Τι αφήνει πίσω της η γερμανική προεδρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
Η εξάμηνη προεδρία της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο για την Ευρώπη γενικότερα, ολοκληρώνεται σε περίπου τρεις εβδομάδες, με εύλογα ερωτήματα να προκύπτουν, σχετικά με τον αντίκτυπο της, τόσο στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. όσο και στην ίδια την Ένωση.
Οι προσδοκίες
«Το 2020, υποτίθεται πως θα ήταν το έτος, το οποίο θα αποτελούσε την κατάλληλη στιγμή για την Γερμανία, ώστε να δείξει την ηγεμονία της στην Ευρωπαϊκή Ένωση», δηλώνει στο tvxs.gr, ο Χρήστος Φραγκονικολόπουλος, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο τμήμα Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης και κάτοχος της έδρας Jean Monnet.
«Στην πραγματικότητα, εθεωρείτο ιδιαίτερα ευτυχής συγκυρία, το ότι θα ήταν η Γερμανία της Άνγκελα Μέρκελ που θα αναλάμβανε την προεδρία στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πόσο μάλλον από την στιγμή που ο Μακρόν, ήδη από τον Μάιο, κατάφερε να πείσει την Καγκελάριο να στηρίξει ένα κοινό ταμείο ανάκαμψης, που θα εξέδιδε κοινό χρέος από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι από τα κράτη-μέλη, διαμοιράζοντας μάλιστα ένα σημαντικό μέρος των χρημάτων με τη μορφή επιχορηγήσεων.
Τόσο αυτή η συγκυρία, όσο και η δημοφιλία που απολάμβανε η Καγκελάριος Μέρκελ την Άνοιξη, οδήγησαν πολλούς στο να πιστεύουν πως η προεδρία της Γερμανίας, θα ήταν ένα βήμα προς τα μπροστά για την Ένωση», αναφέρει ο καθηγητής, σχετικά με τις προσδοκίες που υπήρχαν πριν η Γερμανία, αναλάβει την προεδρία του συμβουλίου της Ε.Ε., τον Ιούλιο.
Η πραγματικότητα
«Όμως, και ενώ η γερμανική προεδρία ολοκληρώνεται σε έναν μήνα, τα αποτελέσματα της είναι πενιχρά. Είναι πλέον ξεκάθαρο πως η Μέρκελ δεν προσπάθησε να δημιουργήσει ένα όραμα για την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, για τα επόμενα χρόνια.
Παρά δηλαδή τα διάφορα (οικονομικά και μη) οφέλη που η Ευρωπαϊκή Ένωση παρείχε στη Γερμανία, το μέλλον της Ένωσης, δε φάνηκε να αποτελεί ζήτημα ζωτικής σημασίας για τη χώρα», δηλώνει ο καθηγητής και συνεχίζει:
«Παράλληλα, υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο για ένα Brexit δίχως συμφωνία, ενώ, είδαμε τα όσα έγιναν με την απειλή των βέτο από την Ουγγαρία και την Πολωνία.
Επιπροσθέτως, οι διαμάχες ανάμεσα σε Γαλλία και Γερμανία σχετικά με την «Ευρωπαϊκή αυτονομία», δεν έχουν σταματήσει, καθώς ο γερμανός υπουργός Εθνικής Άμυνας, ακόμη υποστηρίζει πως οι ΗΠΑ πρέπει να παραμείνουν ο ακρογωνιαίος λίθος της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, με τη γαλλική πλευρά να υποστηρίζει το αντίθετο.
Επίσης, το αδιέξοδο στο ζήτημα της μετανάστευσης και του ασύλου παραμένει, παρά το γεγονός πως η Γερμανία συμφώνησε στην υποδοχή περίπου 1.500 προσφύγων από την Ελλάδα.
Το νέο ευρωπαϊκό σύμφωνο της Επιτροπής για τη μετανάστευση και το άσυλο, «κρύφτηκε» κάτω από την ευρύτερη πολιτική ατζέντα, καθώς, η προεδρία του συμβουλίου της Ευρώπης, δεν πήρε την πρωτοβουλία να το θέσει ως προτεραίότητα».
Συνεχίζοντας, ο καθηγητής επισημαίνει ότι «η στήριξη του ταμείου Ανάκαμψης από τη Γερμανία της Μέρκελ, παρά το ότι αποτέλεσε ανατροπή, ενδεχομένως να αποτελούσε περισσότερο ένα στοιχείο, για χάρη της πολιτικής υστεροφημίας της Καγκελαρίου.
Ακόμη όμως και εάν δεν είναι έτσι, το ταμείο δεν λύνει κανένα από τα ζητήματα που έχουν προκύψει από την κρίση της ευρωζώνης.
Στην πραγματικότητα, το μόνο που φαίνεται να ενδιέφερε τη Γερμανία, ήταν το πως αυτά τα χρήματα θα δωθούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι το πως θα διευθετηθούν τα σημαντικά χρέη που επηρεάζουν χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα, ενώ παράλληλα, εγκρίθηκε και μηχανισμός που δίνει τη δυνατότητα σε μια χώρα-μέλος, να επικρίνει το πως μια άλλη χώρα-μέλος διαχειρίζεται τα χρήματα».
«Σε κάθε περίπτωση, είναι ξεκάθαρο πως η Γερμανία εστίαζε , λανθασμένα, μόνο σε όσα είναι «απαραίτητα» στον οικονομικό τομέα.
Η πραγματική πρόκληση όμως, θα ήταν εάν εστίαζε στα «πολιτικώς απαραίτητα», πόσο μάλλον από την στιγμή που αποτελεί μια χώρα, της οποίας η οικονομία και η διεθνής επιρροή, εξαρτάται σημαντικά από μια βιώσιμη, συνεκτική Ευρωπαϊκή Ένωση», τονίζει ο Χρήστος Φραγκονικολόπουλος.
Τι αφήνει πίσω της η γερμανική προεδρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
Επίσης, ο συνεντευξιαζόμενος, αναφέρει χαρακτηριστικά πως «η Γερμανία, για να ωφελήσει πραγματικά την Ευρωζώνη, θα έπρεπε να μην σκέφτεται τα πάντα μόνο με όρους οικονομικής ανάπτυξης και προώθησης των εξαγωγών.
Πόσο μάλλον από την στιγμή που οι πιο σημαντικοί εμπορικοί συνεργάτες της χώρας είναι πολύ διαφορετικοί από τους στρατηγικούς της σύμμαχους στην Ευρώπη. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ασφαλώς η Κίνα, με τη Γερμανία να εξάγει αγαθά αξίας 100 δισεκατομμυρίων στη χώρα.
Το ποσό αυτό, αντιστοιχεί σε περισσότερο από το 50% των συνολικών εξαγωγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτός ενδεχομένως είναι και ο λόγος, που η Γερμανία δεν είναι τόσο αυστηρή, σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αφορούν την Κίνα.
Παράλληλα, το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για την Τουρκία, με τη Γερμανία από τη μια να καταδικάζει τις μονομερείς ενέργειες της χώρας του Ερντογάν και να πιέζει για την εξεύρεση διπλωματικής λύσης, την ώρα που, από την άλλη πλευρά, λόγω των οικονομικών της συναλλαγών με την Τουρκία, δε θέλει να επιβάλλει κυρώσεις, οι οποίες θα επηρεάσουν και τη δική της οικονομία.
Ασφαλώς βέβαια, η Γερμανία, αν ήθελε, θα μπορούσε να συμβάλλει στη δημιουργία μιας αξιόπιστης κοινής εξωτερικής πολιτικής από το σύνολο της Ε.Ε. , ενώ ασφαλώς θα είχε τη δυνατότητα να βοηθήσει την ευρωζώνη, θέτοντας κοινούς ευρωπαϊκούς φόρους».
Και οι λόγοι…
Εξετάζοντας λοιπόν τους λόγους, για τους οποίους η γερμανική προεδρία χαρακτηρίζεται από «πενιχρά αποτελέσματα» ο κάτοχος της έδρας Jean Monnet, υποστηρίζει: «Αρχικά, λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, έχουν δημιουργηθεί προβλήματα σε τεχνικά ζητήματα αλλά και στην ίδια τη δομή της προεδρίας της Ε.Ε. (ειδικά από την στιγμή που οι συνεδριάσεις γίνονται διαδικτυακά).
Προβλήματα τα οποία, εάν σκεφτούμε ότι η προεδρία διαρκεί μόνο έξι μήνες, δεν επιτρέπουν βαθιές μεταρρυθμίσεις.
Δεύτερον, όπως βλέπουμε και από τις διαπραγματεύσεις του Brexit, η αποχώρηση της Γερμανίας δεν έχει αναβαθμίσει τον ρόλο της Γερμανίας, αλλά την έχει απομονώσει.
Όχι μόνο δηλαδή έχει κόστος στη γερμανική οικονομία, αλλά έχει δώσει δύναμη στις λεγόμενες «φειδωλές» χώρες της Ε.Ε, όπως φάνηκε και από τις διαπραγματεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης.
Επίσης, δύναμη έχει αποκτήσει και ο πρόεδρος Μακρόν, που προσπαθεί να τοποθετήσει τη Γαλλία σε ρόλο ηγέτιδας δύναμης εντός της Ε.Ε. .
Πέρα όμως από αυτούς τους λόγους, υπάρχει και ένας ακόμη. Ότι, η Γερμανία, δεν είναι πρόθυμη να εκπληρώσει τις πραγματικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεν έχει, αυτό που ορισμένοι χαρακτηρίζουν ως, «στρατηγική σκέψη», και δεν έχει αντιληφθεί ακριβώς τον αληθινό της ρόλο μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αντίθετα, η γερμανική κυβέρνηση, τα τελευταία 10-15 χρόνια, έχει ξοδέψει περισσότερο χρόνο και ενέργεια στο να πηγαίνει κόντρα σε θέσεις και προτάσεις που αφορούν το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικά της Ευρωζώνης.
Η Άνγκελα Μέρκελ λοιπόν μπορεί να μιλά για «περισσότερη Ευρώπη», αλλά δεν έχουν υπάρξει προσπάθειες για να οριστεί τι ακριβώς σημαίνει αυτό, αλλά και πως θα βρεθούν οι τρόποι που θα το επιτρέψουν.
Λαμβάνοντας υπ’όψιν αυτά κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει μάλιστα πως η Γερμανία, έχει τις ίδιες αντιλήψεις με τις «φειδωλές χώρες» αλλά με πολύ πιο διπλωματικό τρόπο.
Ο λόγος που θα μπορούσε κανείς να το υποστηρίξει αυτό είναι πως η Γερμανία, κάνει αρκετά ώστε να αποφύγει τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης, αλλά δεν κάνει τίποτα για να διορθώσει τα πραγματικά της προβλήματα».
Ο συνεντευξιαζόμενος, καταλήγει, αναφέροντας ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, που δείχνει ακριβώς τα όσα προανέφερε: «Ας δούμε λοιπόν τις πολιτικές της Γερμανίας σχετικά με το κλίμα.
Παρά το ότι η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί, σύμφωνα με το Βερολίνο, βασική προτεραιότητα της γερμανικής προεδρίας, η Γερμανία, δεν ήταν πρόθυμη να παρέχει περαιτέρω χρηματοδότηση στο Green Deal της Κομισιόν, ενώ, συνεχώς, αντιδρά σε κάθε απόπειρα χαλάρωσης των δημοσιονομικών κανόνων της Ένωσης, για χάρη περιβαλλοντικών projects».