ΣΥΡΙΖΑ και δημοσκοπήσεις
Το τελευταίο που απασχολεί μια κοινωνία μέσα στη δίνη της πανδημίας, με τόσο έντονο άγχος θανάτου και οικονομικής καταστροφής γύρω, είναι οι επόμενες εκλογές.
Παρά τα σενάρια που κυκλοφορούν για κάλπες το επόμενο φθινόπωρο, αν το εμβόλιο το επιτρέψει, είναι από δύσκολο έως αδύνατο να μετακινηθεί κανείς νοερά σε ένα εκλογικό κέντρο.
Με αυτή την έννοια, η αποσυσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ εξηγείται ως έναν βαθμό, ειδικά σε συνδυασμό με την διαλυτική εσωστρέφεια την οποία, συνήθως, αν όχι πάντα, πυροδοτεί μια μεγάλη εκλογική ήττα.
Αλλά η διαφορά στην πρόθεση ψήφου μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ μεγάλη, μεταξύ 12 και 17 μονάδων στο τελευταίο κύμα δημοσκοπήσεων, ενώ οι δείκτες που αφορούν την καταλληλότητα για την πρωθυπουργία και την παράσταση νίκης είναι συντριπτικά υπέρ της κυβέρνησης.
Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι η μικρή υποχώρηση της κυβέρνησης δεν έχει πολιτική αξία γιατί δεν συνδυάζεται, παρά μόνον ελάχιστα, με άνοδο για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Οσοι θέλουν να δουν το ποτήρι μισογεμάτο στο εσωτερικό της αξιωματικής αντιπολίτευσης επισημαίνουν ότι η φθορά της κυβέρνησης είναι ήδη σημαντική και αυτό κάποια στιγμή οπωσδήποτε θα φέρει πολιτικά κέρδη για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι η γνωστή θεωρία του ώριμου φρούτου κατά την οποία ο δεύτερος, νομοτελειακά, γίνεται πρώτος αρκεί να περιμένει.
Να περιμένει τι; Μα τα λάθη, τις ανεπάρκειες, τη φθορά του κυβερνώντος αντιπάλου
Το πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι αυτή η θεωρία είχε βάση στο πλαίσιο του παραδοσιακού δικομματισμού:
Οταν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ ανταγωνίζονταν ως κόμματα εξουσίας με ποσοστά πολύ μεγαλύτερα από αυτά που καταγράφει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ και με διαφορές πολύ μικρότερες από αυτές που εμφανίστηκαν στις μετρήσεις μετεκλογικά.
Επίσης, πριν την εξαϋλωση του ΠΑΣΟΚ προς όφελος του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2011-2014 είχαμε έναν δικομματισμό με βαθιές κοινωνικές ρίζες, στην αυτοδιοίκηση, στα συνδικάτα, στο Δημόσιο, στους παραγωγικούς φορείς, στον πρωτογενή τομέα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα μικρό κόμμα που έγινε μεγάλο ανεβαίνοντας στο κύμα του αντιμνημονίου χωρίς να αποκτήσει γερά θεμέλια, όπως δείχνουν οι επιδόσεις του στις αυτοδιοικητικές εκλογές και στον συνδικαλισμό.
Γι αυτό δεν έχει την πολυτέλεια ούτε να βολεύεται στη θεωρία του ώριμου φρούτου ούτε να μη δίνει σημασία στις δημοσκοπήσεις.
Ισως αυτή τη φορά η θεωρία του ώριμου φρούτου να μη λειτουργήσει τόσο “γραμμικά”.
Συνεπώς, προκύπτει εκ των πραγμάτων η ανάγκη να αναλύσει και να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους εμφανίζεται να έχει χάσει κατά μέσο όρο δέκα μονάδες από το τελευταίο εκλογικό του ποσοστό.
Ειδικά, αν πράγματι πιστεύουν ότι η κυβέρνηση είναι τόσο κακή όσο λένε, πρέπει να αναρωτηθούν και να απαντήσουν γιατί οι ίδιοι δεν πείθουν.
Ο σχετικός προβληματισμός θα τους οδηγήσει, μοιραία, στην αναζήτηση των αιτίων της εκλογικής ήττας.
Εχουν κάνει απολογισμό, έχουν παραδεχτεί λάθη και παραλείψεις αλλά, προφανώς, δεν έχουν αγγίξει τον πυρήνα: Ούτε τη συνεργασία με τους ΑΝΕΛ έχουν αποκηρύξει, ούτε τα λάθη τακτικής και επικοινωνίας έχουν αναλύσει, ούτε για την απροθυμία τους να ζητήσουν την τεχνογνωσία σοβαρών προσωπικοτήτων (και της κεντροαριστεράς) για την άσκηση μιας πιο «επαγγελματικής» διακυβέρνησης έχουν μιλήσει, ούτε για τα πρόσωπα που έβλαψαν σοβαρά την εικόνα τους έχουν πει ο,τιδήποτε έστω με την απομάκρυνσή τους όχι μόνο από την πρώτη γραμμή αλλά και από τη δεύτερη και την τρίτη.
Και προπάντων, δεν φαίνεται να έχουν σκεφτεί μια στρατηγική μεταρρυθμίσεων και δράσεων η οποία θα έπειθε ότι η «δεύτερη φορά Αριστερά» θα ήταν διαφορετική και καλύτερη από την πρώτη.
Ετσι, ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει και στα αριστερά (αυτό σημαίνει η χαμηλή συσπείρωση) αλλά και δεν μπορεί να αποσπάσει ψηφοφόρους του ενδιάμεσου χώρου που είχαν τον Ιούλιο στραφεί στη ΝΔ.
Για την ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει καθηλωμένος στους παλιούς τρόπους ανάλυσης της πολιτικής πραγματικότητας: Θα ανέβει όταν αρχίσει να πέφτει ο αντίπαλος και δεν χρειάζεται να κάνει μεγάλες αλλαγές γιατί ό,τι είναι να γίνει θα γίνει – όπως γινόταν πάντα.
Δεν είναι εύκολη υπόθεση η ανάγνωση των δημοσκοπήσεων. Είναι κάπως σαν την ψυχοθεραπεία.
Πρέπει να θέλεις πολύ για να μπορέσεις να δεις.