί στην επανέναρξη των διερευνητικών επαφών, γιατί ο,τιδήποτε άλλο θα ήταν αδιανόητο στο ευρωπαϊκό και στο ΝΑΤΟϊκό πλαίσιο, ο Αντ. Σαμαράς επιστρέφει στο προσκήνιο για να θέσει τα όρια.
Απαντά στην ιστορική του αντίπαλο Ντόρα Μπακογιάννη που τάσσεται θερμά υπέρ μιας προσφυγής στη Χάγη και προειδοποιεί τον αδελφό της να μη διανοηθεί να προχωρήσει προς αυτή την κατεύθυνση.
Τα πράγματα περιπλέκονται δεδομένης της απήχησης του Α. Σαμαρά στο εσωτερικό της ΝΔ. Περισσότεροι από δέκα βουλευτές ανήκουν στον κύκλο της επιρροής του, επιβλήθηκε πλήρως τον καιρό της συμφωνίας των Πρεσπών, επηρεάζει καθοριστικά την κυβερνητική πολιτική στο μεταναστευτικό, έχει ισχυρότατες συμμαχίες, χάρη στις οποίες έχει «κανονικοποιηθεί» στο δημόσιο χώρο η εθνικιστική ιδεολογία του ως υπερβολική πατριωτική ευαισθησία.
Η παρουσία και η συμπεριφορά του κ. Σαμαρά είναι επικίνδυνες. Παρόλο που μετρά περισσότερα από τριάντα χρόνια στην πολιτική, παρόλο που η διαδρομή του ήταν εξαιρετικά ταραχώδης και έκανε το μοναδικό στα χρονικά να γίνει αρχηγός κόμματος το οποίο έριξε ο ίδιος από την κυβέρνηση, δεν κουράστηκε και δεν έχει σκοπό να το βάλει κάτω.
Τα εθνικά θέματα του προσκομίζουν πολιτικά οφέλη και τον κρατούν μέσα στις εξελίξεις. Διαφορετικά θα είχε αποσυρθεί από το προσκήνιο, όπως αρμόζει σε πρώην πρωθυπουργούς. Η εξωτερική πολιτική τον διεγείρει και του προκαλεί αβυσσαλέο πάθος. Δεν πρόκειται να παρακολουθήσει απαθής μια διπλωματική διαχείρισή της, που δεν συνάδει με τις δικές του απόψεις.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο του Κυρ. Μητσοτάκη που θα πρέπει να βρει έναν τρόπο αντιμετώπισης της τεράστιας πίεσης που δέχεται από τον προκάτοχό του στην ηγεσία της ΝΔ.
Το πρόβλημα είναι όλων όσοι μάχονται ενάντια στη διπλωματική καθήλωση, το εμπόριο τουρκοφαγίας, την έξαψη των εθνικών παθών, τον υπερπατριωτικό λαϊκισμό, τη διαιώνιση αναχρονισμών, τη θυμική ανάγνωση της εξωτερικής πολιτικής, την εχθροπάθεια και την ακινησία στα ίδια λάθη. Όσων μελετούν την ιστορία και γνωρίζουν ότι η πατριδοκαπηλία έχει οδηγήσει τη χώρα σε διαδοχικές εθνικές καταστροφές.
Η σχεδόν τριακονταετής διπλωματική απομόνωση και ήττα της χώρας στο Μακεδονικό, για την οποία ο κ. Σαμαράς είναι βασικός υπεύθυνος, ήταν μία από αυτές. Αλλά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις η εθνικιστική πλειοδοσία είναι πολύ πιο επικίνδυνη – η διχοτομημένη Κύπρος μας το θυμίζει συνεχώς.