«Eπενδυτική καταιγίδα» για λίγους ή για την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης;

Η μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα πέρα από υποχρέωση αποτελεί και μια τεράστια πρόκληση για όλες τις εθνικές οικονομίες αλλά και για τις κοινωνίες μας. Η τρέχουσα συγκυρία δε, με την οικονομική κρίση και την επερχόμενη ύφεση λόγω του κορονοϊού, μεγαλώνει τη δυσκολία αυτής της μετάβασης.

Η πρόκληση λοιπόν είναι διττή, μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα και ανάκαμψη μετά τον κορονοϊο. Μπορεί όμως αυτή η πρόκληση να αποτελέσει και ευκαιρία για το μετασχηματισμό των οικονομιών μας προς όφελος του περιβάλλοντος, του κλίματος και των κοινωνιών μας.

Το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρώπη, που δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να αφήσουμε να πάει χαμένη. Μια ευκαιρία για την παραγωγική ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη της οικονομίας του πραγματικού προϊόντος, σε στέρεες βάσεις, μια οικονομία φιλική για το περιβάλλον, το κλίμα και την κοινωνία.

Ο κίνδυνος αναπαραγωγής των παθογενειών και των αδικιών που μας οδήγησε στην κρίση και στα μνημόνια ελλοχεύει βέβαια ακόμη και σήμερα, εφόσον η ίδια χρηματοοικονομική ελίτ στοχεύει και σήμερα στον κρατικό πλούτο και στα ευρωπαϊκά κονδύλια και καθώς αναπαράγονται τα λάθη του 2010-2014 σε κυβερνητικό επίπεδο.

Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος, η «αναδιάρθρωση» των οικονομιών την επόμενη μέρα του κορονοϊού, αλλά και ο κλιματικός ανταγωνισμός, να βαθύνουν περαιτέρω τις σημερινές κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες καθώς και να ενισχύσουν τη συγκέντρωση κεφαλαίων και μεριδίου της αγοράς σε όλο και λιγότερους «παίκτες». Με απλά λόγια, ο βασικός κίνδυνος είναι οι πλούσιοι να γίνουν πιο πλούσιοι και οι φτωχοί ακόμη πιο φτωχοί. Οι πιο ευάλωτες εισοδηματικές και κοινωνικές ομάδες είναι επιπρόσθετα αυτές που βιώνουν πιο έντονα τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης αλλά και της ενεργειακής φτώχειας.

Η Αριστερά και η Οικολογία στην Ευρώπη θέτουν τα κρίσιμα ερωτήματα: Μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα προς όφελος ποιων; Για ποιους και με ποιους; Ποιοι ωφελούνται από τις επιλεχθείσες πολιτικές και ποιοι θα επωμιστούν το κόστος μιας άδικης και βίαιης χωρίς σχέδιο μετάβασης; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα είναι αυτές που χαράσσουν και τις διακριτές πολιτικές μας γραμμές και αναδεικνύουν τις βασικές διαφορές του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία με τη Νέα Δημοκρατία.

Χρειαζόμαστε επενδύσεις που θα είναι πραγματικά πράσινες και θα ωφελούν και τους πολίτες και το περιβάλλον, όπως είναι η κυκλική οικονομία, και όχι μόνο μια μικρή ελίτ, όπως είναι η ιδιωτικοποίηση στη διαχείριση απορριμμάτων και η καύση όλων των σκουπιδιών που προωθεί η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.

Επενδύσεις καινοτομίας, φιλικές προς τους φυσικούς πόρους, ανταγωνιστικές και στο εξωτερικό, που δημιουργούν θέσεις εργασίας με καλές αμοιβές και όχι απλώς ξεπούλημα κερδοφόρων επιχειρήσεων που ελέγχει το Δημόσιο από τις οποίες εξαρτάται και η ενεργειακή μετάβαση της χώρας μας.

Χρειαζόμαστε επενδύσεις σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και όχι επιδοτήσεις του μη ανανεώσιμου φυσικού αερίου, που μας δεσμεύει ως χώρα σε ιδιωτική ηλεκτροπαραγωγή λίγων που θα ελέγχουν την αγορά, σε αντίθεση μάλιστα με τους κλιματικούς στόχους.

Θέλουμε όμως σε αυτή την «επενδυτική καταιγίδα» να μη συμμετάσχουν μόνο λίγοι μεγάλοι «παίκτες» της αγοράς αλλά να αποτελέσει ευκαιρία για την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της χώρας μας.

Νομοθετήσαμε, το 2018, τις Ενεργειακές Κοινότητες, έναν νόμο-τομή που θα μπορούσε να εμπλέξει ενεργά τους πολίτες, τους δήμους, τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και τις τοπικές κοινωνίες στην παραγωγή καθαρής ενέργειας.

Αυτή μας η επιλογή είναι και ένα εργαλείο ώστε να αυξηθεί η κοινωνική αποδοχή των έργων ΑΠΕ, αφού πλέον οι τοπικές κοινωνίες μπορούν να συμμετέχουν στον σχεδιασμό των έργων αλλά και να έχουν και απευθείας οφέλη. Η Νέα Δημοκρατία από την άλλη κάνει ό,τι μπορεί για να «παγώσει» τις Ενεργειακές Κοινότητες και το χρηματοδοτικό εργαλείο των 25 εκατ. ευρώ που είχαμε προβλέψει από το ΕΣΠΑ.

Η πρόβλεψη δημιουργίας Ενεργειακών Κοινοτήτων από τους δήμους και η χρηματοδότησή τους από το Ταμείο Ανάκαμψης θα μπορούσε ακόμη να καταπολεμήσει την ενεργειακή φτώχεια και να δημιουργήσει βιώσιμες θέσεις εργασίας στις τοπικές κοινωνίες. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση-πρόταση της WWF, εκτιμάται πως οι Ενεργειακές Κοινότητες στους δήμους της χώρας μπορούν να δημιουργήσουν 7.739 νέες θέσεις εργασίας.

Κρίσιμο στη διαδικασία της κλιματικής μετάβασης είναι επιπλέον να διασφαλίσουμε ότι οι πολίτες και οι επιχειρήσεις θα έχουν πρόσβαση σε ενέργεια σε χαμηλό κόστος. Αυτό καθώς το κόστος ενέργειας κρίνεται και το επίπεδο και κόστος διαβίωσης αλλά και η ανταγωνιστικότητα και επιβίωση των ελληνικών επιχειρήσεων, ειδικά την επόμενη μέρα της πανδημίας.

Ομως, ο κύριος Χατζηδάκης επέλεξε μία από τις πρώτες του αποφάσεις, ως υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, να είναι η αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ κατά περίπου 20% τον Σεπτέμβριο του 2019, ενώ, και σήμερα που οι τιμές της χονδρεμπορικής ρεύματος κατέρρευσαν λόγω του κορονοϊού, η μείωση αυτή δεν έχει ακόμη μετακυλιστεί στους πολίτες και στις επιχειρήσεις αλλά έχει οδηγήσει μόνο σε υπερκέρδη των προμηθευτών, έως και 170% πάνω από τη χονδρική τιμή σε μέσο όρο του α’ εξαμήνου του 2020!

Τέλος, η υποχρέωσή μας κανείς να μη μείνει πίσω αφορά και τις ανισότητες που θα δημιουργήσει η απολιγνιτοποίηση στη Δυτική Μακεδονία και στη Μεγαλόπολη. Εκεί, η βίαιη και χωρίς σχέδιο απολιγνιτοποίηση του κυρίου Μητσοτάκη θα δημιουργήσει ρεκόρ φτώχειας και ανεργίας. Και αυτό, δυστυχώς, μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσει τον στόχο αντικατάστασης του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή από ιδιωτικές μονάδες φυσικού αερίου και όχι από ΑΠΕ, σε συνδυασμό με την ιδιωτικοποίηση των ενεργειακών δικτύων, χωρίς σχέδιο για τη δίκαιη μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών και χωρίς επιχειρησιακό πλάνο για τη ΔΕΗ.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.